Η άλλη όψη του BREXIT

ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ

Όλα τα δημοψηφίσματα που διεξήχθηκαν στις χώρες της ΕΕ από τις αρχές της χιλιετίας, είχαν τελικά το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που ψήφισαν οι Πολίτες – οπότε δεν πρέπει να είμαστε καθόλου βέβαιοι για την αποχώρηση της Βρετανίας
.
Πριν από κάθε τι άλλο οφείλει κανείς να είναι πολύ επιφυλακτικός με τις προβλέψεις και με τα γρήγορα συμπεράσματα του, όσον αφορά τις ευρωπαϊκές εξελίξεις – οι οποίες, με κριτήριο την ιστορία, δεν είναι ποτέ «γραμμικές» ή τόσο σαφείς, όσο φαίνονται τις πρώτες ημέρες.

Για παράδειγμα, όταν από την παλαιότερη ΕΟΚ προέκυψε με τη συμφωνία του Μάαστριχτ η «καινούργια» ΕΕ, οι μοναδικές χώρες που εμπιστεύθηκαν τους λαούς τους το 1992, επιτρέποντας τους να αποφασίσουν οι ίδιοι με δημοψήφισμα, ήταν η Γαλλία και η Δανία. Τότε οι μεν Γάλλοι ψήφισαν το σύμφωνο με μεγάλες δυσκολίες, καθώς επίσης με μία μικρή πλειοψηφία, ενώ οι Δανοί το καταψήφισαν.

Μετά από ένα έτος όμως, αφού προηγήθηκαν διάφορα τεχνάσματα, νομιμοφανείς απάτες, καθώς επίσης απειλές, σχετικά με τις συνέπειες που θα είχε η άρνηση των Δανών, το δημοψήφισμα επαναλήφθηκε – με ένα θετικό αποτέλεσμα, το οποίο ταίριαζε με αυτό που ήθελε να πετύχει η ΕΕ. Εν τούτοις, λόγω του μη σεβασμού στο αποτέλεσμα της πρώτης ψηφοφορίας, αυξήθηκε η εκλογική δύναμη του ακροδεξιού «λαϊκού κόμματος» – το οποίο είναι σήμερα το δεύτερο ισχυρότερο στο κοινοβούλιο της χώρας, συμμετέχοντας στην κυβέρνηση μειοψηφίας.

Στη συνέχεια η ΕΕ αναπτύχθηκε, οπότε δέκα χρόνια αργότερα θεωρήθηκε απαραίτητη η συνθήκη της Νίκαιας. Αυτή τη φορά δεν εμπιστεύθηκε το λαό της ούτε η Γαλλία, ούτε φυσικά η Δανία, αλλά μόνο η Ιρλανδία – όχι βέβαια εκούσια, αλλά επειδή το Σύνταγμα της χώρας καθιστά υποχρεωτικό το δημοψήφισμα, για τέτοιου είδους σοβαρές συμβάσεις. Όπως ήταν τώρα αναμενόμενο, οι Ιρλανδοί απέρριψαν τη συνθήκη της Νίκαιας τον Ιούνιο του 2001, με μία καθαρή πλειοψηφία.

Ένα χρόνο αργότερα, μετά από εκβιασμούς, απειλές και πιέσεις εκ μέρους της ΕΕ, το δημοψήφισμα επαναλήφθηκε με θετική έκβαση – ενώ οι Ιρλανδοί δεν εξαγριώθηκαν καθόλου, επειδή η Κομισιόν τους προικοδότησε/δωροδόκησε με μία σειρά παραχωρήσεις, οι οποίες κατέστησαν εφικτό το ιρλανδικό οικονομικό θαύμα που πήρε το όνομα «κελτικός τίγρης». 

Με μία νομοθεσία δηλαδή που προσέφερε στους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους τη δυνατότητα παράκαμψης της φορολογίας, με μεγάλο κόστος για τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ – ενώ διευκόλυνε την εγκατάσταση αμερικανικών και ευρωπαϊκών πολυεθνικών, για φορολογικούς λόγους. Ως εκ τούτου, η Ιρλανδία είναι σήμερα η μοναδική χώρα μαζί με το Λουξεμβούργο, με τον άλλο φορολογικό παράδεισο δηλαδή, οι εξαγωγές της οποίας είναι μεγαλύτερες από το ΑΕΠ της (γράφημα)- κάτι που επεξηγεί καλύτερα τη γρήγορη έξοδο της από τα μνημόνια (ανάλυση).

