Ο στόχος της πολιτικής της Γερμανίας ήταν από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης η απομύζηση των εταίρων της και, στη συνέχεια, η κατοχή τους με οικονομικά όπλα – οπότε θα είναι η πραγματική ένοχος, αν διαλυθούν η Ευρωζώνη και η ΕΕ.
«Οι Γάλλοι εργάζονται λίγο, ζουν αρκετά με τη βοήθεια του κράτους, απεργούν παρ’ όλα αυτά με ευχαρίστηση, αγαπούν τα αρώματα, το καλό κρασί και την υψηλή μόδα, βγαίνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα στη σύνταξη, ενώ αντιδρούν από χρόνια τώρα πεισματικά, απέναντι σε κάθε μεταρρύθμιση που προσπαθεί να επιβληθεί στη χώρα τους. Πρόκειται για ένα είδος αντίθετου τύπου από τους Γερμανούς. Πρόβλεψη: έτσι δεν γίνεται τίποτα. Προοπτικές καλυτέρευσης: πολύ περιορισμένες«. (πηγή: Spiegel)
Τα παραπάνω απηχούν σε γενικές γραμμές τα συνήθη συμπεράσματα των Γερμανών για τους Γάλλους, όταν αναφέρονται στην οικονομία της γειτονικής τους χώρας – ειδικά μετά το ξεκίνημα των τελευταίων κινητοποιήσεων (άρθρο), με τις οποίες φυσικά δεν συμφωνεί το μεγαλύτερο ποσοστό της γερμανικής κοινής γνώμης.
Παρά το ότι δε αρκετοί έντιμοι Γερμανοί κατανοούν πως η πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα που έχει υιοθετήσει η χώρα τους είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για τα δεινά των Ευρωπαίων εταίρων της (ανάλυση), οι περισσότεροι δεν το αποδέχονται – με την έωλη δικαιολογία ότι, αυτό επιτάσσουν οι διεθνείς ανταγωνιστικές συνθήκες.
Με απλά λόγια ισχυρίζονται ότι, εάν δεν αύξανε η χώρα τους την ανταγωνιστικότητα της, με την ατζέντα 2010 που υιοθέτησε το 2000, εξελισσόμενη ανάλογα με τη Γαλλία που σεβάστηκε απολύτως τις οδηγίες της ΕΚΤ και την ευρωπαϊκή συμφωνία (πληθωρισμός στο 2%, αύξηση μισθών ανάλογα με την παραγωγικότητα κοκ.), τότε δεν θα μπορούσε να πουλήσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες της στις αγορές εκτός ΕΕ – οπότε θα μειωνόταν οι εξαγωγές της, τα πλεονάσματα της κοκ.
Εν τούτοις, πρόκειται για μία πραγματικά έωλη δικαιολογία, αφενός μεν επειδή η Ευρώπη διαθέτει μία μεγάλη εσωτερική αγορά όπως οι Η.Π.Α., οπότε μπορεί να είναι αυτάρκης και να αναπτύσσεται εκ των έσω, αφετέρου λόγω του ότι ειδικά τα γερμανικά προϊόντα είναι εξελιγμένης τεχνολογίας – οπότε οι τιμές πώλησης τους εκτός ΕΕ, είναι δύσκολο να επηρεαστούν σημαντικά από το εργατικό κόστος παραγωγής τους.
Στην πραγματικότητα λοιπόν ο στόχος της πολιτικής της Γερμανίας ήταν από το ξεκίνημα της Ευρωζώνης η απομύζηση των εταίρων της και στη συνέχεια, μετά το 2008, η κατοχή τους με οικονομικά όπλα – ενώ τα πλεονάσματα της είναι σχεδόν αντίστοιχα με τα ελλείμματα των εταίρων της (γράφημα).
Επεξήγηση γραφήματος: Ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών σε ποσοστά επί του ΑΕΠ. Γερμανία (γαλάζια καμπύλη), Γαλλία (πορτοκαλί), Ιταλία (κίτρινη), Ισπανία (γκρίζα), Ελλάδα (πράσινη), Πορτογαλία (μπλε).
.
Περαιτέρω, το δημόσιο χρέος της Γαλλίας έχει αυξηθεί, επειδή σε μία περίοδο οικονομικής στασιμότητας το κράτος πληρώνει περισσότερα επιδόματα ανεργίας, ενώ τα έσοδα του είναι χαμηλότερα – οπότε η άνοδος του χρέους είναι το σύμπτωμα της κρίσης και όχι η αιτία του. Εκ των πραγμάτων άλλωστε υιοθετήθηκαν το 2010 μεταρρυθμίσεις, όσον αφορά το συνταξιοδοτικό – ενώ μειώθηκαν οι δημόσιες δαπάνες, περιορίσθηκαν οι προσλήψεις στο δημόσιο, πάγωσαν οι μισθοί των κρατικών υπαλλήλων και αυξήθηκαν οι φόροι.
