του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Μετά την ψυχρολουσία του Brexit πολιτικοί αναλυτές, «έγκριτοι» δημοσιογράφοι και οργανικοί διανοούμενοι ανά την Ευρώπη διατυμπανίζουν ότι σ’ ένα χρόνο από τώρα αν δεν επέλθει «η συντέλεια του κόσμου» για τη «γερασμένη, υπνοβατούσα και διχασμένη» Ευρώπη, σίγουρα θα έχουμε «μια μεγάλη καταστροφή»: Την ανάδυση μιας «σκοτεινής» Γηραιάς Ηπείρου με επιθετικούς εθνικισμούς, καλπάζοντα ρατσισμό, οικονομική ύφεση και κοινωνικές αναταραχές! Για τους υπεράνω πάσης υποψίας ιππότες της πολιτικής ορθότητας το αναπάντεχο Brexit ισοδυναμεί με «δημοκρατικό πραξικόπημα» (Spiegel) «εθνολαϊκιστών», «ακροδεξιών» και «ξενόφοβων» ηγετίσκων-«καραγκιόζηδων», που απλά «επενδύουν» στα ένστικτα φτωχοποιημένων λαϊκών μαζών και «υποδαυλίζουν» την ανασφάλεια μικροαστικών στρωμάτων. Σημειωτέον, ότι όλα αυτά λέγονται χωρίς ίχνος αυτοκριτικής για τον υπερσυγκεντρωτισμό των Βρυξελλών, το έλλειμμα δημοκρατίας και τ’ ανεξέλεγκτα λόμπυ, την κατ’ εξακολούθηση παραβίαση κοινοτικού δικαίου και τον φόβο από τα δημοψηφίσματα. Ούτε βεβαίως για την αλαζονεία του ευρωπαϊκού κατεστημένου και την υποταγή του στις ΗΠΑ ή για τις απαράδεκτες κοινωνικές επιπτώσεις από τ’ «αγαθά» του αυτοματοποιημένου παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και του ανατέλλοντος νεοφεουδαρχισμού που προωθούν.
Μέσα σ’ ένα καθεστώς πανικού, υπεραπλουστεύσεων, εθελοτυφλίας και δαιμονολογίας, οι «πεφωτισμένοι» ευρωπαϊστές ποντάρουν χωρίς αναστολές στην επιτηδευμένη κινδυνολογία, προβάλλοντας ένα «εφιαλτικό σενάριο»: Μετά το διαζύγιο Ε.Ε. και Μεγάλης Βρετανίας η Σκωτία επαναφέρει πιο δυναμικά το αίτημα απόσχισής της από το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Ολλανδία, ο ακροδεξιός Γκεερτ Βίλντερς ηγείται, από το Μάρτιο του 2017, μιας κυβέρνησης συνασπισμού, προκηρύσσει δημοψήφισμα για το Nexit, αναγορεύοντας παράλληλα τον ισλαμισμό σε πρωτεύοντα κίνδυνο για όλη την Ευρώπη. Η Μαρί Λεπέν που βρίσκεται από το Μάιο του 2017 στον προεδρικό θώκο της Γαλλίας, θέτει ως πρώτη προτεραιότητα για τη Γαλλία τη νομισματική της κυριαρχία και το Frexit. Στην Ισπανία, η κυβερνητική κρίση που ξέσπασε, μετά το αδιέξοδο των εκλογών του Δεκεμβρίου του 2015, συνεχίζεται και μετά τις επαναληπτικές εκλογές, με τη χώρα να βρίσκεται πλέον μπροστά σε μια συνταγματική κρίση και τους Καταλανούς να ετοιμάζονται με το νέο έτος ν’ ανακηρύξουν την αυτονομία τους. Στη διχασμένη Αυστρία, το ακροδεξιό κόμμα προηγείται κατά πολύ των άλλων κομμάτων στις δημοσκοπήσεις και ο αρχηγός του Χάιντς Στράχε ζήτα επιμόνως πρόωρες εκλογές, που όμως απορρίπτει ο αμφισβητούμενος για τη νομιμότητα της εκλογής του Πράσινος Πρόεδρος Βαν ντερ Βέλεν. Σε Ουγγαρία και Πολωνία οι συντηρητικές κυβερνήσεις, παρότι αντιμέτωπες με τη εχθρική γραφειοκρατία των Βρυξελλών, παραμένουν ισχυρές, ακολουθώντας το δικό τους δρόμο στο μεταναστευτικό. Η παταγώδης αποτυχία των μεταρρυθμίσεων του τρίτου μνημονίου, αναγκάζει την κυβέρνηση Τσίπρα σε παραίτηση, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις στην Ελλάδα. Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία, η επιχειρησιακή καγκελάριος Μέρκελ, το κόμμα της οποίας, αν και νικητής των εκλογών, κυμάνθηκε μόλις στο 30%, αδυνατεί να σχηματίσει κυβέρνηση μόνο με τους Πράσινους, καθώς οι σοσιαλδημοκράτες, μετά τη νέα παταγώδη εκλογική τους αποτυχία και την άνοδο του ακροδεξιού AfD στο 15%, προτιμούν πλέον τα έδρανα της αντιπολίτευσης, αφήνοντας άλλους να διαχειριστούν την οικονομική κρίση που έφτασε πλέον και στη Γερμανία.
