Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η κυβέρνηση πραγματικά κατάργησε τα μνημόνια προχτές. Με έναν νόμο και ένα άρθρο! Απλά το άρθρο ήταν… 7.500 σελίδων, δηλαδή λίγο μεγαλύτερο σε μήκος από ό,τι το περιμέναμε! Και η εύλογη ερώτηση πλέον είναι: ήταν αυτή η συμφωνία η απόλυτη επιτυχία ή η οριστική αποτυχία της κυβέρνησης και η ταφόπλακα της χώρας;
Επιτυχία και αποτυχία, είναι κάτι σχετικό. Όταν ο Χίτλερ έστειλε αλεξιπτωτιστές να καταλάβουν την Κρήτη στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και οι κάτοικοι αντιστέκονταν χωρίς ουσιαστικά όπλα, ακόμη και ένα τραυματίας Γερμανός αλεξιπτωτιστής ήταν επιτυχία. Επομένως επιτυχία ή αποτυχία έχει να κάνει καταρχήν με το συσχετισμό δυνάμεων. Έχει όμως να κάνει και με τη στρατηγική!
Η στρατηγική ήταν εξαρχής στρατηγική συμβιβασμού! Στην παρούσα φάση, η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλησε να κάνει τη σύγκρουση με τους πιστωτές και να κηρύξει πτώχευση ή και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το Ευρώ, παρά το «61% Όχι» που υπήρξε στο δημοψήφισμα πέρσι. Όταν όμως προκήρυξε εκλογές και με πρόγραμμα τον συμβιβασμό εκλέχτηκε στα τέλη του 2016 με τη νέα, παρούσα, σύνθεση βουλευτών, αυτό ήταν ήδη γνωστό στον Έλληνα ψηφοφόρο. Καμιά εξαπάτηση, λοιπόν, επί αυτού! Αν αυτό που έκανε, δηλαδή μη ρήξη με τους πιστωτές, είναι η καλύτερη λύση, είναι ένα αίνιγμα που δεν θα απαντηθεί, αν δεν «δοκιμάσουμε την εναλλακτική λύση», αν ποτέ γίνει αυτό!
Σε ό,τι αφορά τον συσχετισμό δυνάμεων, η κυβέρνηση αντιμετώπισε ακριβώς εκείνο που αντιμετώπισε η κυβέρνηση Σαμαρά αλλά και οι προηγούμενοι, μία εξαρχής εχθρική γερμανοκρατούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση, που αρνείται οτιδήποτε πέραν της υλοποίησης ενός αυστηρού, μη λειτουργικού, προγράμματος αυστηρής λιτότητας. Το πρόγραμμα, όπως προδιαγράφτηκε από τα προηγούμενα δυο μνημόνια, προέβλεπε τη συνέχιση από ένα μείγμα μειώσεων μισθών (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα), μειώσεις υπαρχουσών συντάξεων, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, διάλυση νοσοκομείων - εκπαίδευσης, διάλυση του νομοθετικού καθεστώτος διασφάλισης από απολύσεις, κατάργηση πολλών φαρμακευτικών παροχών, αύξηση έμμεσης φορολογίας και ιδιωτικοποιήσεις. Μείωση μισθών κατά ένα επιπλέον 10% και απολύσεις του 30% των υπαλλήλων ήταν κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε οξεία ύφεση -7% και επιπλέον αύξηση ανεργίας 4% άμεσα. Αυτό δεν συνέβη, όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις το πάλεψαν έτσι και αυτή, όμως αυτή η κυβέρνηση δεν το άφησε να συμβεί.
Η κυβέρνηση με το πολυνομοσχέδιο που ψήφισε έκανε έναν απίστευτο συνδυασμό, ασυμβίβαστο με την ιδεολογία της, και υλοποίησε τρία βασικά μέτρα. Πρώτον την αυτόματη μείωση δαπανών (μηχανισμό), δεύτερον τη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και τρίτον τη μείωση των μελλοντικών (και όχι υπαρχουσών) συντάξεων.
Εν ολίγοις, έκανε τη συνειδητή επιλογή να διασφαλίσει υπάρχοντες μισθούς και συντάξεις, και υγεία/εκπαίδευση/φάρμακα (γενικώς), αλλά να μειώσει τις μελλοντικές συντάξεις και να προβεί στη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων.
Ο μηχανισμός είναι λίγο - πολύ ό,τι κάνουν όλες οι χώρες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, απλά πλέον θα γίνεται συστηματικά. Αυτό είναι κακό ότι επιβλήθηκε, και το ύψος 3,5% είναι εξωπραγματικά υψηλό, όμως ως αρχή δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό.
Η ερώτηση είναι αν οι μελλοντικές συντάξεις, δηλαδή για νέους συνταξιούχους, των 2.000 και 3.000 ευρώ είναι διατηρήσιμες για το μέλλον. Ίσως ναι και ίσως όχι! Άλλες μελέτες λένε δεν είναι διατηρήσιμες, άλλες λένε πως είναι. Αν χρειαστεί να τις αυξήσει, μπορεί κατ' ουσίαν να το κάνει στο μέλλον, αυτή ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση! Δεν υπάρχει νόμος που απαγορεύει, για παράδειγμα, να ξανά αυξηθούν οι συντάξεις στο 80% των εισφορών ή και στο 100% του μισθού! Μπορεί, αν θέλει, να τις αυξήσει ένα άλλο κόμμα, της αντιπολίτευσης ή και τα ίδια τα συμπολιτευόμενα κόμματα, όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέψουν. Με βεβαιότητα, πάντως, διατήρησε τις υπάρχουσες συντάξεις πάντως, το οποίο είναι το δεδομένο για τους υπάρχοντες ασφαλισμένους.
