Της Δήμητρας Ρετσινά Φωτεινίδου
φιλολόγου – Μ.Α. Πολιτικής Φιλοσοφίας Α.Π.Θ.
Η επικράτηση του Χριστιανισμού στις Βυζαντινές χώρες δεν επήλθε αμέσως κατά τους πρώτους αιώνες της εμφανίσεως της νέας θρησκείας, αλλά σταδιακά. Οι μη χριστιανοί ονομάζονταν Εθνικοί ή Έλληνες. Στη Λακωνία έχουμε κατά τον 4ο και 5ο αιώνα εθνικούς και μάλιστα αναφέρεται ότι κατά τον 10ο αιώνα υπήρχαν «Έλληνες», δηλαδή εθνικοί. Ο Χριστιανισμός επικράτησε πιο εύκολα στα μεγάλα αστικά κέντρα, ενώ στην ύπαιθρο συναντούσε την αντίδραση των χωρικών, των παγανών, όπως με τη λατινική λέξη paganus έλεγαν οι Βυζαντινοί τους χωρικούς, οι οποίοι «στερρώς αντείχοντο της αρχαίας θρησκείας και των εθνικών εθίμων». Η λέξη παγανά χρησιμοποιείται και σήμερα για να δηλώσει τους καλικαντζάρους και διάφορα άλλα όντα που αποτελούν κατάλοιπα αρχαίων θρησκειών και παραδόσεων.
Όταν επικράτησε ο Χριστιανισμός η γιορτή του Πάσχα και της Αναστάσεως δεν εορτάζονταν την ίδια χρονική περίοδο από τους κατά τόπους χριστιανούς. Πριν τη βασιλεία του Μ. Κωνσταντίνου οι πρώτοι χριστιανοί άλλοτε τελούσαν το Πάσχα μαζί με τους Ιουδαίους, άλλοτε κατά την 25η Μαρτίου, άλλοτε κατά το θέρος ή τον χειμώνα. Ο Μ. Κωνσταντίνος θέσπισε να μην γιορτάζεται το Πάσχα με τους Ιουδαίους και όρισε, με την Σύνοδο της Νίκαιας, η γιορτή να γίνεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία, όποτε αυτή τύχει.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μια μικρή παρέκβαση:
Η χρήση του σεληνιακού ημερολογίου ως θρησκευτικού και του ηλιακού ως πολιτικού είναι πανάρχαια. Ο κύκλος της σελήνης είναι αέναος και ο χρόνος υπολογιζόταν με βάση τον κύκλο αυτό, όλες δε οι σημαντικές τελετές είχαν σχέση με κάποια φάση της. Ιδιαίτερη σημασία είχαν τα δύο ηλιοστάσια, η μικρότερη και η μεγαλύτερη μέρα του έτους και οι δύο ισημερίες. Το σεληνιακό έτος έχει 13 μήνες που αντιστοιχούν στους κύκλους 28 ημερών της σελήνης και της γυναίκας. Ο αριθμός 7 απέκτησε ιερότητα γιατί ο βασιλιάς – θεός πέθαινε κατά την έβδομη πανσέληνο μετά την μικρότερη ημέρα του έτους. Στην Αίγυπτο, μέχρι και την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους, τα δύο ημερολόγια, σεληνιακό και ηλιακό, χρησιμοποιούνταν ταυτόχρονα. Ο υπολογισμός της ημερομηνίας των θρησκευτικών γιορτών, όπως της Ανατολικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας για το Πάσχα, έχει σημεία αναφοράς αυτά τα φαινόμενα. Στον αγγλόφωνο κόσμο, οι σεληνιακοί μήνες ονομάζονται μήνες του εθιμικού δικαίου. Χίλια χρόνια μετά την καθιέρωση του Ιουλιανού ημερολογίου, οι χωρικοί της Ευρώπης εξακολουθούσαν να μετρούν τον χρόνο με αυτούς.
