Είναι καιρός ίσως να βάλουμε ένα τέλος στο μύθο για τη δημόσια περιουσία, την αξία της και τη διαχείρισή της από το ελληνικό δημόσιο. Και να ξεσκεπάσουμε τις υποκριτικές πολιτικές οιμωγές για την παράδοσή της σε ξένα χέρια μέσω του Ταμείου, που ψήφισε προχτές η κυβερνητική πλειοψηφία.
Οι εκπρόσωποι του ελληνικού λαού στο κοινοβούλιο είναι οι τελευταίοι που έχουν δικαίωμα να μιλάνε και να υπερασπίζονται αυτή την περιουσία. Επειδή, είναι και οι τελευταίοι που φρόντισαν ποτέ γι αυτήν, ενώ αντιθέτως, είναι οι πρώτοι που την έχουν αφήσει απαξιωμένη εδώ και δύο αιώνες, όταν δεν την έχουν απαξιώσει κατά καιρούς με τις διεφθαρμένες πολιτικές τους. Διακομματικά κι όλας.
Δυσκολεύεται κανείς να απαριθμήσει τον αναξιοποίητο πλούτο αυτής της πανέμορφης χώρας, αυτού του ευλογημένου τόπου της Γης, που είχε την ατυχία να πέσει στα χέρια αυτών που τη διαχειρίζονται.
Κλαίνε και οδύρονται εδώ και λίγες μέρες πολιτικοί και πολίτες από κάθε πολιτική και ιδεολογική σκοπιά για την εκποίηση των δημόσιων αγαθών, είτε πρόκειται για εταιρίες, είτε για πλουτοπαραγωγικές πηγές, είτε για φιλέτα γης και θάλασσας.
Υποκρισίες! Το κράτος έχει σχεδόν 200 χρόνια ζωής εδώ. Και οι ελεύθεροι πολίτες άλλα τόσα. Στα λίγα χρόνια που ζω και στα πολλά που έχω μελετήσει δεν έχω δει κανέναν, με εξαίρεση την πρώτη περίοδο Καραμανλή πριν το 1961, να δίνει δεκάρα τσακιστή για την αξιοποίηση αυτού του πλούτου.
Ο υπόγειος πλούτος της χώρας σε μέταλλα και σπάνια στοιχεία υπήρξε στο μεγάλο του όγκο είτε αντικείμενο ολιγοπωλίων, με προνομιακές λεόντειες συμφωνίες μεταξύ ισχυρών επιχειρηματιών και ανίσχυρων οσφυοκαμπτών πολιτικών, είτε θαμμένος και ανεκμετάλλευτος, παρά τις χιλιάδες σελίδες του ΙΓΜΕ (Ινστιτούτο Γεωλογικών Ερευνών), των Ελλήνων Μεταλλειολόγων και ελάχιστων εκθέσεων των αρμόδιων υπηρεσιών.
Οι ενεργειακές πηγές της χώρας, είτε σε μεταλλεύματα, είτε σε υδρογονάνθρακες, είτε σε ανανεώσιμες πηγές, είτε σε εναλλακτικές μορφές είναι, μετά από δεκαετίες που ανθούν έξω από δω, σε νηπιακή κατάσταση όταν δεν είναι προνομιούχα μονοπωλιακές και όταν δεν λειτουργούν σε βάρος εκείνων που τόλμησαν να επιχειρήσουν σ αυτές.
Οι μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις, που θα μπορούσαν να ανθούν και να αποδίδουν στον ελληνικό λαό πλούτο, δεν είναι παρά χοάνες κομματικών διορισμών και κατασπατάλησης του δημόσιου χρήματος. Για να θυμηθώ μόνο την Ολυμπιακή, την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, την Ελληνική Βιομηχανία Όλων, την Πυρκάλ, τα Ναυπηγεία, τα κρατικά λιμάνια ΟΛΠ και ΟΛΘ, τα κρατικά αεροδρόμια, τις εταιρίες που εκμεταλλεύονται όλα τα αρχαία της χώρας, τις εταιρίες Ολυμπιακών Ακινήτων και ακινήτων-φιλέτων του αιγιαλού και της ενδοχώρας, τα δεκάδες εγκαταλελειμμένα κρατικά εργοστάσια και ακίνητα μέσα κι έξω από τις πόλεις, σε περιοχές που ξένα κράτη και επενδυτές θα τα είχαν κάνει μηχανές παραγωγής χρήματος.
Ο δασικός πλούτος σε επίπεδο βιομηχανικής, τουριστικής, ερευνητικής εκμετάλλευσης είναι απών, αφού βρίσκεται, όπως και όλη η χώρα στα νύχια αδιάφορων και οκνηρών διαχειριστών στην πλειοψηφία τους, όταν δεν αρμέγεται και δεν καταστρέφεται με εγκατάλειψη και φωτιές από οργανωμένα συμφέροντα, διαπλεκόμενα με την κρατική καμαρίλα ή ανεξέλεγκτα από την απουσία ουσιαστικής φύλαξης και ελέγχου.