Αρκεί όμως μια αυξανόμενη λαϊκή θύελλα δυσπιστίας και καχυποψίας κατά του ευρωπαϊκού κατεστημένου και των υπερσυγκεντρωτικών, υπό γερμανικό έλεγχο, ευρωπαϊκών θεσμών για να δικαιολογήσουν το εφιαλτικό «σήμα κινδύνου» για την Ευρώπη; Για τον Μπερντ Ούρλιχ, αναπληρωτή πολιτικό αρχισυντάκτη της Zeit, ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και άμεσος και τα δεδομένα απολύτως σαφή: Τα τελευταία χρόνια και κυρίως με την έναρξη της προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη, έχει προκύψει μια νέα «Διεθνής», από τις ΗΠΑ έως τη Ρωσία, που λειτουργεί σαν ένα «ανοιχτό και ικανό για μάθηση διεθνές πολιτικό σχέδιο αυταρχικών προδιαγραφών» με «τρία αποφασιστικά στοιχεία μοντερνισμού: Αποχαιρετισμός από τον αντισημιτισμό, τον ιστορικό αναθεωρητισμό και το νεοφιλελευθερισμό». Σε πολλά σημεία του πλανήτη και ιδιαιτέρα στην Ευρώπη υπάρχει ένα «κοινό πρόγραμμα που σχεδόν παντού λειτουργεί το ίδιο αποτελεσματικά: κοινωνικός εθνικισμός, δημοψηφισματικός αυταρχισμός, αντιμουσουλμανικός ρατσισμός, περιφρόνηση και αποδόμηση των δημοκρατικών διαδικασιών και προτύπων του κράτους δικαίου, πολιτισμικός αγώνας κατά κάθε μορφής φιλελευθερισμού, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, λεκτική βία και έναν αξιοπρεπή μιλιταρισμό, και τέλος, επίσης σημαντικό, έναν εργαλειακά χρησιμοποιούμενο Χριστιανισμό». Οι αιτίες για όλα αυτά είναι «απλοϊκές, λιγότερο κοινωνικές και περισσότερο πολιτικές». Πρόκειται μάλιστα για μια «ασύμμετρη σύγκρουση» με τους «εθνικιστές» να δραστηριοποιούνται «πιο διεθνιστικά από τους διεθνιστές» (die Zeit, 22-5-2016).
Εν τούτοις, δεν χωρά αμφιβολία ότι αυτό που οι ευρωπαϊκές ελίτ θεωρούν κίνδυνο από ένα είδος «Trash-φασισμό», για πλατιές λαϊκές μάζες μοιάζει μ’ ένα «θαυμάσιο όνειρο», που αντανακλάται στις δημοσκοπήσεις και σε εκλογικά αποτελέσματα. Όχι στο πλαίσιο ξεπερασμένων ιδεολογικών αγκυλώσεων και νοσταλγίας για το παρελθόν, αλλά ως θέμα αυτοσυντήρησης και αντίστασης των κατεστραμμένων και αποκλεισμένων από την παγκοσμιοποίηση λαϊκών στρωμάτων και ενάντια στο κατεστημένο. Ενός κατεστημένου που έχοντας ως αιχμή του δόρατος μια παραπαίουσα δημοκρατία, τον απόλυτο έλεγχο της οικονομίας και των ΜΜΕ και τον διχαστικό «ψυχρό ανθρωπισμό», που εμφορείται από κοινωνικές παραδοξότητες, όπως ο πολυπολιτισμικός χυλός και οι δικαιωματικές πομφόλυγες, στην ουσία προσπαθεί να διατηρήσει ή και ν’ αυξήσει τα προνόμιά του.
Το βέβαιο πάντως είναι ότι η Γηραιά Ήπειρος, ηθικά απογυμνωμένη και πολιτικά συρρικνωμένη, αδυνατεί ν’ αντιμετωπίσει τους αυξανόμενους κινδύνους για την ευημερία όλων των πολιτών της και τον πολιτισμό της. Ο «ειδικός ρόλος» της Γερμανίας, που μετά το ανατρεπτικό Brexit θα επαναφέρει πλέον πιο δυναμικά στο προσκήνιο την Ευρώπη των ομόκεντρων κύκλων και τον μεσευρωπαϊκό σκληρό πυρήνα, παραμένει κυρίαρχος, παρά το βρετανικό χτύπημα. Όντως, μια Νέα Εποχή χαράζει για την Ευρωπαϊκή Ένωση, χωρίς πυξίδα, χωρίς χαρισματικούς ηγέτες, χωρίς κάποιο όραμα αισιοδοξίας και σ’ ένα γεωπολιτικό περιβάλλον σχεδόν ανεξέλεγκτο.