Οι τοτεμικές λατρείες των πρωτόγονων φυλών στηρίχθηκαν στον κύκλο των εποχών της Σελήνης με ζητούμενο τη γονιμότητα. Στον κύκλο αυτό προστέθηκαν οι τελετές της ενήβωσης και της φυλετικής μύησης. Τα σεβάσμια μέλη της οικογένειας και της κοινότητας αναλάμβαναν να διδάξουν στα νεότερα μέλη τις διαβατήριες τελετές που ενέτασσαν τον νέο στον κόσμο των ενηλίκων και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις της κοινωνικής συνοχής. Οι τελετές επαναλαμβάνονται ακολουθώντας την πορεία των εποχών και διαμορφώνουν ένα σταθερό τυπικό που περιλαμβάνει ρυθμικούς ήχους, ύμνους, επικλήσεις, επωδούς και τελετουργικές κινήσεις, αυτό που αποκαλείται «εποχικό δράμα». Τη θέση του τοτέμ παίρνει βαθμιαία ένα μέλος της φυλής που προσωποποιεί τον εποχικό θεό της βλάστησης. Ακολουθώντας την πορεία της φύσης, το ιερό πρόσωπο πέθαινε κάθε χρόνο, δηλαδή θυσιαζόταν, και τα μέλη της φυλής μεταλάμβαναν το σώμα του με την πεποίθηση ότι έτσι ενσωμάτωναν και συντηρούσαν τη δύναμη και την προστασία του.
Η αρχαία σύνδεση σελήνης, γονιμότητας και βλάστησης είναι τόσο ισχυρή ώστε οι περισσότεροι θεοί της γονιμότητας είναι ταυτόχρονα και σεληνιακές θεότητες. Η Ιστάρ, η Δήμητρα, ο Διόνυσος, ο Όσιρις είναι μερικά παραδείγματα θεών με σεληνιακή φύση που συνδέεται με τη γεωργία, τη βλάστηση και τη γονιμότητα. Στην πορεία της Ιστορίας συνενώθηκε ο σεληνιακός χαρακτήρας της κυκλικής εποχικής αναγέννησης με αυτόν της Γης, της μήτρας όλων των ζωντανών μορφών.
Επανερχόμαστε στο Βυζάντιο και στους πιστούς της Ορθοδοξίας του Ανατολικού κόσμου, για τους οποίους η Ανάσταση του Χριστού ήταν ευφροσύνη. Οι πιστοί φρόντιζαν για το ασβέστωμα και το βάψιμο των οικιών των και ράντιζαν τα πατώματα με φύλλα δάφνης, μυρσίνης, δενδρολίβανου, λεμονιάς κ.ά. Στον Πόντο μάλιστα έστρωναν στα σπίτια τους κλάδους δάφνης ήδη από την Κυριακή των Βαϊων. Οι χριστιανοί φορούσαν «καινουργή ιμάτια», τα Πασχαλιάτικα ή Λαμπριάτικα, φωταγωγούσαν τις πόλεις και τα σπίτια, έτρωγαν εκλεκτά κρέατα κατά το Πάσχα, γιατί νήστευαν αυστηρά καθ’ όλην τη Μ. Τεσσαρακοστή και έφτιαχναν τις κουλούρες της Λαμπρής στις οποίες έβαζαν τα κόκκινα αυγά. Οι ιερείς ευλογούσαν τα κρέατα, τα τυριά τα αυγά και τις κουλούρες άρτου. Το αυγό ήταν από την αρχαιότητα ιερό σύμβολο του Ασκληπιού και θυμίζει την εικόνα του κόσμου και της δημιουργίας. Επίσης έβαφαν τα αυγά, όπως και σήμερα, κόκκινα, στο χρώμα που συμβολίζει το αίμα του Αμνού, και τα τσούγγριζαν μεταξύ τους.
