ΜΑΡΙΑ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ
Η πρώτη αξιολόγηση έκλεισε, αλλά μάλλον δεν θα πλήξουμε. Το σκηνικό πολιτικής αντιπαράθεσης μετατοπίζεται πλέον στο εσωτερικό, που με διάφορες αφορμές (προσφάτως με τη διάταξη για τις off-shore) αναζωπυρώνεται κι έτσι θα συνεχίσει μέχρι τον νέο κύκλο διαβουλεύσεων στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης, η οποία θα ξεκινήσει κάπου τον Οκτώβριο, οπότε θα ανακάμψουν στο προσκήνιο οι δανειστές με τις απαιτήσεις τους περί τα εργασιακά και το άνοιγμα των αγορών προϊόντων.
Εν τω μεταξύ, το άνοιγμα της συνταγματικής αναθεώρησης και η δρομολόγηση της αλλαγής του εκλογικού νόμου μάλλον θα ενισχύσουν αυτό το κλίμα, καθώς προσφέρεται για τη «μικροπολιτική» ατζέντα όλων των πολιτικών κομμάτων, πέρα από τα σημεία στα οποία υπάρχει ή θα επιδιωχθεί συναίνεση. Δεν είναι βέβαια σίγουρο ότι η προσπάθεια αλλαγής ατζέντας, την οποία μεταξύ άλλων σηματοδοτεί η συζήτηση για τα θεσμικά, θα ενισχύσει την κυβέρνηση όπως η ίδια ευελπιστεί, καθώς αυτά μάλλον δεν είναι το δυνατό της σημείο, ενώ θα ενεργοποιήσει και θα επαναφέρει στο προσκήνιο άλλους «πολιτικούς» παίκτες με έφεση στο θέμα (ο νοών νοείτω).
Δίπλα στη συζήτηση για τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, πεδίο αντιπαράθεσης αναμένεται να είναι και η οικονομία και οι δυνατότητες ανάκαμψης, με την κυβέρνηση να αναδεικνύει τα «εργαλεία» που προωθεί ή αξιοποιεί προκειμένου να αντισταθμίσει τα δημοσιονομικά μέτρα, αρχής γενομένης από τον αναπτυξιακό νόμο που παρουσίασε ο υπουργός Ανάπτυξης Γιώργος Σταθάκης και συζητείται ήδη στη Βουλή. Πάντως, η πολυπόθητη ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης πηγαίνει όλο και παραπίσω, δεδομένου ότι αρχικά προσδιοριζόταν αυτό να γίνει μέσα στο καλοκαίρι, ενώ χθες ο υπουργός Οικονομικών την προσδιόρισε για Σεπτέμβριο.
«Κοινό μέτωπο», αλλιώς...
Η κυβέρνηση έχοντας κατά νου τις δημοσκοπήσεις και το σταθερό το τελευταίο διάστημα προβάδισμα τις Ν.Δ. σκοπεύει να αξιοποιεί όσες ευκαιρίες προσφέρονται για «πλαγιοκόπη- ση» της αξιωματικής αντιπολίτευσης και ανάδειξη των αδυναμιών της και κυρίως του «στρατηγικού αδιεξόδου» όπως συχνά της καταλογίζει τον τελευταίο καιρό. Η στρατηγική αυτή έχει ως υπόβαθρο τη συλλογιστική ότι η Ν.Δ. θα ήταν χειρότερος και πιο επιθετικός προς τα μεσαία και λαϊκά στρώματα διαχειριστής του μνημονίου και σε κάθε περίπτωση όμηρος της παλαιοκαθεστωτικής διαπλοκής με την οποία δεν εμφανίζεται διατεθειμένη να κόψει δεσμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο το Μαξίμου θα επιχειρήσει να αντιστρέψει την πίεση που δέχεται ως προς τα εργασιακά και να τη στρέψει προς τη Ν.Δ., επιχειρώντας να την εκθέσει για παράδειγμα όσον αφορά τις θέσεις και τις προτάσεις της για τις ομαδικές απολύσεις (θέμα που το βάζουν οι δανειστές) ή την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (θέμα το οποίο βάζει στο τραπέζι η κυβέρνηση). Παράλληλα θα επαναφέρει τη ρητορική περί ανάγκης εσωτερικής συστράτευσης ή κοινού μετώπου των πολιτικών κομ μάτων και ιδίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης για την απόκρουση των απαιτήσεων των δανειστών σε αυτόν τον τομέα. Με αυτόν τον τρόπο, που αποτελεί άλλωστε πάγια τακτική του πρωθυπουργού και του επιτελείου του, η κυβέρνηση πιστεύει πως πετά το μπαλάκι της ευθύνης στην αξιωματική αντιπολίτευση. Την ίδια ώρα χτίζει και το επιχείρημα για την περίπτωση που... χαθεί η μάχη για τα εργασιακά: «προσπαθήσαμε αλλά δεν είχαμε στήριξη από τα κόμματα».
Να σημειωθεί πάντως ότι η κυβέρνηση διαψεύδει κατηγορηματικά ότι έχει τεθεί από τους δανειστές θέμα περικοπής του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, αντιθέτως αποδίδει τη σχετική αναφορά κυριακάτικου δημοσιεύματος σε μια προσπάθεια δημιουργίας κλίματος. Η Όλγα Γεροβασίλη έκανε λόγο για θέμα «ανύπαρκτο» και το απέδωσε σε μια προσπάθεια «να προκαλέσει δυσαρέσκεια εναντίον της κυβέρνησης και να το αξιοποιήσει πολιτικά ο κ. Μητσοτάκης».
Τα ζητήματα που έχουν τεθεί αφορούν τη θεσμοθέτηση του λοκ άουτ (το δικαίωμα του εργοδότη να κλείνει την επιχείρηση σε περίπτωση απεργίας), τις αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο που συνεπάγονται περιορισμούς στα δικαιώματα των συνδικαλιστών αλλά και των εργαζομένων και τις ομαδικές απολύσεις. Αυτά έχουν τεθεί από πλευράς δανειστών, λέει η κυβέρνηση, υπογραμμίζοντας ότι αποτελούν δεσμεύσεις της κυβέρνησης Σαμαρά τις οποίες η κυβέρνηση εργάζεται για να αποτρέψει.
Όσον αφορά το εσωτερικό της κυβέρνησης γίνεται αντιληπτό ότι υπάρχει δυσαρέσκεια στην κοινωνία και επισημαίνεται από διάφορες πλευρές η ανάγκη ανάκτησης των δεσμών με τις διάφορες κοινωνικές ομάδες πάνω σε επίδικα ευρύτερα της μάχης κατά της διαφθοράς και διαπλοκής, ωστόσο από τις επισημάνσεις μέχρι τον σχεδιασμό μιας στρατηγικής και την υλοποίησή της υπάρχει απόσταση. Αυτές οι αναζητήσεις φαίνεται πως περνούν μέσα από την προσυνεδριακή διαδικασία, η οποία θα ανοίξει μετά τη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής, η οποία τελικά θα γίνει στις 25-26 Ιουνίου και όχι στις 18-19 (στο τριήμερο του Αγίου Πνεύματος) όπως είχε οριστεί αρχικά.