του
Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Η
πασχαλινή αναφορά του Προέδρου της
Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου ότι
«το
νόμισμα αποκτά νόημα μόνον όταν υπηρετεί
τον άνθρωπο»,
με περαιτέρω αναφορά και σε άλλα έννομα
αγαθά που εστιάζουν στην ελεύθερη
ανάπτυξη της προσωπικότητας, (αφορά
σκληρό πυρήνα της ελληνικής συνταγματικής
τάξης),
έφερε
στο προσκήνιο εξ αντικειμένου τη
διερεύνηση της έννοιας του χρήματος ως
νομίσματος και των σκοπών που αυτό
πρέπει να υπηρετεί.
Εάν
γίνει δεκτό πως το χρήμα είναι μια
«τεχνητή κοινωνική συμβατικότητα»,
τότε προδήλως έχει δίκιο ο J.K.Galbraith
(1).
Ο κορυφαίος αυτός Οικονομολόγος όταν
αναφέρεται στο πρωταρχικό ερώτημα «τι»
είναι «χρήμα»,
θέτει το ζήτημα ότι κατ’ αρχήν παραμένει
αναπάντητο το ερώτημα αυτό καθόσον: «η
οικονομική θεωρία έχει ταλαντευθεί με
το πέρασμα του καιρού στην εκτίμηση του
χρήματος σαν αιτίας ή σαν αποτελέσματος
των οικονομικών καταστάσεων».
Έτσι ο J.K.Galbraith
έθεσε το ερώτημα κατά πόσον το χρήμα
είναι η αιτία ή το αιτιατό-αποτέλεσμα
των κοινωνικών καταστάσεων. Θα μπορούσε
να υποστηριχθεί ότι είναι και τα δύο.
Επίσης
στο επίπεδο της επιστήμης της κοινωνιολογίας
δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί εάν το
χρήμα είναι «φετίχ»,
προαπαιτούμενο της «κοινωνικής δύναμης»
ή επιφαινόμενο της «κοινωνικής δύναμης».
Και πάλι στην περίπτωση αυτή μπορεί να
υποστηριχθεί ότι είναι και τα δύο.
Σε
κάθε περίπτωση δε στην οικονομική
επιστήμη υπάρχει μια «έντονη
διαφωνία»
(2)
γύρω από τον «ορισμό» του χρήματος. Στο
«τι» δηλαδή θεωρείται χρήμα. Προς την
κατεύθυνση αυτή όμως λειτουργούν δύο
βασικές προϋποθέσεις: Πρώτον,
ποιές ιδιότητες ακριβώς πρέπει να έχει
ένα «πράγμα» για να ονομαστεί χρήμα και
δεύτερον,
ποιές είναι οι λειτουργίες του χρήματος.
Ειδικότερα
στη νομική επιστήμη η έννοια του χρήματος
και κυρίως του νομίσματος (του
αναγκαστικού δηλαδή μέσου πληρωμών),
είναι απολύτως συνυφασμένη με την έννοια
της κρατικής
οντότητας.
Δηλαδή η έκδοση του χρήματος-νομίσματος
προϋποθέτει κράτος (3).
Άλλωστε: «παν
κράτος έχει χρήμα-και παν χρήμα έχει
(νομικώς) πατρίδα ωρισμένον κράτος»
. Τη δύναμή του δε το κράτος να εισάγει
νόμισμα, δεν αντλεί, παρά από τον εαυτό
του και μόνον (ει
μη εξ εαυτού).
Απορρέει δε από την εξουσία (imperium)
που αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο της
έννοιας της κρατικής οντότητας. Συνεπώς
είναι ευκόλως αντιληπτό «τι»
συνεπάγεται η ένταξη της Ελλάδας στο
ευρωσύστημα και στην ευρωζώνη. Επίσης
είναι ευκόλως αντιληπτό ότι η παλαιότερη
θεωρεία που αφορούσε στην έννοια του
νομίσματος ως «πράγματος», μεταβάλλεται
πλέον καθόσον το χρήμα αφορά «άϋλη
μορφή» ως προς την κυκλοφορία του.
- Ο Πρωταγόρας και ο Δημοσθένης
Η
προαναφερόμενη «τοποθέτηση» του Προέδρου
της Δημοκρατίας είναι προδήλως επηρεασμένη
από το σημαντικό φιλόσοφο της αρχαιότητας
τον Πρωταγόρα,
(490-420 π.Χ.) που ήταν όχι μόνο κορυφαίος
μεταξύ των σοφιστών, αλλά και ο ιδρυτής
της λεγόμενης Σοφιστικής Σχολής. Υπ’
όψιν ότι ο Πρωταγόρας ήταν σύγχρονος
του Δημόκριτου (460-370 π.Χ.) καθώς και
προσωπικός φίλος του Περικλή (495-429 π.Χ.).