Επεξήγηση γραφήματος: Εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (αριστερή κάθετος) – όπου το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία κατέχουν τις πρώτες θέσεις.

Περαιτέρω, η ΕΕ αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο, οπότε προτάθηκε η υιοθέτηση ενός κοινού ευρωπαϊκού Συντάγματος – μία σκέψη που, μετά από λίγο καιρό, διαπιστώθηκε πως ήταν λανθασμένη. Η αιτία ήταν το ότι, για να δρομολογηθεί θα έπρεπε να διεξαχθούν δημοψηφίσματα σε δέκα χώρες – επειδή επρόκειτο για μία διεθνή συμφωνία μεγάλης σημασίας για τα επί μέρους κράτη.

Αφού λοιπόν επικυρώθηκε το Σύνταγμα από τους Ισπανούς, απορρίφθηκε με καθαρή πλειοψηφία από τους Γάλλους, καθώς επίσης από τους Ολλανδούς – οπότε η ΕΕ, ευρισκόμενη σε πλήρη αμηχανία, σταμάτησε εν πρώτοις τη διαδικασία της ψήφισης του από τις άλλες χώρες. Δεν μπορούσε άλλωστε να ακολουθεί συνεχώς την ίδια στρατηγική: το να επαναλαμβάνει δηλαδή τα «δημοκρατικά» δημοψηφίσματα, έως ότου επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα, χωρίς να χάσει το «πρόσωπο» της (image).

Συνεχίζοντας, για να παρακαμφθεί το πρόβλημα, «η ΕΕ βάφτισε διαφορετικά το παιδί» – από το «Σύνταγμα για την Ευρώπη» στο «Σύμφωνο της Λισαβόνας». Όσον αφορά το περιεχόμενο, δεν υπήρχε σχεδόν καμία διαφορά. Εν τούτοις, μέσω της αλλαγής του ονόματος, δεν ήταν απαραίτητη πλέον η επικύρωση του με δημοψηφίσματα από τους Ευρωπαίους Πολίτες των δέκα κρατών – με εξαίρεση ξανά μόνο την Ιρλανδία, το αφελές Σύνταγμα της οποίας παρέχει στους Πολίτες το δικαίωμα να αποφασίζουν οι ίδιοι για το μέλλον τους.

Υποχρεώθηκε λοιπόν η ΕΕ να επιτρέψει στους Ιρλανδούς ένα νέο δημοψήφισμα – για το Σύμφωνο της Λισαβόνας» αυτή τη φορά, το οποίο απορρίφθηκε ξανά. Ακολούθησε η ίδια διαδικασία με διαπραγματεύσεις, με απάτες, με νέες ειδικές παραχωρήσεις, καθώς επίσης με την απειλή εκδίωξης της χώρας από την ΕΕ, άρα υποχρεωτικά και από την Ευρωζώνη, στην περίπτωση της αρνητικού ψήφου – με αποτέλεσμα, ένα έτος αργότερα, να επικυρωθεί η συμφωνία από τους Ιρλανδούς. Προφανώς θα αποφασιζόταν από το ευρωπαϊκό ιερατείο μία τρίτη, εν ανάγκη μία τέταρτη επανάληψη, εάν οι Ιρλανδοί αποδεικνύονταν υπερβολικά ισχυρογνώμονες – κάτι που τελικά δεν χρειάστηκε.

Εν τούτοις, επειδή οι Γάλλοι και οι Ολλανδοί είχαν απορρίψει το «Σύνταγμα για την Ευρώπη», ενώ παρακάμφθηκαν με απάτη μέσω της μετονομασίας του, γύρισαν στην πλάτη σε εκείνη τη Δημοκρατία που ισχύει τότε μόνο, όταν τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων ταιριάζουν στις επιθυμίες των ελίτ – στηρίζοντας έκτοτε, όπως οι Δανοί, τα ακροδεξιά κόμματα, η ισχύς των οποίων αυξήθηκε γεωμετρικά.

