Στο πλαίσιο της πρωτοφανούς σύγκλισης της πορείας των δυτικών κοινωνιών προς τη νομιμοποίηση της αγοράς ως ρυθμιστή των κοινωνικών πραγμάτων, η TTIP, η διατλαντική συμφωνία εμπορίου και επενδύσεων και τα παρακλάδια της, NAFTA, TTP, TiSA, CETA, έρχονται να σφραγίσουν την επικράτηση των επιχειρηματικών λόμπι, έναντι των αιρετών κυβερνήσεων των κρατών, σε περίπτωση που οι τελευταίες περιορίσουν μέσω ρυθμιστικών φραγμών, τα δυνητικά κέρδη των πολυεθνικών στις αγορές των ΗΠΑ κ της ΕΕ.
Στο Ευρωκοινοβούλιο, στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, δύο διαφορετικές εκδηλώσεις, με κοινό, όμως, παρονομαστή, την υπογραφή αυτής ακριβώς της συμφωνίας. Στα δύο πάνελ της πρώτης εκδήλωσης, οι ομιλητές τόνισαν με παραδείγματα ο καθένας από τη χώρα που εκπροσωπούσε, ότι οι συμφωνίες αυτές είναι συνυφασμένες με τη φτωχοποίηση των κρατών και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η δεύτερη εκδήλωση με τίτλο «CETA: Η TTIP με καναδική μάσκα», ήταν αφιερωμένη στη CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement), συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στον Καναδά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η συζήτηση συνεχίστηκε πάνω στην εφαρμογή της CETA και τις επιπτώσεις της. Οι ομιλητές, αφού αναρωτήθηκαν για τη συμβατότητα της συμφωνίας με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, υποστήριξαν ότι υπάρχει νομικό πρόβλημα και τόνισαν στις εισηγήσεις τους, με παραδείγματα και αυτοί από τις χώρες που εκπροσωπούσαν, ότι πρόκειται ουσιαστικά για ένα αρχιτεκτονικό οικοδόμημα υπέρ των μεγάλων επιχειρήσεων, το οποίο αποτελεί απειλή για όλους τους παραπάνω τομείς που αναφέρθηκαν στη συζήτηση. Όπως αναφέρθηκε, η δεύτερη μεγαλύτερη εμπορική συμφωνία στον κόσμο, αφορά ουσιαστικά σε ένα φιλελεύθερο μοντέλο υπέρ του ελεύθερου εμπορίου και της ελεύθερης αγοράς, που όμως αυξάνει τις ανισότητες και ενισχύει τις εξουσίες των μεγάλων πολυεθνικών σε βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ενδιαφέρον παρουσίασε η τοποθέτηση του Γερμανού καθηγητή του Πανεπιστημίου του Bielefeld, Andreas Fisahn, σχετικά με τα επενδυτικά δικαστήρια, ο οποίος τόνισε μεταξύ άλλων ότι στο πλαίσιο της CETA δημιουργείται ουσιαστικά ένα δικαστήριο CETA που είναι πολύ διαφορετικό από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο ή τα υπόλοιπα εθνικά δικαστήρια, ένα παράλληλο νομοθετικό σύστημα υπέρ των επενδυτών, όπου «το κράτος σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει εκ των προτέρων να εξετάζει πολύ προσεκτικά κατά πόσο θα υιοθετήσει μία νέα νομοθεσία ή όχι, ακριβώς εξετάζοντας το “τι θα μου κοστίσει” ως αποζημίωση στους επενδυτές. Υπάρχει δηλαδή η δυνατότητα να υπάρχει διαφορετική νομολογία, αφενός από τα δικαστήρια της CETA και αφετέρου από τα εθνικά δικαστήρια και υπάρχει διαφοροποίηση σε ότι αφορά στις αποζημιώσεις, δηλαδή από τη μια πλευρά, στην εθνική νομοθεσία δε χρειάζεται να υπάρχει