Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό παιδάκι που αγαπούσε τα παιχνίδια και συνήθως και το φαγητό. Δεν έκανε τίποτε άλλο από το να παίζει συνεχώς και να τρώει. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν ο μολυβένιος στρατιώτης αλλά και κάθε τι που φορούσε στολή παραλλαγής. Ήταν αυτό που λέμε «από παιδί στρατόκαβλος». Μόνο που η αγάπη του για τον στρατό ήταν εκ του μακρόθεν. Ποτέ του δεν επέδειξε ηγετικές τάσεις ή τουλάχιστον μια αίσθηση πως είναι ατρόμητος και θα ριχτεί στη μάχη. Απλά έπαιζε τα παιχνιδάκια του κι… έτρωγε. Το στρουμπουλό αγόρι είχε κι ένα άλλο «κουσούρι». Αγαπούσε τις θεωρίες συνωμοσίας. Έβλεπε π.χ. τις γραμμές που άφηναν τα αεροπλάνα και κρυβόταν στο καταφύγιο του σπιτιού του για να γλιτώσει το «ψέκασμα».
Άκουγε για κάποια CIA, για κάποια NSA, MΙ6, για Μοσάντ ή ακόμη και για ΚΥΠ και… σεληνιαζόταν. Κάτι πάθαινε το κακόμοιρο το παιδάκι. Φοβόταν πως όταν πήγαινε στην παιδική χαρά τον παρακολουθούσαν ή όταν έτρωγε κανένα χάμπουργκερ πως είχε μέσα δηλητήριο διότι κάποιοι ήθελαν να τον σκοτώσουν. Από μικρός κυκλοφορούσε με πλαστικό πιστόλι γιατί νόμιζε ότι τον προστάτευε από το κακό. Τα παιδιά της γειτονιάς τον έβλεπαν συχνά να κάνει κωλοτούμπες, να κρύβεται πίσω από κολώνες, να περπατά σκυφτός λες και κυνηγούσε τον εχθρό. Σε κάθε σκιά, σε κάθε θόρυβο, σε κάθε θρόισμα φύλλων το παιδάκι… αλαφιαζόταν. Τον πήγαν οι δικοί του στους καλύτερους γιατρούς αλλά τίποτε. Ήταν γενετικό το πρόβλημα, είχε «πετριά» που λέγανε και στα χωριά.
Το παιδάκι μεγάλωσε και πέτυχε στη ζωή του χωρίς να δουλέψει ούτε μια ώρα επιβεβαιώνοντας αυτό που πολλοί πιστεύουν για την Ελλάδα. Ότι δηλαδή δίνει και στους… αλαφροΐσκιωτους την ευκαιρία να ανελιχθούν.
Το παιδάκι έφαγε πολλά γιαούρτια, έφαγε και πολλά μπριζολίδια, ήπιε και πολλά ουισκάκια κι έγινε ένας «λεβέντης» μέχρι εκεί πάνω και… μέχρι εκεί πέρα. «Ντουλάπα» τους λένε στο χωριό μου αλλά χωρίς τη δύναμη, μόνο τον όγκο. Μεγάλωσε αλλά μυαλό δεν έβαλε, πάντα αλαφροΐσκιωτος και γιατί να αλλάξει άλλωστε. Πέτυχε στη ζωή του, τα ’φερε η τύχη να γίνει ισχυρός. Είχε και ισχυρούς φίλους, στο φως και στο σκοτάδι, και δεν χρειάστηκε ποτέ να πιει το… κώνειο του Σωκράτη γιατί ο Σωκράτης τα αγαπούσε τα αλαφροΐσκιωτα.
Αυτός ο υπερφυσικός μπεμπές ή μπούλης κατά το κοινώς λεγόμενον, ήταν η απόδειξη ότι η χώρα αυτή βουλιάζει. «Μα πως είναι δυνατόν ένα βαρεμένο παιδάκι χωρίς να έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του να έχει γίνει μεγάλος και τρανός κι εμείς με δεκάδες πτυχία και ώρες δουλειάς να ψωμοζούμε» αναρωτιόντουσαν τα Ελληνόπουλα της προκοπής; Αλλά ποιος να δώσει την απάντηση στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας;
Το παιδάκι όσο κι αν μεγάλωσε ένα δεν κατάφερε να βγάλει από πάνω του. Τη δειλία. Ακόμη κι όταν τον κυνηγούσαν να του τις βρέξουν ή να του κατεβάσουν τα παντελόνια το παιδάκι, μεγάλο πια, έτρεχε να κρυφτεί αντί να τους αντιμετωπίσει σαν άντρας. Αλλά ποτέ το παιδάκι αυτό δεν έγινε άντρας ήταν πάντα ένα παιδάκι που έπαιζε με τα στρατιωτάκια, τους κατασκόπους και τους ήρωες γιατί δεν μπορούσε να είναι τίποτε από όλα αυτά.
Πάντα αγαπούσε τις στολές και τα σιρίτια, πάντα ήθελε να γίνει στρατηγός αλλά ποτέ του δεν κατάφερε να γίνει ούτε υποδεκανέας. Έτσι τα φέρνει η άτιμη η ζωή. Τα κόμπλεξ του μικρού παιδιού να μείνουν κι όταν μεγάλωνε να γίνουν επικίνδυνα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που όσο βαρύς κι αν είναι, όσο μεγάλη κι αν είναι η σκιά του πάντα θα χαρακτηρίζεται «νούμερο». Όχι το νούμερο της σκοπιάς που δεν έκανε ποτέ. Αλλά εκείνα τα «νούμερα» που στην πραγματική ζωή επιβραβεύονται σε βάρος των σοβαρών ανθρώπων. Έσονται πρώτοι οι τελευταίοι και τα «νούμερα» ηγέτες που θα έλεγε και ο λαός.
Όμως, έχει ο καιρός γυρίσματα και ο μπούλης που έμεινε πάντα παιδάκι στο μυαλό θα τιμωρηθεί για τις αταξίες του. Όχι γιατί έμεινε παιδάκι. Αλλά γιατί τα κόμπλεξ του τον κατέστησαν επικίνδυνο παίχτη με «βρώμικα» όπλα.
Η ώρα πλησιάζει. Και τα ελικοπτεράκια έρχονται...