Σύμφωνα με τον βυζαντινολόγο Φαίδωνα Κουκουλέ, το Πάσχα εορταζόταν όχι μόνο μια ημέρα, αλλά ολόκληρη την επόμενη Εβδομάδα του Θωμά (Καινή και Νέας Κυριακής Εβδομάδα). «Ως μια Κυριώνυμος ημέρα λογίζεται η μετά την αγίαν Ανάστασιν του Κυρίου Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού τρέχουσα εβδομάς». Η Διακαινήσιμος Εβδομάς ονομάζεται και Λαμπρόσκολα καθ’ όλους τους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και στους χρόνους μετά την άλωση. Σταδιακά επιτράπηκε η εργασία και οι χειρώνακτες μετά την Τρίτη «τα οικεία εργάζονταν εργόχειρα». Οι πολίτες που δεν εργάζονταν παρακολουθούσαν δημόσια θεάματα και μάλιστα τους προσφιλείς των ιπποδρομικούς αγώνες στον Ιππόδρομο. Αυτή η συνήθεια είχε προκαλέσει την αντίδραση των εκκλησιαστικών ανδρών, οι οποίοι στην Σύνοδο της Καρθαγένης ζήτησαν από τον Θεοδόσιο Β’ να εμποδίσει την τέλεση ιπποδρομιών «εν τη Κυριακή και εν ταις λοιπαίς φαιδραίς της των Χριστιανών πίστεως ημέραις». Με την Οικουμενική εν Τρούλλω Σύνοδο απαγορεύτηκαν οι ιπποδρομικοί αγώνες κατά τις μέρες αυτές.
Κατά την Τρίτη μέρα μετά το Πάσχα, η οποία ονομαζόταν της Γαλιλαίας, (και σήμερα έτσι τη λένε οι Πόντιοι), γινόταν το λεγόμενο καλημέριν του δημάρχου, του προέδρου δηλαδή των Πρασίνων και των Βενέτων. Οι εκπρόσωποι των δήμων έψαλλαν στον δήμαρχο επευφημίες: «Τρισάγιε, βοήθησον τους δεσπότας …συν ταις τιμαίς Αυγούσταις εν τη πορφύρα εις τελείαν χαρμονήν των Ρωμαίων και Βενέτων (ή Πρασίνων) των γνησίων ημών δούλων». Επίσης κατά την Μεγάλη Διακαινήσιμο Εβδομάδα οι Βυζαντινοί μας πρόγονοι νομοθέτησαν να μη λειτουργούν τα δικαστήρια. Ακόμη απολύονταν οι φυλακισθέντες για ελαφρά παραπτώματα. Τη συνήθεια της αποφυλακίσεως ακολούθησε και η Βενετική Κυβέρνηση στις Ελληνικές περιοχές που κατέκτησε.
Τα Ανάκτορα γιόρταζαν μεγαλοπρεπώς τη Λαμπρή. Οι βασιλείς μετέβαιναν στον ναό της Αγίας Σοφίας για να εκκλησιασθούν, ακούγοντας κατά την επιστροφή τις επευφημίες των δήμων, Πρασίνων και Βενέτων: «Πολυχρόνιον ποιήσοι ο Θεός την αγίαν βασιλείαν σου εις πολλά έτη». Κατά την 3η ή 4η ώρα μετά τα μεσάνυχτα που ο Πατριάρχης έψαλλε τον όρθρο της Μεγάλης Κυριακής με την παρουσία των βασιλέων στο ναό, το εκκλησίασμα έμενε έξω από τον ναό. Μετά την ανάγνωση ο πρωτοπαππάς των ανακτόρων άνοιγε την θύρα ψάλλοντας «Αναστάσεως ημέρα, λαμπρυνθώμεν, λαοί». Στους άλλους ναούς, κατά τους Παλαιολόγειους χρόνους, ίσως και παλαιότερα, πριν ο ιερέας ανοίξει την κλειστή θύρα, έκρουε αυτή αναφωνώντας: «Άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης».
Το επίσημο γεύμα των Αυτοκρατόρων γινόταν στο μεγαλοπρεπές διαμέρισμα των ανακτόρων, το Χρυσοτρίκλινον, σε χρυσή τράπεζα. Τα πολύτιμα βασιλικά στέμματα και κοσμήματα τοποθετούνταν σε πενταπύργιο αρμάριο. Οι προσκεκλημένοι ήταν ανώτατοι άρχοντες, μάγιστροι, ανθύπατοι, στρατηγοί και πατρίκιοι, καθώς και ξένοι πρεσβευτές, εάν βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. Είχαν ορίσει την Πέμπτη ημέρα να προσκαλείται ο Πατριάρχης με τους μητροπολίτες και τους ηγουμένους δώδεκα μοναστηριών. Αυτοί συνέτρωγαν με τον βασιλιά στην χρυσή τράπεζα, ενώ σε άλλα τραπέζια έτρωγαν οι διάκονοι και οι ιερείς των πατριαρχείων.