Κάθομαι αναπαυτικά στο κάθισμά μου με τα μάτια κλειστά. Σκέφτομαι ότι σε λίγο καιρό θα κλείσω τα πέντε χρόνια ενήλικης ζωής στη Γερμανία. Συχνά διαβάζω στον ελληνικό τύπο και ακούω από φίλους σχόλια θαυμασμού για αυτή τη χώρα. Ίσως και λίγη από τη ζήλια του φτωχού συγγενή. Άλλοτε πάλι διαβάζω σχόλια θυμού και αγανάκτησης για την αποικιοκρατική αντιμετώπιση της Ελλάδας από τη Γερμανία. Βρίσκω κι εδώ λίγη από την πικρία του φτωχού συγγενή.
Ζω στην επαρχία. Σε μια συντηρητική γερμανική επαρχία που δεν έχει αλλάξει από τότε που ήμουν έξι χρονών και πρωτοπάτησα τα χώματά της. Με τα δέντρα και τους θάμνους στοιχισμένα στη σειρά, τις αγέλαστες καθωσπρέπει νοικοκυρές με το καλαθάκι στη λαϊκή, το κρεοπωλείο που σερβίρει φθηνό και άφθονο φαγητό από τις 11:30, τις παιδικές χαρές –πιο ήσυχες και από νεκροταφείο–, τους εργαζόμενους-μυρμήγκια και τους μετανάστες που ελπίζουν να ζήσουν το ευρωπαϊκό τους όνειρο.
Είναι μια πλούσια χώρα. Το βλέπεις στο κάθε σου βήμα. Είναι μια οργανωμένη χώρα. Με αυστηρούς και, κυρίως, με σαφείς κανόνες. Τα πάντα είναι μετρήσιμα. Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι έχουν την εξουσιοδότηση να μετρούν. Να μετρούν τα λεπτά σου, τις ανάσες σου, την απόδοσή σου, τα έξοδά σου, τις ημέρες ασθενείας σου και τις εκπομπές των ρύπων σου. Όλα αυτά δηλαδή που τόσο μας λείπουν στην Ελλάδα.
Αυτό, όμως, που με εντυπωσιάζει περισσότερο δεν είναι ότι μετράνε, αλλά ότι υπακούν στις μετρήσεις. Είναι σαν οι αριθμοί να είναι πάνω από τον άνθρωπο, οι αριθμοί να ορίζουν τις δράσεις, οι αριθμοί να διαφεντεύουν τη ζωή. Κι είναι σαν όλοι, ή τουλάχιστον η κρίσιμη μάζα, να υπακούν τυφλά στην ιεραρχία. Αυτή είναι η λέξη-κλειδί. Υπακοή. Υπακοή στον προϊστάμενο και υπακοή στο νόμο. Μα πάνω απ’ όλα στους αριθμούς. Με εντυπωσιάζει κάθε μέρα όλο και περισσότερο το πόσο υποτακτικοί είναι οι Γερμανοί απέναντι στους αριθμούς. Με εντυπωσιάζει το πόσο ισχυρή αποδοχή βρίσκει στον απλό πολίτη και εργαζόμενο η ιεραρχία. Πόσο την πιστεύει. Θα έλεγε κανείς πως πρόκειται για την ιδανική πολιτεία όπου οι πιο ικανοί και άξιοι κατέχουν τις κρίσιμες θέσεις. Ίσως. Σίγουρα οι προϊστάμενοι επιλέγονται με βάση και τα τυπικά τους προσόντα. Όμως αυτό δε φτάνει. Είναι κι εδώ, όπως και σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία που σέβεται τα προσχήματα, οι φίλοι κι οι δικοί τους άνθρωποι που έχουν το γκουβέρνο. Μην κοιτάς που εμείς στην Ελλάδα δυσκολευόμαστε να κρατήσουμε τα προσχήματα. Κι έτσι η απορία μου γι’ αυτή τη σχεδόν έμφυτη επιθυμία για υπακοή με ταλανίζει. Φαντάζομαι τον Έλληνα υπάλληλο να προσπαθεί να υποταχθεί στην ιεραρχία. Θα τη δεχτεί στην αρχή, θα καταπιεί την πρώτη διαφωνία, θα αφρίσει στη δεύτερη, ίσως κοκκινίσει και ξεροκαταπιεί στην τρίτη, πάντως στο τέλος μάλλον θα ξεσπάσει και θα κλείσει με θόρυβο την πόρτα πίσω του. Λύτρωση.
Με εντυπωσιάζει επίσης πόσο αναλυτικοί στη σκέψη είναι οι Γερμανοί. Για χρόνια πίστευα ότι το μεγάλο μου επαγγελματικό προσόν ήταν η αναλυτική και λογική μου σκέψη, μέχρι που έφτασα εδώ. Όπου και ο τελευταίος υπαλληλίσκος έχει αναλυτική και λογική σκέψη. Και κατάλαβα ότι δεν είναι αυτή η ιδιότητα που θα μας καταστήσει ικανούς ή θα μας οδηγήσει στις σωστές επιλογές, αλλά το περιεχόμενό μας και η καρδιά μας. Τουλάχιστον εμάς τους Ευρωπαίους Ανατολίτες.
Το χειρότερο δε είναι που δυσκολεύομαι να κάνω φιλίες. Και αντί η απόσταση να μικραίνει μέρα με την ημέρα, εκείνη παγιώνεται. Και δε φταίει η καταραμένη μα όμορφη γλώσσα. Φταίει η θάλασσα και ο ήλιος που κουβαλάω μέσα μου, και οι φωνές και οι στριγγλιές και τα γέλια. Και το «άσε με βρε αδερφέ τώρα, πάμε για κανένα ούζο και το βλέπουμε αργότερα». Ή το «δώσε ένα χεράκι να τελειώσουμε, να μη μας πάρει η νύχτα». Και τα χρώματα τα μπλε, τα κίτρινα και τα πράσινα που λάμπουνε στο φως του νότου. Και οι μυρωδιές από πεύκο, δεντρολίβανο και ρίγανη.
Αναταράξεις πάνω από το Ελ. Βενιζέλος. Το στομάχι μού ανεβαίνει στο στόμα και ανοίγω τα μάτια μου. Λίγα μέτρα μας χωρίζουν από τη νυχτερινή Αθήνα. Ο πιλότος προσγειώνει το αεροπλάνο σα φτερό παρά τον αέρα κι εγώ περιμένω υπομονετικά τη σειρά μου για την έξοδο.
Σέρνω μηχανικά τη βαλίτσα μου μαζί με όλους τους άλλους και κατευθύνομαι στην πιάτσα των ταξί. Με το που βγαίνω από το κτίριο του αεροδρομίου, μια μυρωδιά θαλασσινού αέρα ανάμικτη με καπνό τσιγάρων και εξατμίσεις πετρελαίου με κατακλύζει. Στέκομαι στην ουρά. Ευτυχώς είναι μικρή. Έρχεται το ταξί μου. Σταματάει, και ένα ευγενικό παλληκάρι βάζει τη βαλίτσα μου στο πορτμπαγκάζ. Με ρωτάει πού πηγαίνουμε. «Εκεί που ανήκουμε», του λέω. «Μουσικούλα;» με ρωτούν τούτη τη φορά τα χαμογελαστά του μάτια. Και βάζει μπροστά τη μηχανή.