Η πολιτική λιτότητας είναι μία σαθρή
δικαιολογία ενός νέου μοντέλου κοινωνικής αποδιοργάνωσης που επιβάλλεται
από τους ελίτ, με στόχο τη συγκέντρωση πλούτου – γεγονός που θα
οδηγήσει στην κατάρρευση του καπιταλισμού και στο χάος
..«Οι τραπεζίτες, καθώς επίσης οι πολυεθνικές μονοπωλιακές επιχειρήσεις έχουν κατά μία ορισμένη έννοια καταστρέψει τον καπιταλισμό. Υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, οι οποίοι είναι απαραίτητοι για μία λειτουργική και αποτελεσματική οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Οι άνθρωποι αυτοί υπονομεύουν τους κανόνες….. Η πολιτική λιτότητας, η οποία εφαρμόζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι υπεύθυνη για την απώλεια δισεκατομμυρίων δολαρίων» (J. Stieglitz).
Άρθρο
Είναι αναμφίβολο το ότι ο νεοφιλελευθερισμός, έτσι όπως επιβλήθηκε τη δεκαετία του 1980 από την αγγλοσαξονική σχολή, μέσω της M. Thatcher και του R. Reagan, είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή του συστήματος της ελεύθερης αγοράς
– γεγονός που δυστυχώς αδυνατούν να αντιληφθούν οι φιλελεύθεροι,
ιδιαίτερα στην Ελλάδα, οι οποίοι «ονειρεύονται» τον εφιάλτη που ξεκίνησε
στις Η.Π.Α. το 1980.
Πρόκειται ασφαλώς για μία θλιβερή
ανοησία η οποία, χωρίς να είναι κακοπροαίρετη, δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της
την ήδη υπάρχουσα εμπειρία – σύμφωνα με την οποία οι Η.Π.Α., για παράδειγμα, θα είχαν προ πολλού χρεοκοπήσει λόγω της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής, εάν δεν είχαν το μοναδικό στον πλανήτη προνόμιο να τυπώνουν χαρτιά (δολάρια), για να εξυπηρετούν τις υποχρεώσεις τους.
Περαιτέρω αναρωτιέται κανείς γιατί προκλήθηκε αυτή η καταστροφή την οποία, με αφετηρία το 2008, θα πληρώνουμε για πολλές δεκαετίες
– ενώ μπορεί να μας οδηγήσει από την πλήρη κατάρρευση του συστήματος
έως τον πυρηνικό πόλεμο. Εν προκειμένω, υπάρχουν πολλοί λόγοι, οι οποίοι
μπορούν να βρεθούν.
Για παράδειγμα, το ότι ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μίας πολυεθνικής κερδίζει σήμερα έως και 300 φορές περισσότερα, από έναν απλό εργαζόμενο.
Πως οι μέτοχοι των επιχειρήσεων θέλουν να εισπράττουν συνεχώς πιο πολλά
κέρδη (μερίσματα), αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο – οπότε δεν γίνονται
επενδύσεις με μακροπρόθεσμη ωφέλεια για το κοινωνικό σύνολο σε
υποδομές, σε μηχανήματα, στην έρευνα κοκ.
Για να μην αναλωθούμε σε περισσότερα παραδείγματα, αυτό που καταστρέφει το σύστημα της ελεύθερης αγοράς είναι η ανισότητα
– η οποία είναι υπεύθυνη για τη συνεχή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης στις
ανεπτυγμένες χώρες μετά τη χρυσή εποχή (1945 – 1975), κάτι που
συμβαίνει σήμερα και στις αναπτυσσόμενες.
Η ανισότητα, η μη ισορροπημένη
δηλαδή αναδιανομή των εισοδημάτων, περιορίζει τη ζήτηση, μειώνει την
παραγωγικότητα, υποβαθμίζει την εκπαίδευση, αντικαθιστά τους
εξειδικευμένους εργαζόμενους με ανειδίκευτους, δημιουργεί συνθήκες
ανάγκης, εξαθλιώνει τις μάζες, προκαλεί προβλήματα στη σωματική και ψυχική υγεία, διαλύει οικογένειες, χρεοκοπεί κράτη κοκ.
Από την άλλη πλευρά, οι πλούσιοι
γίνονται πλουσιότεροι (γράφημα), αυξάνουν την επιρροή τους, χρηματίζουν
τους πολιτικούς και εξαγοράζουν το δημόσιο τομέα (ιδιωτικοποιήσεις
των κοινωφελών επιχειρήσεων, των στρατηγικών, της παιδείας, της υγείας,
της ασφάλειας κοκ.), χωρίς όμως να δημιουργούν κάτι παραγωγικό – ενώ
ταυτόχρονα ελαχιστοποιούν τις επενδύσεις και περιορίζουν μαζικά τις
θέσεις εργασίας.
.
