ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
Οι Ευρωπαίοι δανειστές δεν θα
προσφέρουν καμία ελάφρυνση του χρέους στην Ελλάδα, εάν δεν βρεθούν
αντιμέτωποι με τον κίνδυνο να χάσουν ακόμη περισσότερα χρήματα – οπότε
οφείλουμε να ρισκάρουμε άμεσα τη στάση πληρωμών
.
«Η κυβέρνηση πρέπει να καταπολεμήσει την ηττοπάθεια της, καθώς επίσης να διευρύνει τον ορίζοντα της – επειδή υπάρχουν πολύ περισσότερες λύσεις των προβλημάτων της οικονομίας μας, εκτός από αυτές που έχουμε ήδη αναφέρει στο παρελθόν.Όσον αφορά το ευρώ, είναι ένα νόμισμα που μας ανήκει, που το πληρώσαμε πολύ ακριβά, που δεν πρέπει και που δεν μπορεί να μας το πάρει κανένας – αφού η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη είναι τελεσίδικη και ανέκκλητη, δεν είμαστε εκβιάσιμοι, ενώ φυσικά κανείς δεν μπορεί να απαγορεύσει τη στάση πληρωμών μίας χώρας του ευρώ, η οποία προφανώς δεν αποτελεί επιλογή αλλά αναγκαιότητα.Η παραμονή μας στην Ευρωζώνη τότε, όταν η Ελλάδα αποφασίσει να προβεί σε στάση πληρωμών, αποτελεί βέβαια ένα ρίσκο, το οποίο όμως οφείλει να αναληφθεί – αφού τελικά δεν θα αποφευχθεί, ενώ όσο πιο πολύ καθυστερεί, τόσο πιο οδυνηρό θα είναι» (πηγή).
.
Ανάλυση
Ο τίτλος της φετινής ετήσιας ευρωπαϊκής
συνόδου κορυφής της Πράγας, μίας νέας πλατφόρμας που ασχολείται με
θέματα που αφορούν το μέλλον της ΕΕ (πηγή), ήταν εάν η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη – αν και η παραμονή της χώρας μας δεν εξαρτάται πλέον τόσο από την ίδια, όσο από την ευρωπαϊκή πολιτική.
Ειδικότερα, εάν δεν μεσολαβήσουν σημαντικές αλλαγές σε πολλά επίπεδα, τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και ευρύτερα στην ΕΕ, τότε η Ελλάδα θα υποχρεωθεί τελικά να εγκαταλείψει τη νομισματική ένωση – οπότε το θέμα δεν είναι το εάν, αλλά το πότε, αφού κάποια στιγμή δεν θα έχει καμία άλλη βιώσιμη επιλογή.
Σύμφωνα δε με κάποιον από αυτούς που έλαβαν μέρος στη συζήτηση (F. Copolla), οι ελληνικές διαπραγματεύσεις μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με το δίλημμα του φυλακισμένου – όπου το καλύτερο αποτέλεσμα για όλους τους συμμετέχοντες μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της συνεργασίας τους.
Εν τούτοις, διαπιστώνεται ένα πολύ βασικό ελάττωμα: το ότι δεν υπάρχει αρκετή εμπιστοσύνη μεταξύ τους, χωρίς την οποία δεν πρόκειται ποτέ να βρεθεί μία βιώσιμη λύση.
Εκτός αυτού, παρά την πομπώδη ρητορική «αγαστής» συνεργασίας που
χρησιμοποιείται στα μνημόνια, ειδικά στο τελευταίο, κυριαρχούν τα
ιδιοτελή συμφέροντα όλων των συμμετεχόντων – γεγονός που σημαίνει πως το
τελικό αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό, για άλλους περισσότερο και για
άλλους λιγότερο. Περαιτέρω τα εξής:
.
Η Ελλάδα
Οι αγωνιώδεις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να «εκβιάσει» την Ευρωζώνη το 2015, λειτούργησαν τελικά ως μπούμερανγκ – αφού οι δανειστές της κατάλαβαν πως επρόκειτο για μπλόφα, επειδή διαπίστωσαν πως δεν ήταν σωστά προετοιμασμένη για να παίξει ένα τέτοιο παιχνίδι.