Η ομορφιά του ελληνικού χώρου με τις θάλασσες και τη μαγευτική ανθρώπινη ενδοχώρα, που θα μπορούσε να είναι πόλος έλξης εκατομμυρίων τουριστών και περιηγητών 12 μήνες το χρόνο, βρίσκεται στην πλειοψηφία του σε πρωτόγονη τουριστική κατάσταση, σε επίπεδο νοικιαζόμενου κακού δωματίου και άθλιας χωριάτικης σαλάτας, χωρίς σοβαρό προγραμματισμό και συντονισμό μεταξύ των Νομών της χώρας και χωρίς κεντρικό σχεδιασμό και σοβαρό συντονισμό μεταφορικών και επικοινωνιακών υπηρεσιών και χωρίς εξειδίκευση τομέων αξιοποίησης του μοναδικού αυτού πλούτου. Όσοι έχουν ταξιδέψει σε Ευρώπη, Αφρική, Ασία και Αμερική ξέρουν καλά για τι πράγμα μιλάω.
Η δημόσια περιουσία, που είναι ο πλούτος όλων των Ελλήνων αδιακρίτως, καρκινοβατεί ανάμεσα:
-στην εγκληματική κομματική και ωχαδερφίστικη διαχείριση του ελληνικού κράτους
-στην εγκληματική ατομικίστικη διεφθαρμένη διαχείριση της τοπικής αυτοδιοίκησης και
-στην ωχαδερφίστικη αδιαφορία των πολιτών, που δεν έχουν εκπαιδευτεί από το κράτος τους να είναι φύλακες και εκμεταλλευτές της ίδιας τους της περιουσίας. Αντίθετα, το κράτος τους εκπαιδεύει να αδιαφορούν για ο,τιδήποτε δεν αφορά τον στενό εαυτούλη τους. Να διαπλέκονται και να ρουσφετολογούν. Χωρίς να σκέφτονται ότι αυτός ο εαυτούλης θα ευημερεί αληθινά αν οι ίδιοι φροντίζουν τη δημόσια περιουσία τους όπως φροντίζουν και την ατομική.
Κατέγραψα λίγα μόνο από αυτά που αποτελούν δημόσιο πλούτο. Και που με την υπογραφή της κυβέρνησης προχτές μπορούν να παραδίνονται σε ξένη διαχείριση. Που λέει φωναχτά έξω από δω ότι οι Έλληνες είναι ανίκανοι να διαχειριστούν το ίδιο τους το σπίτι.
Δεν είναι σημερινό το φαινόμενο. Όπως έγραψα ήδη οι ελληνικές κυβερνήσεις σκυλεύουν το σώμα της πατρίδας των Ελλήνων εδώ και πολλά χρόνια. Και είναι και οι τρείς παράγοντες που προανέφερα υπεύθυνοι, που αυτό το διαμάντι της Γης αντί να είναι η Γη της Επαγγελίας, όπως μπορεί, γίνεται τροφή για ξένα όρνια.
Ήδη εχτές ο Πιτέλα υμνούσε την ομορφιά των Τεμπών προαναγγέλλοντας το ενδιαφέρον για την αξιοποίησή τους. Έχετε πάει στα Τέμπη; Θλίψη και εγκατάλειψη στον παράδεισο της Θεσσαλίας!
Δε φταίνε τα ξένα όρνια, που θα πλουτίζουν από τις ομορφιές, αλλά και από τις δυνατότητες της παραγωγικής Ελλάδας που θα αγοράσουν κοψοχρονιά. Θα φταίνε οι εγκληματικοί κυβερνήτες της χώρας διαχρονικά και οι παραδομένοι στον ατομικισμό τους έρμοι κάτοικοι, που θα βλέπουν τις ξένες εταιρίες να πλουτίζουν από τον δικό τους πλούτο, που άφησαν ανεκμετάλλευτο.
Και θα είναι οι κάτοικοι αυτής της χώρας απλώς φτηνοί εργάτες στις επιχειρήσεις εκείνων. Και μικρομεσαίοι τσανακογλύφτες. Αντί για ελεύθεροι πολίτες θα είναι στην ουσία δουλοπάροικοι. Υπαλληλάκια σε ξένους. Αυτοί, που έχουν το προνόμιο να διαβάζουν αν ήθελαν τους αρχαίους κλασσικούς στο πρωτότυπο. Που έγραφαν πριν 2500 χρόνια: «Όποιος χρεώνεται γίνεται δούλος του πιστωτή του.»
Και το προνόμιο να διαβάζουν στο πρωτότυπο τον πιο σύγχρονο ποιητή:
«Όσοι το κραταιόν χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται
δεσμόν δουλείας ας έχωσιν. Θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία»
Πούν’ τες αυτές οι δύο.
Γ. Παπαδόπουλος-Τετράδης
liberal.gr