Με απλά λόγια, αφού εξαγοράσουν σε εξευτελιστικές τιμές τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων και υπηρεσιών τους, μειώνουν τις επενδύσεις, απολύουν προσωπικό και κλιμακώνουν τα κέρδη τους – μία σίγουρη συνταγή, εις βάρος φυσικά του κοινωνικού συνόλου, το οποίο αντιμετωπίζουν μόνο ως καταναλωτικό κοινό.
Στα πλαίσια αυτά η πολιτική λιτότητας
είναι μία σαθρή δικαιολογία ενός νέου μοντέλου κοινωνικής αποδιοργάνωσης
που επιβάλλεται από τους ελίτ, με στόχο τη συγκέντρωση ακόμη
μεγαλύτερου πλούτου – κάτι που όμως τελικά θα οδηγήσει στην κατάρρευση του καπιταλισμού,
στην απόλυτη καταστροφή και στο χάος. Οι ελίτ αυτές είναι χώρες, όπως η
Γερμανία στην Ευρωζώνη, τράπεζες, επιχειρήσεις και ιδιώτες επενδυτές –
ενώ θύματα τους είναι όλοι οι υπόλοιποι.
Η συνταγή της καταστροφής
Συνεχίζοντας, σε ολόκληρη την Ευρώπη οι κυβερνήσεις διακηρύσσουν το ίδιο ακριβώς: Οι προϋπολογισμοί πρέπει να εξυγιανθούν, οπότε πρέπει να μειωθούν οι μισθοί, οι συντάξεις, το κοινωνικό κράτος ή/και να ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα.
Παράλληλα εκτοξεύονται τα κέρδη των πολύ μεγάλων και ουσιαστικά μονοπωλιακών επιχειρήσεων – μεταξύ άλλων με τη μέθοδο της νόμιμης φοροδιαφυγής μέσω της χρήσης των φορολογικών παραδείσων,
όπου όλοι οι υπόλοιποι, το 99,9%, καλούνται να αναπληρώσουν τους
διαφυγόντες φόρους, με συνεχώς αυξανόμενους φορολογικούς συντελεστές,
ενώ κλείνουν όλο και πιο πολλές μικρομεσαίες εταιρίες.
Οι αιτιολογίες αυτής της πολιτικής δεν είναι συνήθως μόνο ασαφείς και συγκεχυμένες αλλά, επίσης, βασίζονται σε οικονομικές θεωρίες, οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, όταν ο πρωθυπουργός της Βρετανίας Clement Attlee (1945 –
1951), μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο ίδρυσε την εθνική υπηρεσία υγείας
(NHS), κατασκευάζοντας πάνω από 1 εκ. καινούργιες κατοικίες, εκ των
οποίων το 80% ήταν εργατικές, το δημόσιο χρέος της χώρας άγγιζε το 225%
του ΑΕΠ της.
Σήμερα το δημόσιο χρέος της Βρετανίας
είναι στο 90%, αλλά δεν διενεργούνται σχεδόν καθόλου κρατικές επενδύσεις
«κοινωνικού περιεχομένου» (κατοικίες, υγεία, παιδεία) – παρά το ότι
όλοι γνωρίζουν πως έχουν πάρα πολλά παράπλευρα οφέλη, ενώ προκαλούν ταυτόχρονα αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης, μέσω της οποίας επιβοηθείται ο ιδιωτικός τομέας που με τη σειρά του διενεργεί επενδύσεις κοκ.
Κάτι ανάλογο ισχύει επίσης στη Γερμανία η οποία, ενώ
παράγει τεράστια πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της,
εφαρμόζει την ίδια ακριβώς περιοριστική πολιτική λιτότητας – χωρίς καθόλου επενδύσεις στις απαρχαιωμένες υποδομές της ή σε άλλου είδους έργα κοινωνικής ωφελείας.
Την ίδια στιγμή διασώζει τράπεζες, επιδοτεί κρυφά τις μεγάλες βιομηχανίες της κοκ. – μειώνοντας τους μισθούς (οι κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας πλησιάζουν τα 10 εκατομμύρια),
περιορίζοντας το κοινωνικό κράτος και συνεχίζοντας να αυξάνει τους
φόρους, καθώς επίσης εντείνοντας τις φορολογικές επιδρομές.
Η σημασία του κράτους προνοίας
Περαιτέρω, η οικοδόμηση του κράτους
προνοίας ήταν μία «επένδυση», η οποία είχε πολύ μεγάλη σημασία στην
εξέλιξη του καπιταλισμού, της ελεύθερης αγοράς. Δεν επρόκειτο ποτέ για
μία «πολιτική διευθέτηση», σκοπός της οποίας ήταν να μειώσει τις
αντιδράσεις των συνδικάτων και των εργαζομένων. Ο πραγματικός στόχος του κοινωνικού κράτους δεν ήταν αυτός, αλλά η στήριξη της ελεύθερης αγοράς – ενώ χωρίς το κράτος προνοίας δεν θα είχε γίνει εφικτή η χρυσή τριακονταετία (1945 – 1975).
