Μπορεί να φαίνεται αρκετά παράδοξο, ωστόσο οι δύο σημαντικότερες Υπηρεσίες Εξωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, το αμερικανικό Πεντάγωνο και η CIA, φέρεται να υποστηρίζουν διαφορετικές οργανώσεις στη Συρία, με αποτέλεσμα οι στόχοι τους στο θέμα της κρίσης της χώρας να μη συγκλίνουν.
Είναι γνωστό πως ο συριακός στρατός, υπό την υποστήριξη της Μόσχας, κερδίζει συνεχώς έδαφος έναντι των ισλαμιστών εξτρεμιστών τόσο του ISIS, όσο και της AL-NUSRA. Για τη Ρωσία, που αποτελεί τον δεύτερο πυλώνα καταπολέμησης της ισλαμικής τρομοκρατίας τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: Κάθε ένα ισλαμικό εξτρεμιστικό στοιχείο θεωρείται εχθρός. Για τις ΗΠΑ όμως η κατάσταση δεν είναι τόσο ξεκάθαρη. Το μεγαλύτερο παράδειγμα αποτελεί η περιοχή του Aleppo, όπου υπάρχουν σημαντικοί θύλακες της AL-NUSRA καθώς και αντικαθεστωτικοί. Στην εν λόγω πόλη οι αξιωματούχοι του Πενταγώνου δεν προτίθενται να υποστηρίξουν καμία ένοπλη ομάδα, καθώς είτε αναγνωρίζουν πως οι ρωσικές θέσεις δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα, είτε έχουν δει τον τρόπο με τον οποίο σημερινοί αντικαθεστωτικοί γίνονται αυριανοί μαχητές της AL-QAEEDA και της AL-NUSRA, που αποτελεί παρακλάδι της στη Συρία.
Η CIA από την άλλη δε διαθέτει τέτοιο ηθικό κώδικα, αφού φαίνεται πως υποστηρίζει οποιονδήποτε μπορεί να καταπολεμήσει το καθεστώς ASSAD, όπως επιθυμεί και έχει δηλώσει και ο σημερινός Πρόεδρος Obama. Για τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ οι συμμαχίες στη Συρία είναι απαραίτητες και εφόσον ο FSA έχει ξεκινήσει να διασπάται, μέσω συμφωνιών ανακωχής (σ.σ. το ρωσικό ΥΠΑΜ έχει ήδη ανακοινώσει 146 τέτοιες συμφωνίες με αντικαθεστωτικές ομάδες) η AL-NUSRA είναι η πλέον αξιόμαχη σύμμαχος, η οποία ουδέποτε θα συμφωνήσει ανακωχή με τη Μόσχα. Για όποιον απορεί πώς γίνεται τούτο αφού η AL-NUSRA αποτελεί φυσικό εχθρό των ΗΠΑ, θα προσθέσω πως όσο η Μόσχα παρουσιάζεται τόσο εχθρική εναντίον της οργάνωσης οι ΗΠΑ παραμερίζονται από το κάδρο στοχοποίησης των ηγετών της, ενώ αν καταφέρει έστω να ανατρέψει τον Πρόεδρο Assad, τότε θα επαναληφθεί μία νέα Λιβύη, όπου θα δικαιολογεί την παραμονή των αμερικανικών στρατευμάτων στην περιοχή, θα έχει ικανοποιήσει τους γείτονες της Συρίας και συμμάχους των ΗΠΑ, οι οποίοι ταυτόχρονα θα αιτηθούν περεταίρω εμπλοκή της Ουάσιγκτον για την παροχή σταθερότητας στην Αν. Μεσόγειο, θα έχει εκδιωχθεί η Μόσχα και οι βάσεις της στη Συρία και θα συνεχιστεί η ροή οπλισμού προς τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Τα ανωτέρω έχουν οδηγήσει αξιωματούχους των δύο Υπηρεσιών σε μία άνευ προηγουμένου διαμάχη. Ο βασικότερος λόγος έγκειται στο γεγονός ότι στο αμερικανικό ΥΠΑΜ υπάρχουν υψηλόβαθμα στελέχη τα οποία έχουν συμμετάσχει σε επιχειρήσεις στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν και διαθέτουν μία μεγαλύτερη ευαισθησία απέναντι στην αντιμετώπιση της AL-QAEEDA σε σχέση με τους αξιωματούχους της CIA, που προσεγγίζουν κάθε θέμα με απόλυτο γνώμονα τη μακαρθουρική ιδεολογία αντιπαράθεσης με το ρωσικό καθεστώς. Για το αμερικανικό πεντάγωνο πρωταρχικός στόχος είναι η πάταξη του ISIS, επομένως η στήριξη μαχητών, οι οποίοι επιθυμούν αποκλειστικά την πτώση του ASSAD είναι εντελώς αδιάφορη για τους στρατιωτικούς. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι ο Α/ΓΕΕΘΑ της Μ. Βρετανίας Στγος David Richards, υποστήριξε ότι η μόνη δύναμη που είναι σε θέση να απειλήσει χερσαία το ISIS είναι ο συριακός στρατός.
