Χθες το πρωί, μετά από καιρό, βρέθηκα κοντά σε Έλληνες. Για την ακρίβεια, σε Ελλαδίτες, γιατί Έλληνες βλέπω συχνά. Για να είμαι ακόμα πιο ακριβής, ήταν Αθηναίοι.
Κάθομαι στο ωραίο καφέ δίπλα στην παραλία, πίνω τον καφέ μου και διαβάζω το βιβλίο μου. Στο διπλανό τραπέζι μια Ιταλίδα -κούκλα-, παραδίπλα ένα ζευγάρι Γερμανών συνταξιούχων.
Ησυχία. Το μόνο που ακούγεται είναι η απαλή bossa nova από τα ηχεία. Stan Getz. Όμορφα.
Και τότε ήρθαν αυτοί.
Τέσσερις γυναίκες, δυο άνδρες. Γύρω στα 30 με 35.
Κάθονται πίσω μου και πλάι.
Είναι αρματωμένοι σαν να μην πηγαίνουν στην παραλία αλλά στον πόλεμο.
Τακτοποιούνται στο τραπέζι.
Παίρνουν τον κατάλογο. Πεινάνε. Σχολιάζουν τις τιμές. Συγκρίνουν με το καφέ που πηγαίνουν στην Αθήνα. «Πιο ακριβά είναι εδώ».
Παραγγέλνουν τα πάντα. Από δυο φορές. Ενώνουν και δεύτερο τραπέζι.
Και αρχίζουν να συζητάνε. Τους ακούω αναγκαστικά, γιατί, από ολόκληρο μαγαζί, έπρεπε να έρθουν να κάτσουν δίπλα μου.
Αρχικά, σχολιάζουν ό,τι βλέπουν γύρω τους. Όχι την υπέροχη παραλία, όλα τα υπόλοιπα.
Σχολιάζουν κι εμένα, σίγουροι πως δεν είμαι Έλληνας. Εντάξει, το πέρασα το τεστ. Ως ξένος, γιατί, ως Έλληνας, κάτι θα μου έβρισκαν κι εμένα.
Η Ιταλίδα δεν πέρασε το τεστ. Μάλλον επειδή έίναι θεογκόμενα και όλα τα κορίτσια της παρέας είναι υπέρβαρα.
Και τότε αρχίζουν μια συζήτηση για μια φίλη τους που παντρεύεται τον τάδε, ενώ τα έχει με τον ξάδερφό του, αλλά ο τάδε έχει πολλά χρήματα, ενώ ο ξάδερφος έχει μεγάλο πουλί. Όνομα και τηλέφωνο του ξαδέρφου δεν είπαν, για να σας ενημερώσω να ξέρετε.
Αφού θάβουν τη «φίλη» τους, λένε για έναν «φίλο» τους που είναι γκέι και τους είπε πως έχει δυο Σουηδούς φίλους -άνδρες και οι δυο- που θέλουν να πάνε στην Ελλάδα να παντρευτούν σε μια αρχαία τοποθεσία.
Στη συζήτησή τους, ο φίλος τους είναι «αδερφή», ενώ οι δυο Σουηδοί είναι «πoύστηδες».
Αφού γελάνε πάρα πολύ με όλα αυτά, αρχίζουν να σκέφτονται αν θα πρέπει να κάνουν μπάνιο σε αυτή την παραλία ή να πάνε σε μια άλλη που είναι η παρέα τους.
Ωχ, υπάρχουν κι άλλοι τέτοιοι τριγύρω. Να κλειστώ στο σπίτι μέχρι να φύγουν. Να κλειδαμπαρωθώ, να βάλω κουβέρτες στα παράθυρα και να κρατάω την αναπνοή μου.
Και λέει μια κοπέλα πως πρέπει να πάνε στην άλλη παραλία, γιατί εκεί έχει ένα σούπερ εστιατόριο και πως θα πρέπει να κλείσουν τραπέζι, γιατί γίνεται χαμός και μπορεί να μείνουν νηστικοί. Λες και είναι στη Σαχάρα και δεν έχει άλλα εστιατόρια.
Ούτε μπάνιο δεν έχουν κάνει ακόμα. Τρώνε πρωινό και το μυαλό τους είναι στο τι θα φάνε μετά.
Θέλω να τους πω «παιδιά, αυτά που τρώτε εσείς για πρωινό, εγώ τα τρώω σε τρεις μέρες» αλλά δεν θέλω να αποκαλυφθώ, γιατί μπορεί να μου συμβεί κάτι κακό.
Τα τηλέφωνα με την άλλη παρέα που είναι στην άλλη παραλία -και μάλλον θα τρώνε κι αυτοί- πέφτουν βροχή. Ατελείωτη πάρλα στα τηλέφωνα για το πού θα φάνε και αν θα έχει μείνει φαγητό όταν θα πάνε αυτοί.
«Να πάμε νωρίς» λέει μια κοπέλα, «γιατί τα καλά πιάτα μπορεί να έχουν τελειώσει».
Σκέφτομαι να γυρίσω να τους πω «δεν πάτε από τώρα στο εστιατόριο -και να πάει να γ@μηθεί το μπάνιο- μη γίνει καμιά στραβή και δεν ξεκοιλιαστείτε στη μάσα;».
Ανάμεσα στα τηλέφωνα και στα μαχαιροπήρουνα που χτυπάνε, ακούω για Μενεγάκες, Ρουβάδες και διάφορα τέτοια πρόσωπα που είχα ξεχάσει ότι υπάρχουν.
Ο χυδαίος τρόπος που σχολιάζουν τα πάντα είναι απίστευτος.
Είναι μέσα στην ομορφιά του κόσμου και δεν βλέπουν τίποτα. Δεν μπορούν να δουν.
Νιώθω πανικό.
Θέλω να τρέξω μακριά αλλά έχω καθηλωθεί στην καρέκλα.
Μαζεύω όλο μου το θάρρος, σηκώνομαι από την καρέκλα, βάζω το backpack στην πλάτη και ορμάω προς τον δρόμο.
Πίσω δεν γύρισα να κοιτάξω, γιατί σκέφτηκα πως μπορεί να μείνω στήλη άλατος.
Καθώς περπατούσα παράλληλα με την παραλία, για να πάω στο αγαπημένο μου δεντράκι, σκεφτόμουν πως δεν υπάρχει ελπίδα. Καμία.
(Σήμερα δεν θα πάω σε αυτό το καφέ, αν και είναι το αγαπημένο μου. Θα περιμένω να περάσουν μερικές μέρες.)