αποζημίωση, ή αν υπάρχει να θεωρείται δίκαια, ενώ στο πλαίσιο της CETA, υπάρχει πάντα αποζημίωση στην τιμή αγοράς, που σημαίνει ότι ο καθένας από τους επενδυτές μπορεί να επιλέγει το δικαστήριο και τη νομοθεσία που θέλει, ανάλογα φυσικά με τα συμφέροντά του. Κάτι τέτοιο ακριβώς αντίκειται σε αυτήν την πολύ θεμελιώδη αρχή του Κράτους Δικαίου, το οποίο έχει δύο πτυχές, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη γενικότητα του δικαίου, δηλαδή το δίκαιο ισχύει για όλους με το ίδιο τρόπο, ενώ με τη CETA, δημιουργείται ένα ειδικό νομικό καθεστώς, το οποίο θα ισχύει μόνο για αλλοδαπούς επενδυτές. Έτσι, η εξισορρόπηση που κανονικά εξασφαλίζεται με τις εθνικές νομοθεσίες μεταξύ των κρατικών συμφερόντων και των συμφερόντων του επενδυτή, δεν διατηρείται, γιατί έχουμε αποζημίωση σε ότι αφορά τα διαφυγόντα κέρδη της επένδυσης τα οποία μπορεί να είναι αρκετά υψηλά».
Για το τι σημαίνουν αυτές οι συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και τι γίνεται στην Ελλάδα όσον αφορά σε αυτές, μίλησε στο TVXS η κα Δώρα Κοτσακά, διδάκτορας πολιτικής κοινωνιολογίας και ερευνήτρια του ιδρύματος Νίκος Πουλαντζάς, με σπουδές στις πολιτικές επιστήμες και την κοινωνική ανθρωπολογία, η οποία ασχολείται εντατικά με το θέμα αυτό, ιδιαίτερα τα τελευταία τρία χρόνια.
«Στην Ελλάδα δεν ενδιαφερόταν κανείς για τις εμπορικές συμφωνίες πριν από τρία χρόνια», θα πει, «άνοιξε σιγά σιγά το θέμα μέσω εξωτερικού, αρχικά μέσω διαρροών του Wikileaks για τις διαπραγματεύσεις και αργότερα μέσω σεμιναρίων για το θέμα που πραγματοποιήθηκαν με πρωτοβουλία του ιδρύματος Rosa Luxemburg των Βρυξελλών σε διάφορες χώρες. Πήγα στην Ιταλία σε ένα σεμινάριο και ήταν έτοιμοι, τότε, πριν τρία χρόνια (!), να γνωμοδοτήσουν επιμελητήριο μικρομεσαίων επιχειρήσεων, φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και εδώ δεν έχει κάνει κανένας ακόμα τίποτα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν ασχοληθεί, οι οποίες θα εξαφανιστούν εν ριπή οφθαλμού».
Ακολούθησε το STOP TTIP GREECE πριν από 2 χρόνια, το οποίο μαζικοποιήθηκε μέσα από προσπάθειες, με εκδηλώσεις σε αντιστοιχία με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς μέρες, το οποίο λειτούργησε στην αρχή ως μία ομπρέλα που υπέγραψαν 50 φορείς, μεταξύ των οποίων διάφοροι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί και περιβαλλοντικές οργανώσεις και το οποίο πυροδότησε νέες συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις. Η ίδια εισέπραξε ενδιαφέρον για αυτό το ζήτημα, αρχικά από δύο φορείς, κυρίως από αυτόν που επισήμως ονομάζουμε ‘κοινωνία των πολιτών’ (όπως Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) και ο οποίος έχει αρχίσει να δραστηριοποιείται έντονα και σε δεύτερο λόγο, από αυτόνομους, αντιεξουσιαστικούς χώρους. Παράλληλα, προσπάθησε να δουλέψει και με το κυβερνητικό επιτελείο, όπου για πρώτη φορά το θέμα των εμπορικών συμφωνιών, τίθεται ως επίκαιρη ερώτηση στη Βουλή.