Με απλά λόγια, η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι σε θέση να τολμήσει να πέσει από το γκρεμό, να επιμείνει δηλαδή στη θέση «ριζική λύση ή χρεοκοπία» – αφού διαφορετικά το «ψυχολογικό φράγμα», με το οποίο ήθελε να πιέσει τους δανειστές της, παραστατικά το ότι «εάν με πετάξεις από το γκρεμό, εγώ δεν θα αντιδράσω, οπότε εσύ θα είσαι δολοφόνος και θα υποστείς επίσης συνέπειες», δεν γίνεται πιστευτό.
Όταν λοιπόν οι δανειστές (η Κομισιόν εν
προκειμένω), απείλησαν πραγματικά την Ελλάδα με τη χρεοκοπία της,
λέγοντας ουσιαστικά πως «είτε αποδέχεσαι τις δικές μας
προϋποθέσεις, είτε εγκαταλείπεις την Ευρωζώνη και χρεοκοπείς – οπότε θα
υποστείς τα δεινά που σου έχουμε αναλύσει και σου παραδίδουμε στο
φάκελο, ενώ εμείς τίποτα», ο πρωθυπουργός υποχώρησε
τρομοκρατημένος – με αποτέλεσμα να αποδεχτεί όλα όσα του ζητήθηκαν, μετά
από μία πολύωρη και επώδυνη νύχτα.
Έκτοτε η Ελλάδα, αφού ηττήθηκε κατά κράτος, συμφωνεί με όλα όσα της ζητούνται, ακόμη και αν είναι εντελώς παράλογα, χωρίς την παραμικρή αντίδραση – έχοντας προφανώς συνθηκολογήσει με τη «μοίρα» της, έτσι όπως τη φαντάζεται τουλάχιστον η κυβέρνηση της.
Μετά την παταγώδη αποτυχία της λοιπόν να φέρει εις πέρας το παιχνίδι που είχε ξεκινήσει, προσπαθεί με κάθε τρόπο να συνεργαστεί με τους δανειστές
– με την ελπίδα πως κάποτε θα της εγκριθεί μία ελάφρυνση του δημοσίου
χρέους, συνοδευόμενη από τη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, από
την αύξηση της ρευστότητας στην οικονομία της, καθώς επίσης από την
επιστροφή των επενδυτών.
Πρόκειται βέβαια για ένα πολύ επικίνδυνο
τυχερό παιχνίδι, χωρίς να διαθέτει η Ελλάδα κανένα καλό χαρτί – οπότε
έχει ελάχιστες πιθανότητες να ευοδωθεί. Η κυβέρνηση θεωρεί όμως πως επειδή
δεν πρέπει να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη, αφού κάτι τέτοιο θα ήταν
συνώνυμο με την αυτοκτονία της, δεν έχει καμία άλλη επιλογή –
γεγονός που σημαίνει πως η διαπραγματευτική της θέση είναι εξαιρετικά
αδύναμη, εάν όχι ανύπαρκτη. Δυστυχώς, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα κόμματα
«ασπάζονται» την ίδια σχετικά άποψη – οπότε οι Έλληνες δεν έχουν καμία
πραγματική πολιτική εναλλακτική λύση.
.
Οι Ευρωπαίοι δανειστές, με ηγέτη τη Γερμανία
Ουσιαστικά το Euro Group, ένα αυθαίρετο γερμανικό κατασκεύασμα, στο οποίο έχει τοποθετηθεί από τον κ. Σόιμπλε ως διευθυντής ένας ανόητος Ολλανδός,
αντιπροσωπεύει τους Ευρωπαίους δανειστές – επειδή μέλη του είναι οι
υπουργοί οικονομικών των χωρών της Ευρωζώνης. Αυτό που θέλει να
εξασφαλίσει τώρα από την Ελλάδα, είναι η πληρωμή όλων των δανείων που
της έχουν παραχωρηθεί – χωρίς να χαθεί ούτε ένα Σεντ.
Ο στόχος του λοιπόν είναι ένας και μοναδικός – γεγονός που σημαίνει ότι, δεν
έχει κανένα ενδιαφέρον να εξυγιάνει την ελληνική οικονομία, εκτός εάν
αυτό το βοηθήσει να εισπράξει περισσότερα χρήματα, από όσα έχει δανείσει
(υψηλότερους τόκους, πάγια σε εξευτελιστικές τιμές κοκ.). Γνωρίζει δε
πως από εκείνη τη στιγμή και μετά που η Ελλάδα έπαιξε το παιχνίδι και
έχασε (Ιούλιος 2015),
μπορεί να απαιτήσει οτιδήποτε θελήσει – ενώ η Ελλάδα θα το αποδεχτεί
άνευ όρων, ευρισκόμενη ψυχολογικά στη θέση του ηττημένου.