Η συνέχεια του δημοκρατικού δράματος  

Περαιτέρω, το 2015 οι Έλληνες απέρριψαν πλειοψηφικά τον εκβιασμό της ευρωπαϊκής Τρόικας, ψηφίζοντας ΟΧΙ στην εφαρμογή των μνημονίων, παρά τις κλειστές τράπεζες και τις διεθνείς απειλές – με αποτέλεσμα, λίγες εβδομάδες αργότερα, να φιλήσει κυριολεκτικά τα πόδια της καγκελαρίου ο θλιβερός πρωθυπουργός, ανατρέποντας το δημοψήφισμα και επιτρέποντας τη συνέχιση των εκβιασμών της Τρόικας. Ενδιάμεσα βέβαια είχε βαφτισθεί με ένα νέο, πομπώδες όνομα (Θεσμοί) – κατ’ αναλογία με το «Σύνταγμα για την Ευρώπη».

Πρόσφατα τώρα, τον Απρίλιο, οι Ολλανδοί κλήθηκαν να επικυρώσουν τη συμφωνία σύνδεσης μεταξύ της Ουκρανίας και της ΕΕ – σχεδόν μυστικά από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Η συμφωνία απορρίφθηκε τελικά, με ποσοστό 61% – κάτι που δεν προβλημάτισε καθόλου την κυβέρνηση της, η οποία ισχυρίσθηκε πως δεν θα την επικυρώσει ως έχει, αλλά θα συμβουλευθεί προηγουμένως την Κομισιόν. Η συμφωνία βέβαια ισχύει από τις αρχές του έτους, σε μία προσωρινή μορφή – η οποία όμως δεν ενοχλεί καθόλου την εφαρμογή της.

Σε γενικές γραμμές λοιπόν, όλα τα δημοψηφίσματα και οι ψηφοφορίες που διεξήχθηκαν στις παλαιότερες χώρες της ΕΕ από τις αρχές της χιλιετίας, είχαν το αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιθυμούσαν οι Πολίτες – γεγονός που τεκμηριώνει την «ποιότητα» της δήθεν δημοκρατίας στην Ευρώπη όπου, εκείνα τα κόμματα που δεν είναι πρόθυμα να την αποδεχθούν ως έχει, χαρακτηρίζονται συλλήβδην λαϊκίστικα, μαζί με τους οπαδούς τους.

Εύλογα λοιπόν δεν υπάρχει κανένας αντικειμενικός λόγος να μη συμβεί κάτι ανάλογο με το δημοψήφισμα της Μ. Βρετανίας, παρά τα πολλά μεγάλα λόγια που ακούγονται – πόσο μάλλον όταν ο πρωθυπουργός του νησιού δεν το δρομολόγησε επειδή σέβεται τη Δημοκρατία, αλλά για να μειώσει την ισχύ των αντιευρωπαϊστών στο κόμμα του, καθώς επίσης για να κλέψει ψηφοφόρους από το ακροδεξιό (UKIP).

Αρκεί να θυμηθούμε εδώ την παροιμιώδη «εντιμότητα» του Έλληνα πρωθυπουργού για να κατανοήσουμε το θέμα – με την έννοια πως, αφού υποχρέωσε την αντιπολίτευση να βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο, με όπλο του το ευρώ, διεξήγαγε εκλογές δήθεν για να ανακτήσει τη νομιμοποίηση του! Στην πραγματικότητα όμως έδιωξε τους «αντιδραστικούς» από το κόμμα του, όπως άλλωστε αποκάλυψε ο πρόεδρος της Κομισιόν (άρθρο), έχοντας έκτοτε την αμέριστη εμπιστοσύνη της καγκελαρίου, του Σόιμπλε και της ευρωπαϊκής ελίτ – ειδικά μετά την ψήφιση του τελευταίου θηριώδους νομοσχεδίου και την παράδοση των κλειδιών της χώρας, χωρίς να αντιδράσει κανένας (ανάλυση).

Όπως λοιπόν ο θλιβερός Έλληνας πρωθυπουργός περίμενε το «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα, τασσόμενος δήθεν υπέρ του «ΟΧΙ», σχετικά ανάλογα ο Βρετανός θεωρούσε βέβαιο το «ΝΑΙ στην Ευρώπη» – ενώ είχε εξασφαλίσει τους αντιευρωπαϊστές με το ΟΧΙ που στήριζε ο συνάδελφός του, ο πρώην δήμαρχος του Λονδίνου. Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται απόλυτα από τη στάση και των δύο «ανδρών» την επόμενη ημέρα – όπου ο μεν ένας δεν κατέθεσε το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ, ενώ ο άλλος «διόρθωσε» τις προηγούμενες απόψεις του.