Ωστόσο, για να είμαστε πιο κοντά στην
πραγματικότητα, δεν μένει παρά να
εστιάσουμε στη μοναδική ρήση του
Δημοσθένη
(384-322 π.Χ.) στον Α’ Ολυνθιακό λόγο του,
όπου κατέστη αξίωμα το ρηθέν:
«δει
δη χρημάτων, ω Άνδρες Αθηναίοι, και άνευ
τούτων ουδέν εστί γενέσθαι των δεόντων».
Ωστόσο, παρά τη θεωρία αυτή δεν μπορεί
να ευλογείται «η ασύμμετρη βουλιμία
και το βρώμικο χρήμα». Μόλις άλλωστε με
την εορτή των Παθών και της Ανάστασης,
στις Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνώσθηκε
και πάλι ότι: «Τότε
ιδών Ιούδας ο παραδιδούς αυτόν ότι
κατεκρίθη, μεταμεληθείς έστρεψεν τα
τριάκοντα αργύρια… και ρίψας τα αργύρια
ανεχώρησε, και απελθών απήγξατο…»
(4)
Αλλά
για να επανέλθουμε στο Δημοσθένη, δεν
θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι εξορίσθηκε
από την Αθήνα (324 π.Χ.) γιατί αποδείχθηκε
ότι είχε δωροδοκηθεί(!) με τα λεγόμενα
«άρπαλα χρήματα» στην προσπάθειά του
να βοηθήσει το μεγαλύτερο καταχραστή
της αρχαιότητας, τον Άρπαλο.
- οι Σχολές Σκέψης και η παγκοσμιοποίηση
Από
τότε που η παγκόσμια οικονομία πέρασε
από τον αντιπραγματισμό (π.χ.
μου δίνεις σιτάρι σου δίδω λάδι),
στην οικονομία του χρήματος, διαμορφώθηκαν
κυρίως δύο Σχολές σκέψης:
η «Νομισματική
Σχολή»
(Currency
School)
και η «Τραπεζική
Σχολή»
(Banking
School).
Τόσο
η θεωρία της Νομισματικής Σχολής όσο
και της Τραπεζικής Σχολής προϋποθέτουν
την ύπαρξη
κεντρικού χρήματος ως νομίσματος.
Ως εκ τούτου έχει τεράστια σημασία η
κεντρική προσφορά του χρήματος. Η
κεντρική όμως αυτή προσφορά του χρήματος
σήμερα στο πλαίσιο του ευρωσυστήματος,
αποτελεί προνομία της Ευρωπαϊκής
Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
Ταυτοχρόνως
όμως το ευρωσύστημα συλλειτουργεί στο
πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης
οικονομίας, που δημιουργεί νομισματικά
φαινόμενα έτσι ώστε να διαμορφώνεται
τελικώς η ανάγκη συγκρότησης μιας «νέας
Σχολής Σκέψης».
Η «νέα» αυτή «Σχολή» θα πρέπει, με την
επικουρία και νομικών, να εξηγήσει
επαρκώς και να αποκρυπτογραφήσει το
φαινόμενο ότι: «παλαιότερα
το νόμισμα κυκλοφορούσε επειδή είχε
αξία»,
ενώ στη σύγχρονη φάση της παγκοσμιοποίησης
το «χρήμα
αποκτά αξία επειδή κυκλοφορεί».
Σε «τι»
όμως διαφέρει, πέραν της προαναφερόμενης
διαφοράς ως προς στην κυκλοφορία του
χρήματος και στην αξία του, η σύγχρονη
παγκοσμιοποίηση από τις προϋπάρχουσες
παγκόσμιες εμπορικές και νομισματικές
συναλλαγές;
Η
σύγχρονη παγκοσμιοποίηση είναι η
ανάπτυξη της επικοινωνίας, η ενοποίηση
των αγορών, καθώς και η υπερεθνική
αντίληψη του «σύγχρονου καπιταλισμού»,
που έχει συμβάλει αποφασιστικώς στην
αύξηση της κινητικότητας
κεφαλαίων
και υπηρεσιών.
Είναι πρόδηλο ότι υφίσταται μια ραγδαία
αύξηση της άμεσης
επένδυσης.
