«Μιλάτε, σας ακούμε», έλεγε παλαιότερα διαφήμιση στην ελληνική τηλεόραση. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι προσπάθησε να μας περάσει ως μήνυμα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στη Βουλή, καθώς είναι η πρώτη φορά που προχώρησε σε έμμεση απολογία για όλο το πλέγμα των πεποιθήσεων και της συνεπακόλουθης ρητορικής με την οποία κατέλαβε δημοκρατικά, μέσω εκλογών, την εξουσία.
Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ήταν η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για «αυταπάτες» της κυβέρνησης και του κόμματός του, χωρίς ασφαλώς να έχει ρωτήσει τον κυβερνητικό εταίρο, τον υπερφίαλο πολιτικά πρόεδρο των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, Πάνο Καμμένο, οπότε θα έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν θα διεκδικήσει… τον χώρο του «δεξιού κέντρου»…
Με τον τρόπο αυτό θα συνεχίσει να αυτό-νομιμοποιεί την παρά –πολιτική– φύση κυβερνητική συμμαχία, με ατζέντα «αντιμνημονιακή», στο πλαίσιο της οποίας ακούστηκαν τα τόσο δημοκρατικά και πολιτικώς ευγενή «στα τέσσερα», αλλά και όλη τη ρητορική περί μνημονίων που δεν θα υπέγραφε ποτέ, για να βρεθεί σήμερα απόλυτα εκτεθειμένος, αν και δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι το κατανοεί.
Ασφαλώς βέβαια, στην αναφορά υπάρχει «πολιτικός δόλος», αφού στον ΣΥΡΙΖΑ αντιλήφθηκαν, έστω και με καθυστέρηση, ότι η σφοδρή κριτική που ακούγεται για την πλήρη αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα έχει γίνει δεκτό από την κοινωνία, ακόμα και από μεγάλο τμήμα της εκλογικής πελατείας του κόμματος.
Οπότε, το «σχέδιο Β’» αφορά στην προάσπιση αυτού του οποίου η Κουμουνδούρου εκτιμά ότι είναι ακόμα υπερασπίσιμο: Το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς! Δηλαδή, παραδεχόμενος τις «αυταπάτες», προσπαθεί να δώσει την έμφαση στο δεύτερο σκέλος της εξίσωσης, το «δεν είμαστε κλέφτες» και παλεύουμε να αποφύγουμε τρα κακά του… νεοφιλελευθερισμού.
Αυτό φάνηκε στην ομιλία, καθώς επιχείρησε να πείσει την κοινωνία, ότι η εναλλακτική που ευαγγελίζονται τα κόμματα της αντιπολίτευσης, είναι οι απολύσεις, λέγοντας ότι δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι περικοπής πλην μειώσεων μισθών και συντάξεων!
Αυτό βέβαια αποτελεί πολιτική λαθροχειρία, αφού επιχειρεί να υπερασπίσει τα προνόμια των πραιτοριανών των κομμάτων που σταδιοδρόμησαν στα διοικητικά συμβούλια των Οργανισμών (δέκα σε καθένα από τους περίπου 1.000, βολεύτηκε ο κομματικός «στρατός» του καθενός).
Αποκρύπτει επίσης, ότι αδρανεί και ανέχεται τις εκατοντάδες των Οργανισμών που αρνούνται να απογραφούν, με αποτέλεσμα το κράτος και ο φορολογούμενος να πληρώνουν, χωρίς να ξέρουν τι πληρώνουν, αντί να έχει επέμβει εισαγγελέας. Ωστόσο, απορεί κανείς για ποιον λόγο δεν προχωρά η απογραφή με τη βοήθεια των εγγραφών του προϋπολογισμού, αλλά και των εκταμιεύσεων από την Τράπεζα της Ελλάδας, ώστε να υπολογίσει κανείς τι θα εξοικονομούσε εάν καταργούσε Οργανισμούς.
Το έχουμε ξαναγράψει και δεν θα διστάσουμε να συνεχίσουμε να το λέμε. Δεν χρειάζεται να απολύσει. Οφείλει όμως να πάρει την ευθύνη να καταργήσει τους μισθούς αρκετών χιλιάδων ευρώ, επιστρέφοντας τους εργαζόμενους στα αρμόδια υπουργεία γλιτώνοντας χρήματα και από τις υπέρογκες και αδικαιολόγητες – σκανδαλώδεις μισθοδοσίες που ακόμα υπάρχουν, μαζί με τις λειτουργικές δαπάνες των Οργανισμών.
