Πρόκειται για το ιερότερο μνημείο της Χριστιανοσύνης- και ως εκ τούτου οι όποιες επισκευές του τάφου του Ιησού αποτελούν περίπλοκη υπόθεση, την οποία, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της Washington Post, ανέλαβε ελληνική ομάδα συντηρητών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Οι Έλληνες συντηρητές θα επισκευάσουν τον Πανάγιο Τάφο με καρφιά τιτανίου, σε εργασίες που θα διαρκέσουν 9 μήνες, αναστηλώνοντας το παρεκκλήσι που είναι χτισμένο πάνω και γύρω από την αίθουσα όπου πιστεύεται ότι ετάφη η σορός του Ιησού, πριν την ανάστασή του.
Το παρεκκλήσι καταρρέει κάτω από το ίδιο το βάρος του, και οι συντηρητές θα πρέπει να μπουν μέσα σε έναν χώρο μερικών τετραγωνικών μέτρων, μέσα στα ερείπια του τάφου, που ανάγεται στον 1ο αιώνα μ.Χ. Εκεί θα καθαρίσουν υπολείμματα κεριών αιώνων, θα σταθεροποιήσουν μάρμαρα και θα περάσουν κονίαμα σε υλικά του 12ου αιώνα- της εποχής των Σταυροφοριών. Επίσης, στην «καρδιά» του μνημείου, θα σηκώσουν την πλάκα την οποία εκατομμύρια επισκέπτες έχουν προσκυνήσει, και θα κοιτάξουν από κάτω της για πρώτη φορά εδώ και πάνω από 200 χρόνια.
Οι εργασίες συντήρησης άρχισαν νωρίτερα μέσα στον μήνα, μετά από πολλά χρόνια διαφωνιών μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων στην περιοχή. Σημειώνεται πως η ελληνική ομάδα έχει στο ιστορικό της εργασίες και στην Ακρόπολη.
«Είναι το πιο “ζωντανό” μέρος στο οποίο έχουμε εργαστεί» λέει στην αμερικανική εφημερίδα η Αντωνία Μοροπούλου, επικεφαλής της ομάδας του ΕΜΠ. «Θα δούμε τι θα δούμε».
Ήδη έχουν γίνει μελέτες του παρεκκλησιού και του τάφου με ραντάρ και λέιζερ, ενώ σε εξέλιξη είναι και μελέτες με drones. Έχει ήδη εντοπιστεί μια ρωγμή στον βράχο του τάφου, που μέχρι σήμερα ήταν άγνωστη. Εκτιμάται ότι είναι αποτέλεσμα πιέσεων από τις άνωθεν δομές- αλλά και πάλι, είναι ερωτηματικό, καθώς κανένας σύγχρονος επιστήμονας δεν έχει δει στο εσωτερικό του.
Το προηγούμενο παρεκκλήσι, από την εποχή των Σταυροφοριών, είχε καταστραφεί από φωτιά το 1808, όπως αναφέρει ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Θεόφιλος Γ’, και ξαναχτίστηκε μετά από τους Έλληνες το 1809. Ο ίδιος έχει ξαναδιαβάσει τις αναφορές των προκατόχων του, που είδαν τα ερείπια του τάφου όταν είχε εκτεθεί για τελευταία φορά το 1810. «Δεν πρόκειται για αρχαιολογικό μνημείο. Οι πέτρες αυτές δεν είναι απλές πέτρες» λέει χαρακτηριστικά στην Washington Post.