ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
Η απώλεια θέσεων εργασίας ειδικά στη
βιομηχανία, καθώς επίσης οι ανισότητες, λόγω της χειραγώγησης των
συναλλαγματικών ισοτιμιών, δεν αποτελούν νέα φαινόμενα – ενώ οι Η.Π.Α.
ανέκαθεν φρόντιζαν να καταπολεμούν το πρόβλημα, όπου και όταν
εμφανιζόταν. Στα πλαίσια αυτά το υπουργείο οικονομικών εξετάζει
όλες εκείνες τις χώρες, ο όγκος των συναλλαγών των οποίων με τις Η.Π.Α.
είναι κατ’ ελάχιστο 55 δις $ ετησίως – τις οποίες ως εκ τούτου θεωρεί σημαντικές.
Το Φεβρουάριο τώρα του 2016 τέθηκε σε ισχύ ένας καινούργιος νόμος (πηγή),
σύμφωνα με τον οποίο οι Η.Π.Α. απαιτούν ενισχυμένες διμερείς συμφωνίες
με τις σημαντικές χώρες που εμφανίζουν υψηλά εμπορικά πλεονάσματα
(τουλάχιστον 20 δις $) η/και πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών
συναλλαγών τους (άνω του 3% του ΑΕΠ) – μεταξύ άλλων μέσω των παρεμβάσεων στα νομίσματα τους,
όπου οι καθαρές αγορές ξένου συναλλάγματος εκ μέρους τους, για να
υποτιμήσουν το νόμισμα τους, είναι πάνω από το 2% του ΑΕΠ τους.
Περαιτέρω, το υπουργείο οικονομικών των
Η.Π.Α. διαπίστωσε ότι, καμία από τις σημαντικές χώρες-εμπορικούς
εταίρους τους δεν πληροί και τα τρία παραπάνω κριτήρια μαζί. Εν τούτοις,
πέντε χώρες πληρούν τα δύο από τα τρία αυτά κριτήρια – οπότε θεωρήθηκαν ως ύποπτες, τοποθετούμενες σε μία λίστα παρακολούθησης. Οι χώρες αυτές είναι η Κίνα, η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα, η Ταιβάν και η Γερμανία.
Οι τέσσερις από αυτές (εξαιρείται η
Ταιβάν), είχαν τους τελευταίους δώδεκα μήνες υψηλά πλεονάσματα στα
ισοζύγια τους (εμπορικό και τρεχουσών συναλλαγών). Η Κίνα όμως επενέβη το τελευταίο έτος αντίθετα στην αγορά συναλλάγματος
– στήριξε δηλαδή την άνοδο του γουάν και δεν το υποτίμησε. Κάτι ανάλογο
ισχύει για την Κορέα – ενώ η Ιαπωνία τα τελευταία τέσσερα χρόνια δεν
παρεμβαίνει καθόλου στην αγορά συναλλάγματος.
Η Ταιβάν τώρα ήταν η μοναδική ασιατική
χώρα η οποία χειραγωγούσε το τελευταίο δωδεκάμηνο το νόμισμα της, με
μεγάλες παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος για να το διατηρεί
υποτιμημένο. Εν τούτοις, το εμπορικό της πλεόνασμα με τις Η.Π.Α. ήταν μόλις 15 δις $, οπότε δεν υπήρχε λόγος τιμωρίας της
– η οποία θα ήταν επίσημα (ανεπίσημα υπάρχουν πολλές άλλες, όπως
απέδειξε η τιμωρία της Ιαπωνίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980) μία ή
περισσότερες από τις εξής ενέργειες εκ μέρους της υπερδύναμης:
(α) Αποκλεισμός της
χώρας από τη χρηματοδότηση επενδύσεων, μέσω της αμερικανικής κρατικής
τράπεζας ανάπτυξης (Overseas Private Investment Corporation – OPIC).
(β) Αποκλεισμός της χώρας από συμβάσεις με την αμερικανική κυβέρνηση.
(γ) Εντολή στο ΔΝΤ να την παρακολουθεί πολύ αυστηρά.
(δ) Συμπερίληψη του
παραπτώματος σε οποιεσδήποτε εμπορικές συμφωνίες με τη χώρα η οποία,
μέσω της χειραγώγησης του νομίσματος της, λειτούργησε με αθέμιτο τρόπο
για να δημιουργήσει ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Συνεχίζοντας, η πέμπτη χώρα που πληρούσε δύο από τα τρία κριτήρια και τοποθετήθηκε στη λίστα παρακολούθησης των Η.Π.Α. είναι η Γερμανία – η οποία όμως δεν επεμβαίνει εκ των πραγμάτων στην αγορά συναλλάγματος, επειδή δεν έχει ένα δικό της νόμισμα, αλλά το ευρώ.
Παρά το ότι λοιπόν οι Η.Π.Α. γνωρίζουν πως τα γιγαντιαία πλεονάσματα της Ευρωζώνης είναι σχεδόν στο σύνολο τους γερμανικά, ενώ οι ενέργειες της ΕΚΤ υποτιμούν το ευρώ, δεν της έκαναν καμία παρατήρηση – εκτός από την υπόδειξη να επενδύει περισσότερο!
Με τον τρόπο αυτό τεκμηριώθηκε ακόμη μία
φορά πόσο σημαντικό είναι για τη Γερμανία το ευρώ – αφού το
χρησιμοποιεί ως προστατευτικό κάλυμμα, για να κρύβεται από πίσω του. Έτσι έχει τη δυνατότητα να συνεχίζει την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα (ανάλυση), χωρίς να εμποδίζεται από κανέναν – με θύματα κυρίως τις άλλες βιομηχανικές χώρες της Ευρωζώνης, όπως την Ιταλία και τη Γαλλία.
Με δεδομένο δε το ότι, τα αρνητικά
επιτόκια της ΕΚΤ χειραγωγούν εκ των πραγμάτων το ευρώ, υποτιμώντας το
τεχνητά, υποφέρουν επίσης πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες – όπως η Μ.
Βρετανία. Ως εκ τούτου, τόσο η ευρωπαϊκή κρίση χρέους, όσο και η
πολιτική λιτότητας που επιβάλλεται στους εταίρους της Γερμανίας, την
ωφελούν τα μέγιστα εντός και εκτός της Ευρωζώνης – επειδή της προσφέρουν ένα γιγαντιαίο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο είναι ασφαλώς αθέμιτο απέναντι σε όλα τα άλλα κράτη.
Γιατί λοιπόν να θέλει να καταπολεμηθεί η ευρωπαϊκή κρίση χρέους; Γιατί
να στηρίξει την Ελλάδα, την οποία αφενός μεν μπορεί να λεηλατήσει,
αφετέρου συμβάλλει στο παραπάνω ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα; Από την άλλη πλευρά, είναι τόσο ανόητες οι μεγάλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Βρετανία,
ώστε να μην το καταλαβαίνουν; Εάν πάλι το καταλαβαίνουν οι κυβερνήσεις
τους, είναι τόσο ανεύθυνες, ώστε να μην προστατεύουν τους Πολίτες τους;