Από την Ιταλία έρχεται η είδηση, σύμφωνα με την οποία το πλέον δημοφιλές κόμμα λίγο πριν τις δημοτικές εκλογές του Ιουλίου είναι το κίνημα των πέντε αστέρων – το οποίο τάσσεται υπέρ ενός δημοψηφίσματος για την έξοδο της χώρας από την Ευρωζώνη.
Επί πλέον, το 58% των Ιταλών επιθυμεί ένα δημοψήφισμα για την παραμονή ή μη στην Ευρωζώνη, ενώ το 48% τοποθετείται υπέρ της επιστροφής στη λιρέτα – κυρίως για οικονομικούς λόγους, όπως είναι η ανεργία που έχει φτάσει στο 18,8% σε τέσσερις ιταλικές επαρχίες του Νότου, τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών που έχουν υπερβεί τα 350 δις €, η συνεχής πτώση της βιομηχανικής παραγωγής μετά την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη κοκ. Η κυβέρνηση αρνείται βέβαια να ακούσει το λαό αλλά, επειδή η Ιταλία είναι ένα δημοκρατικό κράτος, θα μπορούσε να ανατραπεί πριν από τις εκλογές του 2018, εάν οι Πολίτες επαναστατήσουν.
Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις που διεξήχθηκαν σε εννέα κράτη της νομισματικής ένωσης, το 45% των Πολιτών επιθυμούν ένα δημοψήφισμα για το θέμα του ευρώ – όταν στη Γαλλία το ποσοστό έχει φτάσει στο 55%, με το 41% να τάσσεται εναντίον της παραμονής της χώρας στην Ευρωζώνη.
Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό των Βρετανών που επιθυμεί την έξοδο από την ΕΕ είναι ήδη κατά δέκα μονάδες υψηλότερο από αυτούς που τάσσονται υπέρ του ΟΧΙ – παρά το ότι είναι γνωστές οι οικονομικές και λοιπές συνέπειες για τη χώρα, μεταξύ των οποίων ο κίνδυνος απόσχισης της Σκωτίας. Παράλληλα, ο γερμανός υπουργός οικονομικών παραδέχθηκε πως τυχόν έξοδος της Βρετανίας θα μπορούσε να προκαλέσει αντίστοιχες κινήσεις άλλων χωρών – γεγονός που σημαίνει πως δεν θα ήταν καθόλου ανώδυνη.
Στο κέντρο τώρα της Ευρώπης βρίσκεται η Γερμανία, η οικονομία της οποίας είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τις εξαγωγές (το 50% του ΑΕΠ της) – ενώ μέχρι στιγμής έχει καταφέρει να μην επηρεαστεί από την κρίση, όπως οι υπόλοιπες μεγάλες εξαγωγικές χώρες του πλανήτη. Η βασική αιτία της επιτυχίας της είναι το υποτιμημένο όσον αφορά την ίδια ευρώ, τόσο σε σχέση με τους εταίρους της στην Ευρώπη, όσο και διεθνώς – κυρίως λόγω της κρίσης χρέους, σε συνδυασμό με την πολιτική της ΕΚΤ.
Περαιτέρω, οι εξαγωγικές επιτυχίες της έχουν αυξήσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πλεονάσματα στα ισοζύγια της, με αποτέλεσμα να έχει εξελιχθεί σε μία πιστώτρια χώρα – αφού στη δεκαετία του 1990 τα περιουσιακά στοιχεία της στο εξωτερικό ήταν μηδενικά, ενώ στα τέλη του 2010 είχαν αναρριχηθεί στο 40% του ΑΕΠ της (αρκετά πάνω από το 1 τρις €), χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε τις πιστώσεις του Target 2 (πηγή).
Στα βιβλία των τραπεζών της τώρα υπάρχουν πολλά «πάγια», τα όποια είναι κυρίως ανοιχτοί λογαριασμοί (δάνεια, πιστώσεις) άλλων χωρών, τραπεζών και επιχειρήσεων της Ευρωζώνης – γεγονός που σημαίνει ότι, η Γερμανία έχει επενδύσει μαζικά σε κράτη της νομισματικής ένωσης, τα οποία όμως δεν έχουν συνέλθει ακόμη από την κρίση του 2008.
Συνεχίζοντας, τα πλεονάσματα στα ισοζύγια είναι ουσιαστικά κάτι θετικό. Εν τούτοις, αναρωτιέται κανείς γιατί δεν τα χρησιμοποιεί η Γερμανία για να αυξήσει την εσωτερική της ζήτηση, αντί να τα δανείζει με κίνδυνο να τα χάσει. Λογικά λοιπόν θεωρεί πως είτε δεν είναι πρόθυμη, είτε δεν είναι σε θέση – εκτός εάν έχει την πρόθεση να κατακτήσει τις άλλες χώρες μέσω αυτών, μετατρέποντας τες σε αποικίες χρέους μέσω της πολιτικής λιτότητας που επιβάλλει, όπως κατάφερε ήδη με την Ελλάδα και την Πορτογαλία.
Πρόκειται όμως για ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο να ευοδωθεί – αφού δεν μπορεί να αποκλεισθεί η αντίδραση κάποιας χώρας, η οποία θα προτιμούσε τη στάση πληρωμών αναλαμβάνοντας το ρίσκο της εξόδου από την Ευρωζώνη (άρθρο), με αποτέλεσμα να την ακολουθήσουν πολλές άλλες.
Σε μία τέτοια περίπτωση, οι ζημίες της Γερμανίας, ειδικά των τραπεζών της, παράλληλα με την πτώση των εξαγωγών της, θα ήταν τεράστιες – με την έννοια πως θα συσσωρεύονταν στους Ισολογισμούς τους τα κόκκινα δάνεια των άλλων κρατών της Ευρωζώνης, οδηγώντας τες στη χρεοκοπία. Τότε το κράτος θα έπρεπε να τις διασώσει, οπότε θα αυξανόταν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού λόγω της διάσωσης, τα δημόσια χρέη κοκ.
Συμπερασματικά λοιπόν, η Γερμανία είναι η πλέον επικίνδυνη ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της Ευρωζώνης – πόσο μάλλον όταν η μεγαλύτερη τράπεζα της, η Deutsche Bank, ευρίσκεται ήδη σε μία απελπιστική οικονομική κατάσταση, ενώ οι εξαγωγές της έχουν επικεντρωθεί στις Η.Π.Α. που δεν πρόκειται να το ανεχθεί (έχει τοποθετηθεί ήδη στο στόχαστρο της υπερδύναμης, μαζί με τέσσερις άλλες χώρες).