Η κυβέρνηση επίσης προχώρησε στη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων. Ορισμένοι αυτό το ονομάζουν ξεπούλημα. Όμως, οι ιδιωτικοποιήσεις διασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας και διασφαλίζουν εισροή επενδύσεων σε τομείς που ίσως είναι δύσκολες οι επενδύσεις στην παρούσα, δύσκολη, περίοδο.
Τώρα, το πρώτο που πρέπει, όμως, να διασφαλίσει η κυβέρνηση είναι ότι οι τιμές στο ρεύμα, το νερό και τις συγκοινωνίες θα παραμείνουν διοικητικά ρυθμισμένες εις το διηνεκές, διότι είναι φυσικά μονοπώλια με ανελαστική ζήτηση στην τιμή! Οποιαδήποτε ιδιωτικοποίηση πρέπει να είναι υπό την έννοια «παραχώρησης χρήσης» επί κάποια έτη και όχι «ιδιοκτησίας» και να γίνει με όρους αυστηρής διασφάλισης των εργασιακών δικαιωμάτων (ατομικών και ομαδικών) των ήδη εργαζομένων (μισθοί, θέσεις), την υποχρέωση επενδύσεων και τη διατήρηση των τιμολογίων στα πλαίσια που υπάρχουν, όπως ακριβώς έχει διασφαλιστεί σε όσες χώρες έχουν γίνει ιδιωτικοποιήσεις, όπως στην Αγγλία και αλλού. Οι εταιρείες ρεύματος στην Αγγλία, για παράδειγμα, έχουν ευελιξία τιμολόγησης μέχρι ένα σημείο που ορίζει το κράτος, όχι απεριόριστα. Αυτό είναι σημείο - κλειδί, όχι απλά για να πετύχουν οι ιδιωτικοποιήσεις, αλλά για να λειτουργήσει η ιδιωτικοποίηση όπως πρέπει, ως βελτίωση υπηρεσίας για τον καταναλωτή, όχι ως επιβάρυνση του κοινωνικού συνόλου!
Από την άλλη, η κυβέρνηση δυστυχώς διατήρησε και αύξησε σε κάποιες περιπτώσεις τη φορολογία, το καθεστώς ακατάσχετης φοροκαρπαζιάς, ώστε να πληρώνονται «τα δάνεια των δανειστών». Αυτό θα έχει αποτέλεσμα στην αγοραστική αξία, χωρίς αμφιβολία, όμως δεν υπήρξε κάποια σημαντική καινοτομία επ' αυτού, πρόκειται για συνέχιση της αποτυχημένης μνημονιακής πολιτικής που επέβαλε η τρόικα/θεσμοί με τα προηγούμενα μνημόνια και προηγούμενες κυβερνήσεις, λίγο - πολύ.
Συνολικά, η κυβέρνηση δυστυχώς δεν κατάργησε τα μνημόνια, αλλά σίγουρα σταμάτησε την κατρακύλα υπαρχόντων μισθών και συντάξεων και διασφάλισε εργατικά δικαιώματα και θέσεις εργασίας. Αυτά μπορεί να φαίνονται «μικροπράγματα», αλλά έχουν την αξία τους! Υπήρξε ασυνεπής με την αριστερή ιδεολογική της κατεύθυνση και προτίμησε να μειώσει τις μελλοντικές συντάξεις και να προωθήσει τις ιδιωτικοποιήσεις, όμως και τα δυο αυτά σημεία, παρότι αποτελούν απόλυτη απόκλιση από την πολιτική της, θα έχουν θετική επίπτωση στη δανειοληπτική ικανότητα της χώρας και το πρώτο (μελλοντικές συντάξεις) είναι το «μικρότερο κακό» σε σχέση με ό,τι άλλα μέτρα προτάθηκαν και μπορεί να αντιστραφεί, αν οι συνθήκες το επιτρέψουν στο μέλλον, ενώ το δεύτερο (ιδιωτικοποιήσεις) είναι κατ' ουσίαν θετικό μέτρο, δίνει θετικό σήμα στις αγορές και προσελκύει επενδύσεις.
Στο επόμενο διάστημα, η κυβέρνηση πρέπει όμως, ενδεχομένως, να προσανατολιστεί στην αναδιάρθρωση του χρέους, όχι μόνο με την έννοια της λήξης και του «κουρέματος», αλλά στην ολοκληρωτική μετατροπή του δανείου σε ομόλογα διαφορετικών ετών λήξης σε βάθος ως 100 ετών, ώστε να φύγει η «υποθήκη» από την περιουσία του ελληνικού κράτους και η Ελλάδα να ξαναγίνει, ξανά, κανονική χώρα! Ίσως εξάλλου αυτό, δηλαδή η ανεξαρτησία, να είναι και το κυρίαρχο όχι μόνο για την υπάρχουσα κυβέρνηση, αλλά για οποιαδήποτε κυβέρνηση που υπηρετεί τον τόπο. Να φύγει η ξένη κηδεμονία από την Ελλάδα!
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.