Ως εκ τούτου, τα δομικά ελλείμματα στον προϋπολογισμό της Γαλλίας περιορίζονται συνεχώς μετά το 2012, σε ένα επίπεδο της τάξης του 3% του ΑΕΠ ετησίως – πολύ περισσότερο δηλαδή από ότι κατάφερε ποτέ να πετύχει η Γερμανία, μετά την υιοθέτηση της ατζέντα 2010. Όσον αφορά το προηγούμενο έτος, οι πρωτογενείς δαπάνες της χώρας περιορίσθηκαν για πρώτη φορά μετά το 1960, σε πραγματικές τιμές – ενώ το έλλειμμα του δημοσίου μειώθηκε περισσότερο από το προγραμματισμένο (διαμορφώθηκε στο 3,5% αντί του 3,8% που είχε αποφασιστεί).
Λογικά λοιπόν δεν ταιριάζουν οι κατηγορίες περί μη προθυμίας των Γάλλων, όσον αφορά τις μεταρρυθμίσεις. Πόσο μάλλον όταν από το 2010 και μετά το εργατικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος αυξάνεται ετήσια κατά 0,9% – έναντι 1,4% κατά μέσον όρο στις βιομηχανικές χώρες και 2,3% στη Γερμανία. Πώς θα μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο αλήθεια, εάν οι Γάλλοι απεργούσαν πραγματικά για το τίποτα, όπως τους κατηγορούν οι Γερμανοί;
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με το ερευνητικό ινστιτούτο OFCE, τα ποσοστά κέρδους των γαλλικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια πολύ περισσότερο, από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα – ενώ στις εξαγωγές οι γαλλικές επιχειρήσεις έχουν κερδίσει μετά το καλοκαίρι του 2014 περίπου 3,6% επί πλέον μερίδιο αγοράς, έχοντας αυξηθεί το 2015 κατά 6%.
Την ίδια στιγμή, οι επενδύσεις των ιδιωτικών εταιριών αυξήθηκαν κατά 5% στις αρχές του 2016, σε σχέση με το προηγούμενο έτος – ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης γενικότερα επανήλθε σε θετική πορεία, όταν η κυβέρνηση σταμάτησε να μειώνει τις δαπάνες και να αυξάνει τους φόρους, λόγω των κοινωνικών διαμαρτυριών.
Φυσικά όλα αυτά δεν σημαίνουν πως η οικονομία της Γαλλίας βρίσκεται σε άριστη κατάσταση – αφού υπάρχουν ακόμη πολλά προβλήματα, ενώ μέχρι να γίνει εμφανής στην καθημερινότητα των Πολιτών η καλυτέρευση, διαρκεί συνήθως αρκετά. Από το σημείο αυτό όμως έως το να την κατηγορεί η Γερμανία, με το κείμενο της εισαγωγής μας, απέχει πάρα πολύ – ενώ αποτελεί ασφαλώς θράσος η επιμονή στην επιβολή της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης που αφορά την εργατική νομοθεσία, όταν τα κέρδη των επιχειρήσεων αυξάνονται.
Ειδικά όταν το μεγαλύτερο σημερινό πρόβλημα του συστήματος είναι η μη ισορροπημένη αναδιανομή των εισοδημάτων – μία διαδικασία που ξεκίνησε μετά τη δεκαετία του 1970, έχοντας πρόσφατα κορυφωθεί (άρθρο). Όσον αφορά τους Γερμανούς, είναι καλύτερα να κοιτάζουν τα δικά τους προβλήματα, τα οποία δεν είναι καθόλου αμελητέα – πόσο μάλλον όταν η χώρα, από την οποία κινδυνεύει περισσότερο να διαλυθεί η Ευρωζώνη είναι η Γερμανία (άρθρο), λόγω της μονόπλευρης και απολύτως ιδιοτελούς, μη αλληλέγγυας πολιτικής της.
Ενδεχομένως βέβαια να ξεκινήσει η διάλυση από τη Μ. Βρετανία, η οποία πολύ σωστά δεν ανέχεται να ευρίσκεται στην ίδια ένωση με μία τέτοια Γερμανία – ενώ ασφαλώς θα ακολουθούσε η Ιταλία, η οποία έχει πληρώσει πανάκριβα τη συμμετοχή της στο ευρώ. Ένοχος όμως θα είναι και στις δύο περιπτώσεις η γερμανική κυβέρνηση – η οποία θεωρεί δυστυχώς τη συμβίωση, ως την απόλυτη κυριαρχία του ενός στον άλλο, του θύτη επί του θύματος, όπως στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.