Έχω βαθιά στενοχώρια.
Δεν φαίνεται, δεν το δείχνω.
Αλλά έχω στενοχώρια.
Δεν μπορώ να χωνέψω με τίποτα αυτό που έχει συμβεί στην Ελλάδα τα τελευταία έξι χρόνια.
Δεν μπορώ να χωνέψω με τίποτα πως μας παίρνουν τη χώρα για πάντα και εμείς κοιτάμε απαθείς.
Δεν μπορώ να χωνέψω με τίποτα πως τα παιδιά των Ελλήνων φεύγουν μετανάστες κατά εκατοντάδες χιλιάδες, και δεν είμαστε όλοι έξαλλοι με αυτό.
Δεν μπορώ να χωνέψω με τίποτα ότι συνάνθρωποί μας χάθηκαν ή χάνονται, άλλοι εξαθλιώθηκαν ή εξαθλιώνονται, και οι περισσότεροι Έλληνες συμπεριφέρονται σαν να μην τρέχει τίποτα.
Πέφτουμε ο ένας μετά τον άλλον και κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε.
Κάνουμε ότι δεν λείπει κανείς. Κάνουμε ότι είμαστε όλοι εδώ. Δεν είμαστε.
Είμαστε σαν τις κότες στο κοτέτσι, που σφάζει ο αγρότης μια κότα μπροστά τους να την φάει, και αυτές ούτε το βλέμμμα τους δεν γυρνάνε.
Και αφού την σφάξει την κότα εκεί μπροστά τους -και χωρίσει το σώμα από το κεφάλι και γεμίσει αίματα ο τόπος όλος-, οι άλλες κότες προσποιούνται πως δεν λείπει μια κότα.
Προσποιούνται πως όλα είναι κανονικά. Πως δεν έγινε τίποτα.
Η ζωή στο κοτέτσι συνεχίζεται κανονικά.
Κανονικά.
Αν η Ελλάδα είναι ένα κοτέτσι κι εμείς είμαστε κότες, να βάλουμε ένα κοτετσόσυρμα γύρω-γύρω και να κακαρίζουμε.
Αλλά δεν είμαστε κότες, είμαστε άνθρωποι.
Ο άνθρωπος είναι κάτι πολύ σημαντικό.
Αρκεί να το πιστέψει. Αρκεί να το αντιληφθεί.
Δεν είναι δυνατόν να είναι αυτό το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε.
Δεν είμαστε καλύτεροι από τους άλλους λαούς, από τις αάλλες κοινωνίες αλλά δεν μπορεί να είμαστε και τόσο χάλια, ρε γαμώτο.
Σας παρακαλώ, ας κάνουμε κάτι.
Ας αντιδράσουμε.
Ας μην βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να πέφτουν ή να χάνονται ο ένας μετά τον άλλον, κι εμείς να κάνουμε ότι όλα είναι κανονικά.
Δεν είναι.
Θα μας φάνε όλους. Έναν-έναν.
Αν είναι να πέσουμε, να πέσουμε ηρωικά.
Να πέσουμε σαν άνθρωποι.
Να μην πέσουμε σαν κότες.
Σας παρακαλώ, αντιδράστε, αντισταθείτε, αντεπιτεθείτε.
Ουφ!!!