Πόσο μάλλον όταν η κυβέρνηση, καθώς
επίσης η πλειοψηφία των ελληνικών κομμάτων, δεν θέλουν να πάρουν το
ρίσκο της εξόδου από την Ευρωζώνη – οπότε το Euro Group, οι Ευρωπαίοι δανειστές δηλαδή, δεν έχουν απολύτως τίποτα να χάσουν, εκτός εάν συμβεί κάτι εντελώς απρόβλεπτο.
.
Η Κομισιόν
Περαιτέρω, ο στόχος της Κομισιόν είναι η προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πιθανότατα σε στενή συνεργασία με τις Η.Π.Α. (σενάριο). Ως εκ τούτου, δεν θέλει να αναλάβει το ρίσκο της εξόδου κάποιας χώρας από την Ευρωζώνη, επειδή ίσως ακολουθούσαν πολλές άλλες
– πόσο μάλλον όταν επίκειται το δημοψήφισμα της Μ. Βρετανίας. Επομένως,
κάνει ότι μπορεί για να μην συμβεί κάτι τέτοιο – ενώ, όταν για να το
αποφύγει πρέπει να τάσσεται με το μέρος των δανειστών, έχοντας
εξασφαλίσει όμως την υποταγή της Ελλάδας, τότε δεν διατάζει καθόλου.
Φυσικά το γεγονός αυτό, για έναν δήθεν
ουδέτερο ευρωπαϊκό Θεσμό, δεν αποτελεί ένα θετικό πολιτικό μήνυμα – αφού
είναι εμφανές πως τάσσεται με το μέρος της μίας πλευράς, των δανειστών
και ειδικά της Γερμανίας, αδιαφορώντας για την Ελλάδα. Λογικά λοιπόν υποθέτει κανείς πως θα προσπαθήσει να πιέσει για μια πιο ήπια προσέγγιση του ελληνικού προβλήματος – όπου όμως, εάν οι δανειστές αντιδράσουν, θα αναγκαστεί να υποκύψει.
Ευρίσκεται επομένως σε μία αδύναμη
διαπραγματευτική θέση, όπως η Ελλάδα – κάτι που περιγράφει ένα από τα
θεμελιώδη προβλήματα της νομισματικής ένωσης, το οποίο δεν είναι άλλο από την αδυναμία των Θεσμών της απέναντι στις κυβερνήσεις των εκάστοτε εθνικών κρατών (ειδικά στη γερμανική).
.
Η ΕΚΤ
Από την άλλη πλευρά, η ευρωπαϊκή
κεντρική τράπεζα θεωρείται ως η πλέον αδύναμη, συγκριτικά με όλες τις
άλλες μεγάλες του πλανήτη – αφού η ανεξαρτησία της, καθώς επίσης η
προστασία της από τις πολιτικές επιρροές είναι πολύ περιορισμένη, επειδή είναι δεσμευμένη με μία σειρά συμφωνιών, δεχόμενη αρκετές πολιτικές και νομικές επιθέσεις (ιδίως από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο).
Εκτός αυτού, υποχρεώθηκε να αναλάβει πολιτικό ρόλο μετά το ξέσπασμα της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, ενώ δεν θα έπρεπε να το κάνει.
Προσπαθεί βέβαια να παραμένει στο παρασκήνιο, ενώ προσποιείται πως
είναι πολιτικά ουδέτερη, ειδικά στο θέμα της Ελλάδας – κάτι που όμως δεν
καταφέρνει τελικά.
Ο δικός της πρωταρχικός στόχος είναι να διατηρήσει ενωμένη την Ευρωζώνη – οπότε, επειδή τυχόν έξοδος της Ελλάδας δεν αποτελεί ένα ποσοτικά μετρήσιμο ρίσκο, τόσο όσον αφορά τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, όσο και την ακεραιότητα της νομισματικής ένωσης, θέλει να το αποφύγει.
