ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΖΑΧΑΡΟΣ
Μπορεί τα χρέη της Μαρινόπουλος προς προμηθευτές, τράπεζες και δημόσιο να προκαλούν ίλιγγο, ωστόσο δεν δημιουργήθηκαν αίφνης κάποιο πρωί. Η απέλπιδα προσπάθεια Κυβέρνησης και τραπεζών να αποτρέψουν το λουκέτο στον μεγαλύτερο ιδιώτη εργοδότη της χώρας, αποτελεί τη συνήθη πυροσβεστική μέθοδο που ακολουθεί την απουσία πρόληψης και την επιλογή της απραξίας όταν τα πράγματα σκουραίνουν. Μια επιλογή που αποτελεί παράδοση για τη χώρα μας.
Η Μαρινόπουλος έκρυβε τα προβλήματα της, κάτω από το χαλί. Στην αγορά ήταν γνωστό ότι υπήρχαν προβλήματα. Οι ίδιοι οι προμηθευτές έκαναν λόγο για ισορροπίες τρόμου και κατά καιρούς είχαν διακόψει την προμήθεια της αλυσίδας, λόγω της αδυναμίας να πληρώσει σε εύλογο χρονικό διάστημα τις υποχρεώσεις της. Έκαναν δηλαδή το αυτονόητο καθώς σύμφωνα με το ρητό της αγοράς “παύσις πληρωμών, στάσις εμπορίου”.
Το δημόσιο όμως και οι τράπεζες δεν εφάρμοσαν την ίδια πρακτική. Κόντρα στους κανόνες του ανταγωνισμού αλλά και Κόντρα σε κάθε λογική, άφησαν την Μαρινόπουλος να συσσωρεύσει χρέη. Περισσότερα από 100 εκατομμύρια είναι τα χρέη προς το δημόσιο καταμερισμένα σχεδόν ισομερώς προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία. Τα δάνεια με εμπράγματες εξασφαλίσεις ανέρχονται σε 126 εκατ. ευρώ ενώ οι οφειλές προς πιστωτές χωρίς εγγυήσεις ξεπερνούν το 1 δισ. Η εταιρεία φυσικά έχει και απαιτήσεις ύψους σχεδόν 1 δισ. ευρώ. Κάποια εξ’ αυτών, τα χρωστά και το δημόσιο.
Κατά τα προηγούμενα χρόνια, κανείς δεν ήθελε να δει την αλήθεια κατάματα. Η εταιρεία καρκινοβατούσε και διατηρούνταν στη ζωή κυρίως λόγω του γεγονότος ότι κανείς δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη για να πράξει το αυτονόητο. Αν οποιοσδήποτε μικρομεσαίους ιδιώτης συσσώρευε τόσα χρέη, τράπεζες και δημόσιο θα είχαν ασκήσει όλα τα ένδικα μέσα. Η too big to fail (πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει) περίπτωση του Μαρινόπουλου τους έκανε να παραβλέπουν την πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να γίνει εύκολα πιστευτή. Η εταιρεία ήταν γνωστό εδώ και χρόνια ότι δεν δημοσίευε ισολογισμούς. Τους ισολογισμούς των ετών 2012, 2013 και 2014 τους κατέθεσε μόλις προχθές στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο, ενόψει της κατάθεσης της αίτησης υπαγωγής στον πτωχευτικό κώδικα. Για το 2015 δεν έχουμε ακόμη στοιχεία…Παρά ταύτα, η Μαρινόπουλος συναλλάσσονταν με τις τράπεζες και μπορούσε να συνεχίζει τη λειτουργία της. Οι εποπτικές αρχές που επέτρεψαν κάτι που είναι αδιανόητο για οποιονδήποτε επιχειρεί, θα πρέπει να δώσουν εξηγήσεις.