Επίσης, στα πλαίσια της νέας
οικονομίας,
η δυνατότητα της επένδυσης χαρτοφυλακίου
λαμβάνει χώρα με μια χωρίς
προηγούμενο άμεση
(εντός
δευτερολέπτων)
συναλλαγή.
Οι χρηματιστηριακές συναλλαγές
συντελούνται σε μια αυτοτελή διαδικασία
και όχι κατ’ ανάγκην μέσω συσσώρευσης
κεφαλαίου, εξελίσσονται δε χωρίς την
παρεμβολή «οικονομικών»
και «κρατικών»
συνόρων. Ταυτοχρόνως, οι επενδυτικές
διαδικασίες επιταχύνουν την κινητικότητα
του κεφαλαίου και αναγορεύουν τους
θεσμικούς
επενδυτές
(δηλαδή
τις
αγορές)
σε σημαντικούς παράγοντες διαμόρφωσης
οικονομικών όρων,
ακόμη και πολιτικών εξελίξεων.
Αναντίρρητο είναι δε ότι οι χρηματιστηριακές
συναλλαγές διακινούν
με ηλεκτρονικό τρόπο
δισεκατομμύρια
χρήματος,
ενώ μόλις το 3-4%
του κινούμενου χρήματος αντιπροσωπεύει
το πραγματικό εμπόριο!
- «déjà vu» και Ελλάδα
Τα
προαναφερόμενα αφορούν καταστάσεις
που βιώνουμε από καιρό. Καταστάσεις
δηλαδή που τις έχουμε «δει»!
Αξιοπρόσεκτο είναι δε ότι στις ημέρες
μας «πέρασε» η θεωρία του «déjà
vu»
(βλ.
το ανώμαλο ρήμα της γαλλικής γλώσσας
voir).
Η έκφραση αυτή σε πιο σωστή μετάφραση
σημαίνει ότι: «το έχω (έχουμε) ήδη δεί».
Δηλαδή με την έκφραση αυτή αναφερόμαστε
στην αναπαραγωγή του ίδιου έργου.
Διατυπώνεται δε προσφάτως στη βάση ότι:
όπως η μακρόχρονη διαπραγμάτευση του
2015 κατέληξε στα γνωστά αποτελέσματα,
έτσι και η νέα μακρόχρονη διαπραγμάτευση
θα καταλήξει στα αυτά αποτελέσματα,
δηλαδή στην προσχώρηση των επιταγών
των δανειστών. Ωστόσο,
όσον αφορά στην Ελλάδα είναι δεδομένη
η ανάγκη ύπαρξης ρευστότητας.
Και τούτο γιατί υφίστανται αδήριτες
ανάγκες της ελληνικής οικονομίας που
αφορούν υποχρέωση αποπληρωμής ύψους
7,5 δις
ευρώ από
το Μάιο έως και το Δεκέμβριο του 2016, ενώ
το κυρίως βάρος αυτού του ποσού αφορά
στο διάστημα Ιουνίου-Ιουλίου. Επίσης
κάθε μήνα το κράτος πρέπει να καταβάλει
(περίπου) 1,5 δις ευρώ σε μισθούς και
συντάξεις. Τούτων δοθέντων υπάρχει ο
μέγιστος προβληματισμός ως προς τις
εξελίξεις. Οποιαδήποτε
όμως εξέλιξη που δεν θα υπηρετεί τον
άνθρωπο και την κοινωνική συνοχή, την
ανάπτυξη και την ευημερία, καθώς και το
κράτος δικαίου των κοινωνικών δικαιωμάτων
των πολιτών, δεν πρέπει και δεν μπορεί
να αποτελεί τη μόνη λύση. Και τούτο γιατί
το χρήμα πρωτίστως πρέπει να υπηρετεί
τον άνθρωπο.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1)
J.K.Galbraith,
Money
(1995), σελ. 36-37, Π.Μηλιαράκης,
Μακροσύστημα και Ευρωσύστημα (2009) σελ.
31 και επ. (2)
Βλ. Μ.Fleming,
Νομισματική Θεωρία (στα ελληνικά 1972),
σελ. 17. (3)
Βλ. Π.Μηλιαράκης,
Το Νομισματικό Σύστημα στα πλαίσια του
Οικονομικού Δικαίου (1990), σελ. 51 και επ.
(4)
Κατά Ματθαίον 27: 3-4-5
---------------------------------------------
*
Ο
Πέτρος
Μηλιαράκης
δικηγορεί
στα Ανώτατα
Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας
και στα Ευρωπαϊκά
Δικαστήρια του
Στρασβούργου
και του Λουξεμβούργου
(ECHR
και GC
- EU).