Στη συνέχεια, «με τη βοήθεια του 1ου προγράμματος κάναμε ένα 12ωρο αφιέρωμα όπου πήραμε τηλέφωνο τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των αγροτών, τους υπεύθυνους της τοπικής αυτοδιοίκησης, όλους αυτούς που δεν έχουν κάνει ότι έχει γίνει στην Ιταλία π.χ., όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και σε άλλες χώρες, τρία χρόνια πριν, οι οποίοι δήλωναν ότι δεν έχουν ιδέα». «Αυτό είναι ένα τεράστιο κενό», θα σημειώσει, «γιατί ένας υγιής δημόσιος διάλογος, θα γίνει πάνω στη βάση της επίσημης γνωμοδότησης των εμπλεκόμενων». Οι υπόλοιπες χώρες, επισημαίνει, έχουν κάνει μια συνολική μελέτη σε όλους τους τομείς της οικονομίας, σχετικά με το τι επιπτώσεις θα υπάρξουν από την εφαρμογή αυτών των συμφωνιών. Εδώ έχει γίνει μια προσπάθεια από κάποιους φορείς, όχι όμως σε κυβερνητικό επίπεδο, με την παρουσίαση, δηλαδή, της επίσημης θέσης της χώρας για αυτό το θέμα, όπως έχει γίνει π.χ. στην Πορτογαλία, αλλά ο πρόεδρος της Βουλής κος Νίκος Βούτσης, προανήγγειλε τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για CETA και TTIP, μετά από πρόσφατη συνάντησή του με αντιπροσωπεία της Greenpeace.
Όσον αφορά στο κατά πόσο αυτές οι συμφωνίες είναι μικτές ή όχι, «με βάση τη συνθήκη της Λισσαβόνας προφανώς και είναι μικτές, αλλά για να θεωρηθεί μία συμφωνία μικτή, δεν είναι νομικό το θέμα, είναι πολιτικό, πρέπει κάποιος να προσφύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και αυτοί που νομιμοποιούνται να το κάνουν είναι ή κάποιος επίτροπος ή κάποια κυβέρνηση, όχι απλοί πολίτες, απορρίφθηκε από την Κομισιόν, ακόμα και η ‘Πρωτοβουλία Ευρωπαίων Πολιτών’. Είναι μικτές μόνον 20% όσον αφορά στις εθνικές κυβερνήσεις, ενώ το 80% είναι αποκλειστική αρμοδιότητα της Κομισιόν, οπότε την ψηφίζει το Συμβούλιο, έρχεται ο Καναδάς συνυπογράφει τον Οκτώβρη και τελείωσε.».
Στη συνέχεια θα δηλώσει ότι θεωρεί την TTIP παντελώς άχρηστη για τους ανθρώπους, λειτουργώντας μόνο για τις πολυεθνικές και κατοχυρώνοντας συνταγματικά το συμφέρον του επενδυτή υπέρ του συμφέροντος των λαών.
Πώς θα επηρεάσει την Ελλάδα: «Μία χώρα η οποία έχει στηρίξει την παραγωγική της ανασυγκρότηση στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων, είναι πολύ πιο ευάλωτη από μια χώρα που στηρίζεται στην δική της παραγωγή. Ξεχνάς περιβαλλοντικές μελέτες, ξεχνάς εργασιακά δικαιώματα με την TTIP. Πρόκειται για ένα τεράστιο μνημόνιο, αν υπογραφεί η CETA, δεν υπάρχει επιστροφή. Και μόνο να ψελλίσεις κάτι αντίθετο με τα συμφέροντά τους, θα μπορούν να σε πάνε σε ειδικό δικαστήριο, επειδή προσβάλλεις το δικαίωμα του επενδυτή, θα υπάρξει μεγάλο πρόβλημα και στον τουρισμό, γιατί δε θα υπάρχει καμία ρύθμιση που να είναι υπεράνω του συμφέροντος του επενδυτή, το οποίο αποκτά συνταγματική ισχύ».