Διατηρώντας με στρεβλό τρόπο τη λειτουργία της Μαρινόπουλος, δημιουργούσαν όχι μόνο αθέμιτο ανταγωνισμό απέναντι στους λοιπούς λιανέμπορους αλλά και μια αφόρητη πίεση προς τους προμηθευτές. Οι τελευταίοι καλούνταν να πάρουν ένα τεράστιο ρίσκο. Η ασφάλεια του να μην συναλλάσσονται με τον υπό κατάρρευση όμιλο είχε σαν αντίκτυπο να χάνουν σημαντικές πωλήσεις από τους ανταγωνιστές τους. Δεδομένων και των γενικότερων συνθηκών, Πολλοί προμηθευτές έπαιρναν μια βαθιά ανάσα και τζόγαραν διαρκώς για να επιβιώσουν. Κάποια στιγμή θα έφτανε και η ώρα της κρίσεως και όσο περισσότερο διατηρούνταν το στρεβλό καθεστώς, τόσο μεγάλωναν τα “ανοίγματα”.
Η οικογένεια Μαρινόπουλου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες επιχειρηματικές οικογένειες της χώρας. Μέλη της υπήρξαν πρόεδροι του ΣΕΒ, αποτέλεσαν ιδρυτικά μέλη του τραπεζικού συστήματος, είχαν πολιτική επιρροή. Είναι εύκολα κατανοητό ότι είχαν και έχουν τα μέσα για να απαιτούν μια διακριτή μεταχείριση. Κάτι που δυστυχώς είναι απαράδεκτο σε ένα κράτος δικαίου. Περιέργως είχαν συμμάχους τους -ενδεχομένως εκούσια- όσους διατρανώνουν ότι είναι προστάτες των συμφερόντων των εργαζομένων. Στο όνομα των οποίων πραγματοποιήθηκαν εν ολίγοις, πολλές από τις αβλεψίες.
Όσοι σήμερα κόπτονται για τις 12 και πλέον χιλιάδες θέσεις εργασίας, θα πρέπει να απαντήσουν αν στο παρελθόν δεχόντουσαν μια συρρίκνωση της αλυσίδας με τις συνακόλουθες απολύσεις, προκειμένου να διασωθεί. Αν απλώς είχαν βγει στους δρόμους με το μαξιμαλιστικό αίτημα “καμιά απόλυση” -όπως συνηθίζεται στην Ελλάδα- φέρουν βαρύτατη την ευθύνη για την κατάληξη της αλυσίδας και του κλάδου. Η εμμονική άρνηση να εξορθολογιστεί η λειτουργία οποιασδήποτε επιχείρησης στη χώρα, οδηγεί αργά ή γρήγορα στο λουκέτο, απειλώντας τελικά να καταστρέψει ολόκληρο τον κλάδο.
Δυστυχώς είναι οι ίδιοι άνθρωποι που με μεγάλη ευκολία ξεστομίζουν την ιδέα: “να προστατεύσει το κράτος τους εργαζόμενους” ή ακόμη χειρότερα “να κρατικοποιηθεί η εταιρεία”. Ζητούν δηλαδή να συνεχιστεί η στρέβλωση για να μην γλιτώσει τελικά κανένας εργαζόμενος στο λιανεμπόριο. Να διατηρηθεί δηλαδή η επιδοτούμενη ζημιογόνος δραστηριότητα ώστε να υπάρξει πλήρης ασφυξία και στους ανταγωνιστές αλλά και σε όσους προμηθευτές την έχουν γλιτώσει.
Αν ο νόμος και οι πρακτικές που ισχύουν για όλους τους επιχειρηματίες είχαν εφαρμοστεί έστω και με μικρές αποκλίσεις λόγω του μεγέθους, η κατάσταση δεν θα είχε φθάσει ποτέ ως εδώ. Το να ξετυλίξει κανείς το κουβάρι των χαριστικών πρακτικών που επελέγησαν για να μην έρθει κανείς αντιμέτωπος με το πρόβλημα, είναι κάτι που επιτέλους πρέπει να γίνει. Όχι με σκοπό να εκδικηθεί κανείς υπαλλήλους που έβαλαν την υπογραφή τους αλλά για να ξεμπερδεύουμε επιτέλους με το κουβάρι της διαπλοκής και παράλληλα να διαπιστώσουμε ποιος ήταν τελικά με το μέρος των εργαζομένων και ποιος με την ιδεοληψία και τις δήθεν φιλεργατικές απόψεις του, τους οδήγησε ομού στο αδιέξοδο.