Βέβαια η Βρετανία έχει μία πολύ μεγάλη και σοβαρή δημοκρατική ιστορία, οπότε δεν είναι τόσο εύκολη μία τέτοια αντιστροφή του δημοψηφίσματος, όπως στην Ελλάδα. Εν τούτοις, τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί – ενώ περιμένουν την υπογραφή τους οι ανίερες διατλαντικές συμφωνίες, οι οποίες θα συναντήσουν πολλά εμπόδια χωρίς τη Βρετανία.

Όσον αφορά την αυστηρή στάση της ΕΕ, έχουμε συνηθίσει πια σε τέτοιου είδους θεατρικές παραστάσεις – όπου μία από αυτές ήταν η δήθεν ολονύχτια σύσκεψη της 13ης Ιουλίου του 2015, έτσι ώστε να πεισθούμε πως ο εντιμότατος κ. Τσίπρας πολέμησε σαν λιοντάρι και έπεσε ηρωικά στο πεδίο του πολέμου, έχοντας απέναντι του πανίσχυρους εχθρούς!

Σε κάθε περίπτωση, ο μεγάλος κερδισμένος και στην περίπτωση της Βρετανίας, ειδικά εάν επαναληφθεί το δημοψήφισμα μετά από διαπραγματεύσεις, παραχωρήσεις, τεχνάσματα, απάτες κοκ., θα είναι το ακροδεξιό κόμμα – όπως στη Δανία, στην Ολλανδία, στη Γαλλία, καθώς επίσης σε όλες τις άλλες χώρες, οι οποίες έχουν κατανοήσει πώς λειτουργεί η Δημοκρατία στην ΕΕ, οι περισσότεροι πολιτικοί της οποίας είναι έμμισθοι υπηρέτες των ελίτ και του χρηματοπιστωτικού κτήνους.

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, η οικονομική θεωρία του εκσυγχρονισμού, στην οποία θα αναφερθούμε ίσως αναλυτικά σε άλλο κείμενο μας διδάσκει ότι, οι «ρίζες» του ακραίου λαϊκισμού ευρίσκονται στη διαδικασία της αποδυνάμωσης της μεσαίας τάξης – η οποία στηρίζει τη σύνεση και τη Δημοκρατία.
Η αποδυνάμωση αυτή είναι δεδομένη σε όλες τις μεγάλες χώρες του πλανήτη, όπως φαίνεται από το γράφημα που ακολουθεί – σύμφωνα με το οποίο τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, μειώνονται συνεχώς, μετά την άνοδο του νεοφιλελεύθερου φασισμού.
Επεξήγηση γραφήματος: Εισοδήματα της μεσαίας τάξης, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, από το 1980 έως το 2013.
Η κατάσταση αυτή είναι πολύ χειρότερη στις μικρές, υπερχρεωμένες χώρες – πόσο μάλλον σε αποικίες όπως η Ελλάδα και η Πορτογαλία, οι Πολίτες των οποίων έχουν μετατραπεί σε σκλάβους χρέους των ελίτ, μέσω των ενδοτικών κυβερνήσεων τους.
Παρά το ότι δε σε αυτές τις μικρές χώρες υπερισχύουν τα αριστερά «προδοτικά» κόμματα, ενώ στις μεγάλες τα ακροδεξιά λαϊκιστικά (ο Trump στις Η.Π.Α. είναι αρκετός ως απόδειξη), το μέλλον θα είναι εντελώς διαφορετικό – κάτι που δεν θα έπρεπε να διακινδυνεύσουν οι ελίτ, αφού δεν είναι σωστό να παίζει κανείς με τη φωτιά. Τέλος, μπορεί να κάνουμε λάθος στις εκτιμήσεις μας για τη Βρετανία ή/και να είμαστε πολύ καχύποπτοι – ο χρόνος όμως θα δείξει, ενώ τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί.

Βιβλιογραφία: WP, NDS

Νεότερη Παλαιότερη
--------------
Ακούστε το τελευταίο ηχητικό από τη ΜΕΣΗ ΓΡΑΜΜΗ


Η Freepen.gr ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρει για τα άρθρα / αναρτήσεις που δημοσιεύονται και απηχούν τις απόψεις των συντακτών τους και δε σημαίνει πως τα υιοθετεί. Σε περίπτωση που θεωρείτε πως θίγεστε από κάποιο εξ αυτών ή ότι υπάρχει κάποιο σφάλμα, επικοινωνήστε μέσω e-mail