Για τη CIA, η οποία έδειξε τον τρόπο σκέψης και λειτουργίας της στην περίπτωση Qaddafi, η πτώση του Assad είναι εξίσου σημαντική με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Αν δούμε το παράδειγμα της Λιβύης σαν γνώμονα για την ανάλυση του modus operandi που ακολουθεί το Langley θα διαπιστώσουμε ότι η CIA διαθέτει πάντα μία λύση για την επόμενη ημέρα, έστω και αν αυτή σημαίνει γενική αποσταθεροποίηση της περιοχής και επιμήκυνση του κύκλου βίας. Για την αφρικανική χώρα, η επόμενη ημέρα ήταν ο Στγος Haftar, ο οποίος είχε διαφύγει στις ΗΠΑ, σχεδόν τριάντα χρόνια πριν. Αυτός ήταν το κρυφό χαρτί που υπολόγιζαν πως θα ενοποιούσε τις διάφορες φατρίες της Λιβύης για την αντιμετώπιση της μουσουλμανικής αδελφότητας που προηγουμένως είχε υποστηριχτεί για την ανατροπή του Qaddafi.
Στην περίπτωση της Συρίας υπάρχει κάποια διαφορετικά δεδομένα που δεν φαίνεται να έχουν υπολογιστεί από τη CIA ή έχουν υποτιμηθεί. Αρχικά έχουμε τη συμμετοχή της Ρωσίας. Κατά δεύτερον έχουμε έναν εμφύλιο που έχει ξεκινήσει εδώ και 5 χρόνια και αναμένεται να διαρκέσει άλλο τόσο. Αυτό έχει οδηγήσει και στην ανάπτυξη εντάσεων μεταξύ αντικαθεστωτικών ομάδων, οι οποίες ήδη έχουν ξεκινήσει να ανταγωνίζονται και μεταξύ τους για τον έλεγχο μεγαλύτερων τμημάτων της συριακής επικράτειας. Αυτό από μόνο του σημαίνει πως εφόσον οι ΗΠΑ εμφανίζουν μία αλλήθωρη πολιτική στη Συρία δεν υφίσταται ο παράγοντας επιβολής που απαιτείται προκειμένου να δοθεί μία και μοναδική κατευθυντήριος γραμμή προς ομάδες που αποτελούνται από αντάρτες και όχι οργανωμένο στρατό. Ουσιαστικά μιλάμε για μία κατάσταση που ομοιάζει σε τακτικό επίπεδο με την επανάσταση του ’21 στην Ελλάδα, όταν η ανυπακοή των Ελλήνων εντυπωσίαζε τους διοικητές τακτικών σχηματισμών και αντιμετωπιζόταν επί παραδείγματι από τον Κολοκοτρώνη μοιράζοντας αξιώματα και ορίζοντας τους πάντες οπλαρχηγούς.
Από τα ανωτέρω προκύπτει και ο λόγος που το αμερικανικό Πεντάγωνο έχει καταφύγει στον κουρδικό παράγοντα, αλλά ακόμα και ο λόγος που αμερικάνοι αξιωματούχοι έχουν έρθει σε επαφές με τους ρώσους ομολόγους τους. Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή στη Συρία επιχειρούν στην ίδια περιοχή ρωσικά και αμερικανικά μαχητικά, ούτε ότι Ρώσοι βομβαρδίζουν θέσεις του ISIS που μόλις οι τζιχαντιστές είχαν κερδίσει από τους αντικαθεστωτικούς. Φυσιολογικά θα έπρεπε το γεγονός να τους αφήνει παγερά αδιάφορους, εφόσον και οι δύο αποτελούν εχθρούς του συριακού καθεστώτος. Όμως πάνω από όλα και κυρίως πάνω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες, τόσο οι Ρώσοι όσο και οι αμερικάνοι στρατιωτικοί θέτουν την ισλαμική τρομοκρατία τον κοινό και πιο επικίνδυνο εχθρό τους.
Αυτό εξηγεί και το παράδοξο φαινόμενο σύγκρουσης CIA και Πενταγώνου. Το αμερικανικό ΥΠΑΜ είναι πιο προσφιλές σε συνεργασίες για την επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού. Αντιθέτως η CIA πρόσκειται περισσότερο στο πνεύμα της δολοπλοκίας και της λογικής του μοναχικού λύκου, χωρίς να έχει εκπαιδευτεί στη συνεργασία, ούτε καν με άλλες αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών. Αυτό ισχύει στις περιπτώσεις που ο αντικειμενικός σκοπός των αξιωματούχων μίας υπηρεσίας δεν είναι η επίλυση ενός θέματος αλλά η προσωπική προβολή και η ικανοποίηση του εγωισμού τους.