Σε σχέση με αυτά που λέει ο κ. Γκάλμπρεϊθ, ο κ. Χουλιαράκης και ο κ. Βαρουφάκης, καλό είναι να αρχίσουμε να κοιτάμε τα πράγματα με όση αντικειμενικότητα μπορεί ο καθένας μας να διαθέτει και να μην παρασυρόμαστε σε αυθαίρετες νομικές ερμηνείες.
Σχολιάζει ο Γιώργος Αναγνωστόπουλος
Είναι γεγονός ότι ο συνδυασμός, αφέλειας, ιδεοληψίας και απειρίας του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε καταστροφικός στις διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ. Είναι επίσης γεγονός, ότι οι πολιτικές αποφάσεις που πάρθηκαν από την κυβέρνηση τότε, κόστισαν αρκετά δις ευρώ στο Ελληνικό Δημόσιο (δηλαδή σε εμάς), που είναι όμως εξαιρετικά δύσκολο να μετρηθούν η να κοστολογηθούν.
Αυτές όμως ήταν πολιτικές αποφάσεις που δεν υπέκρυπταν δόλο η όφελος για να υφίσταται αδίκημα, εκτός κι αν οποιοσδήποτε αποδείξει το αντίθετο. Είναι όμως επίσης γεγονός, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέλαβε την κυβέρνηση της χώρας πραξικοπηματικά, αλλά εξελέγη από τον Ελληνικό Λαό με την εντολή της αλλαγής του τρόπου διαπραγμάτευσης σε σχέση με αυτήν της ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.
Είναι επίσης γεγονός, ότι ο κ. Γκάλμπρεϊθ υπήρξε έμμισθος σύμβουλος της κυβέρνησης όπως και αρκετοί άλλοι και δεν βλέπω κανένα πρόβλημα ηθικό ή νομικό σε αυτό. Οι σύμβουλοι προσλαμβάνονται αναλόγως της επάρκειας τους και της ικανότητας τους και όχι τι διαβατήριο έχουν ή αν μένουν στην Ελλάδα ή όχι (όπως διάβασα σε σχόλια).
Επομένως, το μόνο για το οποίο μπορεί να κατηγορηθεί η κυβέρνηση είναι η ατυχής έως κάκιστη επιλογή συμβούλων. Το ότι ο Πρωθυπουργός έδωσε εντολή να εκπονηθεί ένα εναλλακτικό σχέδιο στο ΥΠΟΙΚ για καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης, είναι ένα γεγονός καθόλα λογικό και δεν βλέπω και σε αυτό κάτι το επιλήψιμο (το αντίθετο θα ήταν τουλάχιστον παράδοξο) ούτε ηθικά ούτε νομικά.
Όλοι φαίνονται να παραβλέπουν, ή παραλείπουν να αναφέρουν ότι το περίφημο σχέδιο Β’ έγινε (η τουλάχιστον αυτό δηλώνεται) για την περίπτωση που η Ευρώπη υποχρέωνε την Ελλάδα να εγκαταλείψει την Ευρωζώνη και το Ευρώ.
Υπό αυτό το πρίσμα το σχέδιο Β’ και η προσφυγή σε εθνικό νόμισμα καθώς και στα άλλα μέτρα που προέβλεπε το σχέδιο Β’ δεν φαίνεται παράλογο, απλά το όλο σχέδιο εμφανίζεται ερασιτεχνικό και παιδαριώδες. Επίσης αποδεικνύει τη μεγάλη απόσταση που χωρίζει την θεωρία από την πράξη (αυτό αφορά εκείνους που η ελληνική κυβέρνηση εμπιστεύτηκε ως ειδικούς).
Η χρήση του όρου πραξικόπημα λόγω της ύπαρξης και δημοσίευσης του σχεδίου Β’, είναι τελείως αστήρικτη και νομικά αίολη. Το πραξικόπημα έχει σχέση με την ανατροπή του πολιτεύματος και όχι με την επιβολή εκτάκτων μέτρων σε έκτακτες καταστάσεις, που ούτως ή άλλως προβλέπονται από τη νομοθεσία.
Η κυβέρνηση παίζει το παιχνίδι της φθηνής αντιπολιτευτικής τακτικής των υπόλοιπων κομμάτων απαντώντας σε υποθετικές καταστάσεις (πετώντας την μπάλα στην εξέδρα), η δε αμφισβήτηση του κ. Γκάλμπρεϊθ από τον κ. Χουλιαράκη με το επιφώνημα «ποιος είναι ο Γκάλμπρεϊθ;» έπρεπε να απευθυνθεί στον κ. Πρωθυπουργό και όχι στους ερωτώντες Βουλευτές.
Η ανεπάρκεια και η άγνοια της κυβέρνησης αυτής φαίνεται και από το γεγονός ότι κανείς δεν σκέφτηκε να δεσμεύσει όλους τους συμβούλους και τους συμμετέχοντες άμεσα η έμμεσα στην διαπραγμάτευση με συμβόλαιο εμπιστευτικότητας, κάτι που είναι κοινός τόπος και πρακτική σε άλλες χώρες και στον ιδιωτικό τομέα.
Τα λάθη και οι κακές επιλογές αυτής της κυβέρνησης μέσα σε ενάμιση χρόνο είναι τόσα που μπορεί να γράψει κανείς βιβλίο γι αυτά. Το σχέδιο Β’ όμως δεν υπάγεται σε αυτή την κατηγορία μια και παρέμεινε σχέδιο. Ας μην αναλωνόμαστε λοιπόν με κάτι το οποίο είναι στη σφαίρα της θεωρίας και το οποίο μόνο την χλεύη αξίζει και όχι τον κολασμό.
Υπάρχουν σοβαρότερα και απείρως πιο επικίνδυνα θέματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά και όχι με το γελοίο σχέδιο Β’ από το οποίο οι πρώην σύμβουλοι της κυβέρνησης επιχειρούν να εκμαιεύσουν οικονομικά οφέλη συγγράφοντας πολιτικά θρίλερ, ή δίνοντας χρυσοπληρωμένες διαλέξεις.