Τι γίνεται σήμερα: Σε συνεργασία με το STOP TTIP GREECE, ολοένα και περισσότεροι δήμοι, με απόφαση των δημοτικών συμβουλίων τους, κηρύσσουν τον εαυτό τους ‘ελεύθερο’ από τις ζώνες της TTIP (Free TTIP Zone), όπως έγινε και με τα μεταλλαγμένα.
«Οργανώσαμε τραπέζια, χωρίσαμε σε θεματικές αυτούς που έχουν έρθει σε επαφή με το STOP TTIP GREECE ανάλογα, μάλιστα και με δική τους πρωτοβουλία, όπως για την κλιματική αλλαγή, τις δημόσιες υπηρεσίες κ.α., η κοινωνία πολιτών εν δράσει (!), το οποίο μπορεί να μη βάζει άμεσα στοπ σε υπογραφές, αλλά δημιουργεί πολιτικό θέμα». Με αφορμή την 28η – 29η Ιουνίου, όπου ο Γιούνκερ θα ζητήσει από τους αρχηγούς των κρατών- μελών να ανανεώσουν την εξουσιοδότηση, επειδή νιώθει ότι δε νομιμοποιείται να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις για αυτές τις συμφωνίες, η κα Κοτσακά θα επισημάνει ότι είναι μία ώρα να βρεθούν όλοι προ των ευθυνών τους. «Αυτό που επείγει είναι η μη επικύρωση της CETA. Κανονικά θα απαιτούσα παύση των διαπραγματεύσεων”, θα δηλώσει καταληκτικά, “οι ευρωβουλευτές που καλούνται να υπερασπιστούν τα συμφέροντά μας, υπογράφουν ρήτρα μυστικότητας, αλλά, τουλάχιστον, λοιπόν, να υπάρχει διαφάνεια. Εάν η συμφωνία είναι μικτή, να απαιτήσει η Ελληνική Κυβέρνηση να είναι μικτή στο 100% κ όχι στο 20%, και φυσικά, να μη δώσει το πράσινο φως στον Γιούνκερ για την εξουσιοδότηση, να έρθει σε επικοινωνία με άλλες χώρες, ώστε να φτιαχτεί ένα γκρουπ χωρών που θα πουν όχι, μόνος κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα!».
Είναι η λογική της αγοράς που διαμορφώνει τα κριτήρια της ηθικής, της επιστήμης, των εργασιακών σχέσεων, των περιβαλλοντικών περιορισμών, των αρχών προφύλαξης των τροφίμων, της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, της δημοκρατίας, εν γένει και όχι αντιστρόφως. Ο ανταγωνισμός, οι κίνδυνοι ουσιαστικά για τη ζωή και την υγεία των ανθρώπων, θεωρούνται, εν τέλει και πλεονεκτήματα μιας κοινωνίας που αυτοπροσδιορίζεται ως κοινωνία κινδύνου (risk society). Η ελευθερία του εμπορίου και το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, εκτινάσσονται στην κορυφή της πυραμίδας των πανανθρώπινων αξιών και τείνουν να εκτοπίσουν από τη θέση αυτή τα ανθρώπινα δικαιώματα. Και ενώ τα κοινωνικά δεινά (πόλεμοι, πείνα, αμάθεια, ασθένειες, πενία) συνεχώς εντείνονται, η παγκοσμιοποίηση των αγορών προβάλλεται ως πανάκεια για την εξάλειψή τους.
Η έναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, ανακοινώθηκε για πρώτη φορά από τον πρόεδρο Ομπάμα στο ετήσιο διάγγελμά του προς το Κονγκρέσο, το Φεβρουάριο του 2013. Ο Πρόεδρος Ομπάμα, σφραγίζει την αποχώρηση του από τον Λευκό Οίκο, με την υπογραφή αυτής της συμφωνίας, αυτού του βεληνεκούς, η οποία πραγματοποιείται μολαταύτα κεκλεισμένων των θυρών.