Μπορεί αρκετοί να χρειάζονται, όμως στη σημερινή συγκυρία που είσαι υποχρεωμένος να βάζεις σαφείς προτεραιότητες, αφού σε κάθε άλλη περίπτωση επιτείνεις την επιβάρυνση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα και ο λογαριασμός δεν βγαίνει ό,τι και να κάνουν, οφείλεις να αναλάβεις το κόστος κατάργησης ορισμένων, αφού προτεραιότητα έχει το να έρθει «το μαγαζί σε λογαριασμό».
Ο Αλέξης Τσίπρας, με το «αυταπάτες» χάραξε αυτομάτως μια σαφέστατη γραμμή οριστικής διαφοροποίησης με το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου και το άλλο του Παναγιώτη Λαφαζάνη, διαβιβάζοντας στην κοινωνία το μήνυμα, ότι πλέον ανήκει στον χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, οπότε πλέον θα «ψαρεύει» ψήφους στον χώρο που κινούνται το ΠΑΣΟΚ και το ΠΟΤΑΜΙ, με ό,τι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει για τα περιθώρια συνεργασίας, παρά τη φημολογία των τελευταίων ημερών…
Αυτό δε σημαίνει ασφαλώς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα σταματήσει να ρίχνει… κλεφτές ματιές στο κομματικό ακροατήριο που τον ανέδειξε πολιτικά, αυτό της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αν και αυτή η πολιτική «μαγιά» συμπληρώθηκε από το οποίο κατά κάποιον τρόπο θα επιχειρήσει να «εκπαιδεύσει», πείθοντάς το ότι τα περιθώρια ανώδυνης σχετικά διαφοροποίησης από την «κανονικότητα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μικρά…
Ταυτόχρονα, ένα «διεθνιστικό μη εθνικιστικό κίνημα» όπως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να είναι αντιευρωπαϊκό, αλλά να επιχειρεί μέσω δημοκρατικών μεθόδων να παλεύει στο πλαίσιο της ενωμένης Ευρώπης να αλλάξει όσα σήμερα ισχύουν, αφού οι πολιτικοί συσχετισμοί θα γίνονται ολοένα και περισσότερο ευνοϊκοί, όσο η κρίση θα πλήττει ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού σε όλη τη χώρα, σπρώχνοντας την Ευρώπη σε πιο «ανθρωπιστική» κατεύθυνση, μακριά από τις «απάνθρωπες συνταγές» του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε…
Με την αναφορά αυτή όμως, στην κατεύθυνση της μεταστροφής της ρητορικής του κόμματος στον δρόμο του πολιτικού ορθολογισμού, ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει δύο ακόμα στόχους. Ο πρώτος είναι ότι «κλείνει το μάτι» προς τις ευρωπαϊκές ηγεσίες, ιδίως τη γερμανική, ότι είναι ένας αξιόπιστος εταίρος που «έβαλε μυαλό» και θα συνεχίσει να κάνει ό,τι πρέπει για να διορθωθεί η κατάσταση.
Ο δεύτερος είναι ίσως ο πιο «πονηρός» στόχος: Ανοίγει τον δρόμο γι’ αυτό που γνωρίζει ότι επιθυμούν πολλοί εντός Ευρώπης αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μια κυβέρνηση καταξιωμένων τεχνοκρατών στα κρίσιμα υπουργεία, με την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους της Βουλής, ώστε να μην τίθεται θέμα επιβάρυνσης μιας μόνο πλευράς με πολιτικό κόστος.
Εάν γίνει αυτό που πρέπει, λένε στο εξωτερικό, το να ενισχυθούν αντισυστημικά κόμματα όπως του Λαφαζάνη και της Κωνσταντοπούλου, καθώς επίσης και οι «έξαλλοι» της Χρυσής Αυγής, είναι το μικρότερο κακό που μπορεί να συμβεί, ενώ ευελπιστούν ότι τα θεαματικά αποτελέσματα στην οικονομία που θα μπορούσαν να επιτευχθούν, θα απομακρύνει την κοινωνία από «ακραίες επιλογές». Ιδίως εάν αποφασίσουν να στηρίξουν τέτοια προσπάθεια…