Του Βασίλη Γεώργα
Υπάρχει κανείς που να πιστεύει πράγματι ότι τα φορομπηχτικά και εισπρακτικά μέτρα που καλείται να πάρει με την ψυχή στο στόμα η κυβέρνηση για να κλείσει την 1η αξιολόγηση, θα τερματίσουν τον αέναο κύκλο των επιβαρύνσεων;
Πρώτο από όλα το ίδιο το επικαιροποιημένο μνημόνιο που συζητείται σήμερα στο Eurogroup και στο οποίο θα βάλει την υπογραφή του ο υπουργός Οικονομικών, το αμφισβητεί καθώς προβλέπει ότι το σύνολο των δυνητικών μέτρων μπορεί να υπερβεί τα 12,6 δισ. ευρώ. Στη Βουλή ψηφίστηκαν χθες και θα ψηφιστούν και τις επόμενες μέρες φόροι και περικοπές 5,4 δισ. ευρώ μέχρι το 2018, όμως τα «εφεδρικά» και «εν αναμονή μέτρα» που προβλέπονται, είναι σχεδόν διπλάσια και συμποσούνται σε άλλα 7,4 δισ. ευρώ ή επιπλέον 4% του ΑΕΠ. Σε αυτά περιλαμβάνονται τόσο τα περιβόητα αγνώστου ταυτότητας 3,6 δισ. ευρώ του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης των δημοσιονομικών αποκλίσεων (2% του ΑΕΠ) όσο και η υποχρέωση νομοθέτησης επιπλέον 3,6 δισ. ευρώ μέτρων (2% του ΑΕΠ) ως «plan B» στην περίπτωση που εφαρμοστεί τελικά η απόφαση της ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία είχαν κριθεί παράνομες όλες οι περικοπές μετά το 2012. Η υποχρέωση για τα τελευταία αναφέρεται ακροθιγώς στο προσχέδιο του επικαιροποιημένου μνημονίου αλλά κυβερνητικές πηγές τα υποβαθμίζουν σημειώνοντας ότι το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με το νόμο Κατρούγκαλου.
Η κυβέρνηση έχει κάθε λόγο -πολιτικά- να υποστηρίζει ότι δεν θα χρειαστεί να ενεργοποιήσει ποτέ τα προληπτικά και λοιπά πρόσθετα μέτρα επειδή εκτιμά ότι η ανάπτυξη που έρχεται θα είναι τόσο ισχυρή που θα καταστήσει εφικτή την παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων άνω των 6 δισ. ευρώ ετησίως από το 2018 και μετά. Κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει σήμερα ότι ψεύδεται για κάτι που δεν έχει συμβεί ακόμη, παρότι όλοι, πρωτοστατούντος του ΔΝΤ που εμμένει σε μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5%, θεωρούν ανέφικτους τους στόχους. Εξ’ ου και η επιμονή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υπάρχουν διαφόρων ειδών «κάβες» μέτρων μέτρα για την περίπτωση αποτυχίας η οποία –με βάση τις προβλέψεις για τη σφαγή που θα γίνει στον ιδιωτικό τομέα με την εφαρμογή των νέων συντελεστών εισφορών και φόρων- και την παντελή απουσία ενός αναπτυξιακού σχεδιασμού για την επόμενη μέρα, θωρείται από πολλούς προδιαγεγραμμένη. Το ίδιο κείμενο συμφωνίας είναι έτσι διατυπωμένο άλλωστε που να αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα για διαρκή λήψη μέτρων.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι ποιο θα είναι το είδος των μέτρων που θα επιλέγονται από τώρα και στο μέλλον για να κλείνουν οι τρύπες. Εκεί θα δοθεί πλέον μάχη, στο μίγμα των μέτρων μεταξύ δαπανών και νέων φόρων, την ώρα που έχει ανοίξει πλέον για τα καλά η συζήτηση για περικοπές μισθών και συντάξεων στο Δημόσιο. Η κυβέρνηση προωθεί μεν έναν μηχανισμό που προβλέπει δυνητικές πρόσθετες περικοπές τις οποίες για ευνόητους λόγους δεν επιθυμεί να αποσαφηνίσει, αλλά συνεχίζει να ρίχνει το βάρος στην λήψη ακόμη περισσότερων άμεσων και έμμεσων φόρων. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης ήταν σαφής χθες στη Βουλή όταν είπε ότι η «μείωση της φορολογίας σημαίνει νέα ελλείμματα και συρρίκνωση του κοινωνικού κράτος».
Εξίσου σαφής ήταν και η επικεφαλής του ΔΝΤ Κ. Λαγκάρντ όταν στην επιστολή της αμφισβήτησε τα κάθε είδους έκτακτα προσωρινά μέτρα και ανέδειξε τις «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» στο Δημόσιο. Δηλαδή στις περαιτέρω αλλαγές (περικοπές) του συνταξιοδοτικού συστήματος και στη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης.
Το παράδοξο είναι πως η κυβέρνηση αντί να υιοθετήσει τη θέση του ΔΝΤ για μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 1,5%, συμφωνεί με τους ευρωπαίους εταίρους στο 3,5% για να έχει το «πάτημα» να διαπραγματεύεται μείωση του χρέους. Έτσι, όμως, στρώνει το έδαφος για διαρκή λιτότητα.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η νέα καταιγίδα των μέτρων που ξεκίνησε με το τρίτο μνημόνιο ως συνέχεια των μνημονίων Ι και ΙΙ ανεβάζοντας ήδη τον συνολικό λογαριασμό κοντά στο 70 δισ. ευρώ, έχει ακόμη πολύ νερό να ρίξει.