Ενεργεί όμως με έναν εντελώς διαφορετικό
τρόπο, από αυτόν της Κομισιόν – αφού δεν επιδιώκει μία πιο ήρεμη
προσέγγιση εκ μέρους των δανειστών, αλλά κάνει ότι μπορεί για να υποχρεώσει (πιέσει, εκβιάσει) την Ελλάδα να τηρήσει αυτά που της επιβάλλονται, όσο επώδυνα ή λανθασμένα και αν είναι.
.
Το ΔΝΤ
Ο τελευταίος παίχτης στο τοξικό ελληνικό
δράμα είναι το ΔΝΤ – το οποίο έχει προσπαθήσει παραδόξως να πιέσει για
μία πραγματική λύση, όπως είναι διαγραφή χρέους και τα χαμηλότερα
πρωτογενή πλεονάσματα. Όλοι βέβαια γνωρίζουν πως το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Εν τούτοις, ταιριάζει στους Ευρωπαίους καλύτερα το να προσποιούνται το αντίθετο – εάν δήθεν η Ελλάδα εφαρμόσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται.
Από την άλλη πλευρά, το ΔΝΤ είναι επίσης
ένας από τους δανειστές της Ελλάδας, ο πιο ακριβός με κριτήριο τα
επιτόκια (περί το 3,9%) – ενώ, όπως όλοι οι υπόλοιποι, δεν θέλει να
χάσει τα χρήματα του. Ως εκ τούτου, η απαίτηση του να αποδεχτούν
οι άλλοι μία διαγραφή του ελληνικού χρέους, χωρίς όμως τη δική του
συμμετοχή, δεν ενθουσίασε κανέναν – ενώ, όσον αφορά τις
προβλέψεις του, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα δεν μπορεί να
ανταπεξέλθει με τις υποχρεώσεις της, κατηγορήθηκε ότι ποτέ δεν
επαληθεύτηκαν στο παρελθόν (ανάλυση).
Στα πλαίσια αυτά, οι Ευρωπαίοι ισχυρίσθηκαν πως η Ελλάδα μπορεί να πληρώσει τα χρέη της, καθώς επίσης να «παράγει» πρωτογενή πλεονάσματα
– προτείνοντας την ανάληψη εκ μέρους τους των δανείων του, έτσι ώστε να
μην επιβαρύνεται η χώρα με τα υψηλά του επιτόκια. Αυτό φυσικά δεν
ικανοποίησε το ΔΝΤ, αφού δεν θέλει να φύγει από την Ευρωζώνη –
εγκαταλείποντας την στη Γερμανία και στις φιλοδοξίες της.
.
Συμπέρασμα
Η αλήθεια είναι πως σε αυτές τις διαπραγματεύσεις δεν υπάρχει κανένας ανεξάρτητος διαιτητής, ενώ διαπιστώνεται μια μαζική «θεσμική μεροληψία» υπέρ των δανειστών της Ελλάδας.
Φυσικά και στο τελευταίο μνημόνιο, όπως επίσης σε όλα τα προηγούμενα,
υπάρχουν ορισμένες λογικές διαρθρωτικές αλλαγές – τις οποίες έχει ανάγκη
η Ελλάδα.
Εν τούτοις, επισκιάζονται από την
απαίτηση πρωτογενών πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% ετησίως, έτσι ώστε
να είναι δυνατή η εξυπηρέτηση των χρεών χωρίς διαγραφή – εκτός από το ότι δρομολογείται κυριολεκτικά η λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας της χώρας μας, σε εξευτελιστικές τιμές, παράλληλα με τη μετατροπή της σε προτεκτοράτο στο διηνεκές.
Μία οικονομία όμως, η οποία έχει
συρρικνωθεί σχεδόν κατά 28%, συνεχίζει να ευρίσκεται σε ύφεση, ενώ
μαίνεται ο αποπληθωρισμός, δεν μπορεί να μειώσει ξανά τις δαπάνες του
προϋπολογισμού της κατά 3% του ΑΕΠ, χωρίς να καταστραφεί εντελώς – ενώ οι Πολίτες της δεν είναι φυσικά πρόθυμοι να υποστούν θυσίες για να εφαρμόσουν τις σωστές διαρθρωτικές αλλαγές, οι
οποίες δεν είναι βέβαια οι μειώσεις μισθών και οι αυξήσεις των φόρων
που απαιτούν οι δανειστές, χωρίς καμία προοπτική για το μέλλον.
