Σε κρίσιμα στρατηγικά διλήμματα βάζει την Αθήνα η, ανοιχτή πλέον, αναμέτρηση Ουάσιγκτον και Βερολίνου για την ευρωπαϊκή κρίση – μια αναμέτρηση, που οι όροι και η στόχευσή της διακρίνονται καθαρά και στην έκθεση του ΔΝΤ για τα λάθη του πρώτου Μνημονίου.
Με την έκθεση, πέραν της όψιμης αυτοκριτικής, η Κριστίν Λαγκάρντ καθιστά για μια ακόμη φορά σαφές ότι το Ταμείο δεν αναγνωρίζει – μέχρι στιγμής τουλάχιστον – την, θολή κι αόριστη, συμφωνία του Eurogroup για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και δεν προτίθεται να μετάσχει στο τρίτο Μνημόνιο εάν δεν ληφθούν ουσιαστικά μέτρα αναδιάρθρωσης.
Η στόχευση της Ουάσιγκτον
Είναι η γραμμή που προωθεί, μέσω του Ταμείου, η ίδια η αμερικανική κυβέρνηση στο πλαίσιο του ενισχυμένου ρόλου που διεκδικεί στην Ευρώπη στη σκιά του Brexit, της τρομοκρατίας, του πραξικοπήματος στην Τουρκία και των γεωπολιτικών αναταράξεων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Αυτό το πλαίσιο προβλέπει τη μέγιστη δυνατή σταθερότητα στην Ε.Ε, πλήρη εκτόνωση της κρίσης χρέους και ανάταξη της οικονομίας της ευρωζώνης και – κατ’ επέκταση – στροφή του Βερολίνου σε λιγότερο περιοριστικές πολιτικές.
Εν ολίγοις, και όπως ξεκαθάρισε και ο ίδιος ο αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιού εδώ στην Αθήνα, ο σχεδιασμός της Ουάσιγκτον θέλει το ζήτημα της ελληνικής κρίσης και του χρέους να έχει κλείσει οριστικά πριν τελειώσει η θητεία Ομπάμα, και σ’ αυτή την κατεύθυνση οι ΗΠΑ σκοπεύουν να ασκήσουν ισχυρές πιέσεις και μέσω του ΔΝΤ.
Παραμένει, ωστόσο, αμφίβολο εάν και σε ποιόν βαθμό θα καμφθούν οι αντιστάσεις του Βερολίνου, με τη Μέρκελ να βρίσκεται πλέον απολύτως εγκλωβισμένη στον κλοιό των γερμανών ευρωσκεπτικιστών που συνδέουν προσφυγικό και τρομοκρατία, και με τον Σόιμπλε να εξακολουθεί να οριματίζεται την – μετά Brexit - Eυρώπη των δύο ταχυτήτων.
Η «γραμμή» της Αθήνας
Ενώπιον αυτής της αναμέντρησης, που αναμένεται να κορυφωθεί έως το τέλος του έτους, η ελληνική κυβέρνηση – μέχρι στιγμής τουλάχιστον – επιλέγει μεν τη «γραμμή Λιου», αλλά αποκηρύσσει το ΔΝΤ και προσβλέπει (ξανά) σε μεταστροφή του παράγοντα Σόιμπλε.
Είναι αξιοσημείωτο ότι στη χθεσινή ανακοίνωση του υπουργείου Οικονομικών για την έκθεση – ομολογία του ΔΝΤ, τονίζεται πως δικαιώνονται οι θέσεις της κυβέρνησης για την ανδιάρθρωση του χρέους, επισημαίνονται τα λάθη του Ταμείου και οι ευθύνες της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά αποφεύγεται διακριτικά η όποια αναφρά στις ευθύνες της Ευρώπης και του Βερολίνου:
«Το μεγάλο σφάλμα, σύμφωνα με την έκθεση, είναι ότι δεν έγινε αναδιάρθρωση του χρέους καθώς το ΔΝΤ δεν έπεισε τους Ευρωπαίους ότι δεν θα επέλθει καμιά καταστροφή στις οικονομίες τους», ανέφεραν πηγές του υπουργείου Οικονομικών, προσθέτοντας μεταξύ άλλων: «Σήμερα ελπίζουμε να αντιληφθούν γιατί η σημερινή κυβέρνηση έχει σε προτεραιότητα των αναδιάρθρωση του χρέους -που αποφασίστηκε και επίσημα στο τελευταίο Eurogroup».
Η απειλή του ΔΝΤ
Ο λόγος για τον οποίο, μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση επιλέγει ως βασικό αντίπαλο σ’ αυτή την προσπάθεια απομείωσης του χρέους το ΔΝΤ – διαλέγει, δηλαδή, το φαινομενικά παράδοξο – είναι η απειλή της «νεοφιλελεύθερης ατζέντας». Κοινώς, όπως σημειώνουν κυβερνητικές πηγές στο tvxs.gr, όσο οι Ευρωπαίοι, και ουσιαστικά, οι Γερμανοί, δεν υπαναχωρούν στο θέμα της αναδάρθρωσης του χρέους, τόσο το ΔΝΤ θα βγαίνει με ακόμη πιο σκληρές θέσεις ζητώντας πρόσθετα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα – όπως π.χ. οι απολύσεις στο Δημόσιο.
Κατά την ίδια ανάλυση και προσέγγιση, αντί μιας απρόβλεπτης συμμαχίας με το «ανεξέλεγκτα φιλελεύθερο» ΔΝΤ, έχει μεγαλύτερη βάση η προσδοκία ότι αυτή τη φορά το Βερολίνο θα επιδείξει, έστω και σταδιακά, μια πιο ήπια προσέγγιση και θα αποδεχθεί – υπό το βάρος του Brexit και της γεωπολιτικής αναταραχής – λιγότερη λιτότητα για την ευρωζώνη και την Ελλάδα, με ελάφρυνση χρέους και χαμηλότερα πλεονάσματα.
Είναι μια ανάλυση που δικαιολογείται μεν από τις τελευταίες εξελίξεις στην Ευρώπη, αλλά δεν βρίσκει στήριξη στην πρόσσφατη... ιστορική εμπειρία: Εκείνη της διαπραγμάτευσης του 2015 και της τότε προσδοκίας για μεταστροφή της Μέρκελ και του Σόιμπλε έστω και την ενδεκάτη ώρα...