Σε καμία εποχή πριν ή μετά από τα
τριάντα αυτά χρυσά χρόνια, δεν είχε ευημερήσει σε τέτοιο βαθμό ο
καπιταλισμός – ενώ αποτελεί μύθο το ότι, η πρόοδος ήταν το αποτέλεσμα
της «δημιουργικής καταστροφής» του πολέμου που προηγήθηκε. Οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στην οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, προς όφελος της πλειοψηφίας των ανθρώπων
– ενώ πριν και μετά τη χρυσή εποχή, η ανάπτυξη στηριζόταν στις
προσπάθειες ιδιωτών, οι οποίες όμως πάντοτε κατέληγαν σε καταστροφές
(πόλεμοι, υφέσεις, χρηματοπιστωτικές κρίσεις).
Δυστυχώς όλα αυτά δεν τα
κατανοούν οι υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού, ούτε φυσικά οι
«δεξιές» πολιτικές παρατάξεις που στηρίζουν το δόγμα της καταστροφής: την πολιτική λιτότητας, τον περιορισμό του κοινωνικού κράτους και την ιδιωτικοποίηση των πάντων.
Έτσι οι ελίτ, ο πλούτος των οποίων αυξάνεται παράλληλα με τη μείωση του αριθμού των μελών τους,
εις βάρος της πλειοψηφίας των ανθρώπων, τοποθετούν τα χρήματα τους σε
κερδοσκοπικά κεφάλαια, στα χρηματιστήρια, στα χρηματοπιστωτικά όπλα
μαζικής καταστροφής (παράγωγα) κοκ. – ενώ ταυτόχρονα κατηγορούν τους
φτωχούς, αυτούς που εισπράττουν κοινωνικά επιδόματα ή/και τους
μετανάστες, τους οποίους εκμεταλλεύονται όσο περισσότερο γίνεται. Το
ρητό δε που συνήθως χρησιμοποιούν είναι το εξής:
«Όποιος δεν εργάζεται, δεν χρειάζεται φαγητό, δεν το δικαιούται. Όποιος δεν βρίσκει δουλειά ή δεν κερδίζει αρκετά, είτε είναι ανόητος, είτε δεν προσπαθεί όσο πρέπει. Οι ελίτ συντηρούν όλους τους υπόλοιπους. Χωρίς τους ελίτ δεν θα γίνονται επενδύσεις, δεν θα δημιουργούνται θέσεις εργασίας και η κοινωνία θα καταρρεύσει».
Δυστυχώς οι ανθρώπινες αντιλήψεις είναι τέτοιες, ώστε να ανέχονται αυτού του είδους τα επιχειρήματα. Ακόμη χειρότερα, επειδή ανέκαθεν οι αδύναμοι θαυμάζουν τους ισχυρούς, τα επικροτούν
– χωρίς να κατανοούν πως πολύ συχνά δεν είναι η προσπάθεια αυτή που
επιβραβεύεται, αλλά η πονηριά, ο δόλος, η διαφθορά, η διαπλοκή κοκ.
Επίλογος
Η κοινωνία των σκλάβων χρέους
που έχει κατασκευασθεί μετά την άνοδο του ακραίου νεοφιλελευθερισμού,
δεν ξέρει δυστυχώς να απαντήσει στις κατηγορίες που εισπράττει –
έχοντας μετατραπεί πλέον σε θύμα και πιστεύοντας πως πράγματι ισχύουν. Δεν μπορεί να καταλάβει πως αυτή στηρίζει το σύστημα που την εκμεταλλεύεται και την έχει υποδουλώσει – ενώ την οδηγεί στην καταστροφή και στο χάος.
Θεωρεί δε πως αφού ο κομμουνισμός κατέρρευσε, ο καπιταλισμός αποτελεί την μοναδική εναλλακτική λύση – χωρίς να κατανοεί πως το σημερινό σύστημα δεν έχει καμία σχέση με τον καπιταλισμό της ελεύθερης αγοράς, έτσι όπως λειτούργησε τη χρυσή τριακονταετία.
Αντί λοιπόν να αγωνισθεί και να πολεμήσει για την επαναφορά του, έχασε
τον προσανατολισμό της, έχοντας ουσιαστικά εξουδετερωθεί – κάτι που δεν
θα πληρώσει ακριβά μόνο η ίδια, αλλά και οι ελίτ που το επέβαλλαν.
Συμπερασματικά λοιπόν η κοινωνία των
σκλάβων δεν μπορεί να καταλάβει, χειραγωγούμενη μέσω του φόβου και της
τρομοκρατίας που εισπράττει ότι, έχει κάθε δικαίωμα να καταστρέψει αυτή εκείνο το σύστημα που προσπαθεί να την καταστρέψει
– θεωρώντας πως κάποια στιγμή τα πράγματα θα αλλάξουν από μόνα τους,
ειρηνικά, ήρεμα, με τη βοήθεια του από μηχανής Θεού ή κάποιου δήθεν
προικισμένου ηγέτη. Δυστυχώς θα απογοητευθεί οικτρά.