Πόσο μάλλον όταν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, τα οποία εκβάλουν στα χρέη, συνεχίζουν να αυξάνονται παρά τις τεράστιες εξοικονομήσεις, πρόσφατα στο -7,2% του ΑΕΠ, λόγω του σκανδάλου των τραπεζών
(γράφημα) – όταν παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση ήταν αυτή που
δολοφόνησε εκείνη την ελπίδα που η ίδια είχε δημιουργήσει στους Πολίτες (ανάλυση).
Εκτός αυτού, το νέο μνημόνιο εμπεριέχει
μία ακόμη αύξηση των «εσόδων» κατά 2%, από μη σαφείς μειώσεις δαπανών
και αυξήσεις φόρων, εάν η Ελλάδα δεν πετύχει τους στόχους της (κόφτης) –
ενώ οι ισχυρισμοί, σύμφωνα με τους οποίους η Ελλάδα έχει ολοκληρώσει την εσωτερική υποτίμηση, δεν είναι σωστοί.
Μεταξύ άλλων, επειδή το κόστος παραγωγής ανά μονάδα προϊόντος είναι
ακόμη πολύ υψηλό, σε σχέση με τις άλλες χώρες – κυρίως λόγω της μη
διενέργειας επενδύσεων στους τομείς της τεχνολογίας, των μηχανημάτων που
αυξάνουν την ανταγωνιστικότητα κοκ.
Ως εκ τούτου οι μισθοί, οι συντάξεις, τα
εισοδήματα γενικότερα και οι τιμές των προϊόντων θα πρέπει να μειωθούν
ακόμη περισσότερο, εάν δεν υπάρξει διαγραφή χρεών ή/και μαζικές
επενδύσεις – γεγονός που σημαίνει ότι, η Ελλάδα δεν θα επιβιώσει, παρά το ότι θα έχει χάσει όλα της τα περιουσιακά στοιχεία.
Κατ’ επακόλουθο, δεν θα παραμείνει τελικά στην Ευρωζώνη, αν και θα έχει
θυσιάσει τα πάντα για να τα καταφέρει – χωρίς κανένα απολύτως
αντίκρισμα.
.
Επίλογος
Οι ελληνικές διαπραγματεύσεις δεν
πρόκειται να οδηγήσουν πουθενά, ενώ όσο πιο πολύ διαρκούν, τόσο
χειρότερο θα είναι το αποτέλεσμα – όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά, επίσης,
για όλους τους υπόλοιπους συμμετέχοντες που αναφέρθηκαν παραπάνω. Με
δεδομένο δε το ότι, η Ευρωζώνη δεν έχει μόνο θεσμικά προβλήματα αλλά, επίσης, διέπεται από πολλές ανισορροπίες (ανάλυση),
ενώ αρκετές άλλες χώρες της είναι υπερχρεωμένες (Ιταλία, Πορτογαλία
κοκ.), η διάλυση της είναι το πιθανότερο σενάριο – όπου, η τυχόν μη
ελεγχόμενη, θα ήταν κυριολεκτικά τρομακτική.
Εν τούτοις, οι Ευρωπαίοι δανειστές δεν θα προσφέρουν καμία πραγματική ελάφρυνση του χρέους στην Ελλάδα, εάν δεν βρεθούν αντιμέτωποι με τον κίνδυνοι να χάσουν ακόμη περισσότερα χρήματα
– είτε επειδή η χώρα μας θα αποφασίσει να προβεί σε στάση πληρωμών,
πριν είναι ακόμη πολύ αργά, αναλαμβάνοντας το ρίσκο της παραμονής της ή
μη στην Ευρωζώνη (άρθρο),
είτε επειδή θα πεισθούν πως η νομισματική ένωση θα απειληθεί να
διαλυθεί ανεξέλεγκτα, εάν δεν εγκριθεί η διαγραφή μέρους του ελληνικού
χρέους, παράλληλα με όλα τα υπόλοιπα που απαιτούνται (πραγματική
τραπεζική ένωση, δημοσιονομική, πολιτική, θεσμικές αλλαγές κοκ.).
Βιβλιογραφία: F. Copolla