Του Στέλιου Συρμόγλου
...Λένε κάποιοι, μάλλον οι ολίγιστοι. Οι πολλοί ενσυνείδητα ή και ασυνείδητα, ανίκανοι να ισορροπήσουν μεταξύ πλάνης και αλήθειας, εθισμένοι στη στρεβλή πραγματικότητα, δεν διστάζουν να πλαγιάσουν με το διάολο και με τον δόκτορα Φάουστο σ' όλες τις κλίνες των ωραίων εμπαιγμάτων. Και να συμβιώσουν "αρμονικά" με το μαύρο όραμα που οι ίδιοι οικοδόμησαν.
Το όραμα του θανάτου σαν κόσμου και του κόσμου σαν θανάτου. Μόνο η στιγμή που ζούμε υπάρχει για τους περισσότερους. Κι αυτή σαν κάτι φευγαλέο. Μόνο το χρόνο που ρέει από μέσα τους αισθάνονται.
Γιατί ο άνθρωπος συναπαντά συνήθως την απουσία του στην αποκτήνωση και τη γέννησή του στο θάνατο της πλαστότητας. Κι αυτή η στάση του ανθρώπου, στάση τόσο ελλείπουσα, τον οδηγεί όχι στο βάθρο της επιπολαιότητας και της ματαιοδοξίας σ' όλες τις εκφράσεις της, αλλά στο σταυρό της οδύνης. Χωρίς να χρειάζεται να γίνει ερασιτέχνης της εξομολόγησης.
Και μπροστά σ' ένα Σύμπαν που η άγνοια και η αγωνία μας το θέλουν κόσμο, η "ενημερωμένη" συνείδηση επιχειρεί να βρει το μυστικό υπαρξιακό πυρήνα, το σημείο του ανθρώπου. Αυτός ο κύκλος θανάτου και γένεσης, που μας περιέχει, ενώ φαίνεται αντιθετικός, είναι ωστόσο κύκλος, είναι ένα τι, απειλή και ζωοδότης του ανθρώπου ταυτόχρονα.
Οι τρόμοι μας είναι μέρος της διαδικασίας που μας υπερβαίνει από την άποψη του Σύμπαντος, που υποτάσσεται από την άποψη της ευθύνης. Είναι ζήτημα χρονικού μέτρου. Οπως σημασία έχει η ικανότητα του ανθρώπου να γεύεται το κακό, αλλά και να μαθαίνει ενδόμυχα πως να το αντιμετωπίζει, ολοκληρώνοντας τη δική του οντότητα και διπλή φύση, αγαθός και κακός, με τη βιβλική τους έννοια.
Η έκφραση των παραπάνω ενδόμυχων σκέψεων, η συμμετοχή μας σε μια συμπαντική προβληματική,συγκρούεται εξ' αντικειμένου με την απτή πραγματικότητα, με την ενέργεια και τον παρόντα χρόνο. Και το αίσθημα της μετάληψης στοιχείων μυστικισμού, που δεν αφήνουν τον γράφοντα αδιάφορο, μπορεί να προσκρούουν στην "ειρωνεία" κάποιων. Μια γραφίδα, ωστόσο, δεν πρέπει να περιορίζεται σε μια πρωτογενή καταχώρηση των δεδομένων της αίσθησης. Και, οπωσδήποτε, η πραγματικότητα πρέπει να υποβάλλεται στην επεξεργασία ενός δευτερογενούς συστήματος σήμανσης.