Επειδή έχει αρχίσει μια συζήτηση (περί της αναθεώρησης του Συντάγματος) η οποία, όπως λένε οι γνωρίζοντες (και καχύποπτοι), μπορεί να τραβήξει πάνω από έναν χρόνο αποπροσανατολίζοντας την κοινωνία, καλό είναι να θυμηθούμε κάποια βασικά και αυτονόητα.
Η επιστροφή σ’ αυτά ακριβώς τα βασικά μπορεί να μας επιτρέψει να δούμε κάπως καλύτερα τους «αυτονόητους» στόχους της «μείζονος μεταρρύθμισης» με την οποία η κυβέρνηση φιλοδοξεί να σφραγίσει τη θητεία της.
Τι είναι, λοιπόν, το Σύνταγμα; Ένας κοινός ορισμός λέει ότι Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης νόμος επάνω στον οποίο βασίζεται η διαμόρφωση ολόκληρης της νομοθεσίας μιας χώρας όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πολίτη, την οργάνωση και βασικούς κανόνες λειτουργίας του κράτους και των θεσμών. Το Σύνταγμα μπορεί να εκπονηθεί και να εγκριθεί από συντακτική συνέλευση (αντιπροσωπεία του λαού) ή να είναι άθροισμα νόμων ή άλλων διατάξεων που με την πάροδο του χρόνου έχουν καταστεί θεμελιώδεις.
Προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω (ή βαθύτερα, αν προτιμάτε) θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το εν λόγω κείμενο – ο υπέρτατος νόμος του κράτους – δεν πέφτει κάθε φορά από τον ουρανό ούτε μεταλαμπαδεύεται διά της επιφοιτήσεως στον σοφό νομοθέτη από το «ουδέτερο» και πάνσοφο υπερπέραν.
Το εν λόγω κείμενο είναι μια ωμή περιγραφή του συσχετισμού των κοινωνικών δυνάμεων σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή. Με πιο απλά λόγια, το Σύνταγμα περιγράφει των συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων και επιμερίζει, με βάση αυτόν τον συσχετισμό, την ισχύ τους. Με ακόμη απλούστερα λόγια, το «ιερό» κείμενο μας λέει ποιος κυβερνά – και πώς – αυτόν τον τόπο...
Κάπου εδώ το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον, διότι πάντα αυτοί που κυβερνούν αυτόν (ή όποιον) τόπο επιθυμούν και επιδιώκουν η εξουσία τους να φαίνεται ότι, αν δεν εκπορεύεται από το – γενικώς και αορίστως – δίκαιο, τουλάχιστον περιγράφει έναν «ωφέλιμο» συμβιβασμό μεταξύ των αντικρουόμενων δυνάμεων μιας κοινωνίας. Στην προκειμένη, ωστόσο, περίπτωση της συνταγματικής αναθεώρησης που προετοιμάζει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛΛ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά...
Τα αυτονόητα
«Ακούγοντας» τη συζήτηση που αρχίζει για τη συνταγματική αναθεώρηση, ας επιστρέψουμε στα αυτονόητα θέτοντας το ερώτημα ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο. Από τη στιγμή που απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα μπορούμε να έχουμε και μια εικόνα του «χαρακτήρα» της αναθεώρησης του Συντάγματος, καθώς, όπως είπαμε, ο υπέρτατος νόμος ενός κράτους περιγράφει (ή καλύπτει) τον συσχετισμό δύναμης σε μια δεδομένη ιστορική συγκυρία.
Στη δεδομένη, λοιπόν, συγκυρία έχουμε την εντύπωση ότι η απάντηση στο ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο είναι πιο ξεκάθαρη από όποια άλλη φορά ετέθη το εν λόγω ερώτημα...
Αν δεν επιθυμούμε να κρύψουμε το κεφάλι μας στην άμμο, μπορούμε να δούμε καθαρά ότι, από το 2010 μέχρι και σήμερα, ο υπέρτατος νόμος του κράτους (ας μας επιτραπεί η υπερβολή) δεν είναι το Σύνταγμα της χώρας. Είναι οι αλλεπάλληλες δανειακές συμβάσεις, τα συνεπακόλουθα μνημόνια και οι εκατοντάδες εφαρμοστικοί νόμοι.
Όλα αυτά έχουν ήδη διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας και της πολιτικής διαδικασίας, μέσα στο οποίο τοποθετείται η ελληνική κοινωνία. Έχουμε μάλιστα την εντύπωση ότι αυτό το νέο πλαίσιο περιγράφει με τον πιο ωμό και απροκάλυπτο τρόπο τον συντριπτικό εις βάρος της ελληνικής (πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής) τάξης συσχετισμό δύναμης υπέρ των δανειστών.
Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε ειλικρινείς, η απάντηση στο ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο, είναι προφανής: Οι δανειστές του...
«Οικειοθελώς»
Για τις δυνατότητες των δανειστών να επιβάλλουν τη θέλησή τους έναντι όλων των κυβερνήσεων που προέκυψαν από το 2010 δεν χωρά καμία αμφιβολία. Από το 2010 το ελληνικό πολιτικό σύστημα (τα κόμματα εξουσίας) αυτο-ακρωτηριάστηκαν εγκαταλείποντας (διά νόμων) βασικά κομμάτια της εξουσίας υπέρ «ανεξάρτητων» αρχών και θεσμών.
Με άλλα λόγια, οι εκλεγμένες κυβερνήσεις παρέδωσαν «οικειοθελώς» και διά νόμων καίριους τομείς της λειτουργίας του κράτους σε «ανεξάρτητους» – από τον έλεγχό τους – θεσμούς.
Κάπως έτσι παραδόθηκε η Γενική Γραμματεία Εσόδων, δηλαδή ο εισπρακτικός μηχανισμός της χώρας, στα χέρια των δανειστών καθ’ ότι αυτοί (οι δανειστές) έχουν λόγο στο διοικητικό οργανόγραμμα του εν λόγω μηχανισμού. Ανάλογη «ανεξαρτησία» πέτυχαν οι δανειστές και για το υπερταμείο αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας. Την ίδια «ανεξαρτησία» απολαμβάνει και το λεγόμενο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο ελέγχει τις τράπεζες που έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί με χρήματα που προστέθηκαν στο χρέος...
Έχοντας υπό τον έλεγχό τους τη ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και την οικονομία, οι δανειστές μπορούν να ασκήσουν (και ασκούν) ασφυκτικό έλεγχο στο πολιτικό σύστημα της χώρας. Τα εκατοντάδες «προαπαιτούμενα» που έγιναν νόμοι του ελληνικού κράτους τα τελευταία έξι χρόνια, με ψηφοφορίες στα όρια της νομιμότητας στη Βουλή, αποδεικνύουν πέρα από κάθε αμφιβολία ποιος κυβερνά, τελικά, αυτόν τον τόπο.
Προκαλεί, λοιπόν, εύλογη απορία η βιασύνη με την οποία η κυβέρνηση αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να προχωρήσει στη συνταγματική αναθεώρηση σε μια στιγμή κατά την οποία ο συσχετισμός ισχύος είναι εις βάρος του πολιτικού συστήματος της χώρας.
Με άλλα λόγια, το ερώτημα απλό: Οι δανειστές δεν θα επιχειρήσουν να βάλουν μέσα στον υπέρτατο νόμο του ελληνικού κράτους – το νέο Σύνταγμα που θα προκύψει από την αναθεώρηση – όλες όσες θεσμικές «μεταρρυθμίσεις» διασφαλίζουν τα συμφέροντά τους;