Του Γιώργου Παπαϊωάννου
Σχετικά με τη συζήτηση που άνοιξε για το βιβλίο του Ρούντι Ρινάλντι
Ποικίλες αντιδράσεις προκάλεσε η πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του Ρούντι Ρινάλντι Άσχημη περίοδο διαλέξατε να διαφωνήσετε… από τις Eκδόσεις Α/συνεχεια. Από τη μια μεριά είναι φανερό ότι υπάρχει αρκετό ενδιαφέρον για το τι συνέβη τα τελευταία χρόνια και ειδικά για την «προϊστορία», την πορεία και την κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ στη διακυβέρνηση, αφού αρκετός κόσμος θέλει απαντήσεις σε ερωτήματα που γεννιούνται από αυτή την ταραγμένη περίοδο.
Δημοσιογράφοι, εφημερίδες και ιστοσελίδες, με τη σειρά τους, δείχνουν επίσης ενδιαφέρον για το θέμα. Συχνά, βέβαια, με τον «τυπικά δημοσιογραφικό» τρόπο που στόχο έχει την «είδηση» ή τον εντυπωσιακό τίτλο που θα αυξήσει «κλικ» και πωλήσεις, αλλά δεν θα ρίξει φως στα ουσιαστικά ζητήματα, δεν θα συνδέσει μεταξύ τους τα γεγονότα, δεν θα βοηθήσει στην εξαγωγή συμπερασμάτων.
Άλλο είναι αυτό, όμως, που στη συγκεκριμένη περίπτωση προξενεί κάποια εντύπωση. Ενώ για αρκετό κόσμο που νοιάζεται πραγματικά να διαμορφώσει μια άποψη, η έκδοση αποτέλεσε μάλλον θετικό γεγονός, από οργανωμένους χώρους της Αριστεράς το βιβλίο δέχτηκε αρκετές «κριτικές» και επιθέσεις και μάλιστα πριν καν διαβαστεί! Δείγμα ίσως κι αυτό, αντιλήψεων που επικρατούν σε αυτούς τους χώρους και θα ήθελαν αρκετή ανάλυση που δεν είναι της ώρας. Ας μείνουμε, λοιπόν, σε ορισμένες παρατηρήσεις, άλλες διευκρινιστικές και άλλες (ας πούμε) «μεθοδολογικές» εκ μέρους όσων επιμεληθήκαμε τη συγκεκριμένη έκδοση.
Κατόπιν εορτής;
Μια πρώτη αντίδραση που καταγράψαμε κατηγορεί τον συγγραφέα και τον πολιτικό χώρο στον οποίο ανήκει ότι αργά θυμήθηκαν να μιλήσουν για όσα έγιναν, ότι όσα τώρα λέγονται είναι μάλλον «κατόπιν εορτής». Είναι προφανές ότι όσοι το λένε, δεν μπήκαν καν στον κόπο να ξεφυλλίσουν όχι το βιβλίο αλλά ούτε καν τα περιεχόμενά του. Η έκδοση περιλαμβάνει κυρίως τοποθετήσεις (άρθρα, δημόσιες δηλώσεις, συνεντεύξεις, απομαγνητοφωνημένες ομιλίες) που έγιναν όταν διεξάγονταν τα γεγονότα. Τόσο την περίοδο της «προετοιμασίας για τη διακυβέρνηση» (2013-2014) όσο και την αμέσως επόμενη (2015-2016).
Διαβάζοντας κανείς το βιβλίο, θα δει ότι η εικόνα που κάποιοι προβάλλουν, ότι δηλαδή ο χώρος της ΚΟΕ, αλλά και συγκεκριμένα ο Ρ. Ρινάλντι ως εκπρόσωπός της, δεν άσκησαν εγκαίρως κριτική στην πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, είναι απολύτως λανθασμένη. Η αλήθεια είναι ότι άσκησαν έντονη κριτική και διαχωρίστηκαν με σαφή τρόπο από την ακολουθούμενη πολιτική, ειδικά από το καλοκαίρι του 2014 και μετά, όταν αποκρυσταλλώθηκε η πολιτική του φορέα για τη διακυβέρνηση (στην προηγούμενη περίοδο θα αναφερθούμε λίγο πιο κάτω).
Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρουμε ορισμένα σημεία από την έκδοση. Στην κριτική που διατυπώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2014 στο Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, δημοσιεύτηκε στο Δρόμο της Αριστεράς, οι Ρ. Ρινάλντι και Ελένη Σωτηρίου γράφουν:
«Χωρίς μετατόπιση της κοινωνίας η λιτότητα θα είναι το πρόγραμμα οποιασδήποτε κυβέρνησης. Η ιστορία έχει διδάξει ότι δεν υπάρχουν μεγάλα κοινωνικά εγχειρήματα και κατακτήσεις χωρίς μαζική λαϊκή συμμετοχή, χωρίς την ύπαρξη ενός αριστερού πολιτικού κινήματος. Αντί λοιπόν για το “σύνθημα”: όλα για την κυβέρνηση, να πούμε όλα για την προετοιμασία του λαού… Και το πρόγραμμά μας αυτό το σκοπό πρέπει να υπηρετεί».
Σε επιστολή που παρέδωσαν τον επόμενο μήνα στον Αλ. Τσίπρα, οι Β. Χατζηλάμπρου και Ρ.Ρ. ως εκπρόσωποι τότε της ΚΟΕ, αναφέρουν:
«Τέλος, υπάρχουν σοβαρά ζητήματα στην πολιτική που εφαρμόζεται από τις ευρωεκλογές και δώθε. Ο αποκαλούμενος “προωθητικός συμβιβασμός” (όπως έχει αποκαλεστεί από τον σ. Βούτση) αποτελεί μια μετατόπιση από θέσεις και κυρίως από πολιτική του προηγούμενου διαστήματος. Όχι μόνο δεν αντιμετωπίζουμε την προωθούμενη μέσω της κεντροαριστερής ανασύστασης προσπάθεια άσκησης πίεσης προς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έχει σταματήσει η κριτική προς δυνάμεις που υπηρέτησαν μνημονιακές πολιτικές ή κινούνται στην τροχιά του πολιτικού συστήματος της διαπλοκής».
Και πιο κάτω: «Κοντά σε αυτά, πρόσφατα έχουμε μιαν επανέκδοση ενός κλίματος “ερχόμαστε”, “τώρα θα κυβερνήσουμε” καθώς και πληθώρα διαρροών και δημοσιευμάτων που αφορούν διάφορα πλασαρίσματα από υπουργικούς θώκους έως εκλογικούς συνδυασμούς, που δείχνουν ότι θα πολλαπλασιαστούν νοσηρά φαινόμενα σαν αυτά που ζήσαμε στις αυτοδιοικητικές εκλογές». Για να καταλήξουν: «Με βάση όλα τα παραπάνω είναι δεδομένη μια διαφοροποίησή μας από την ασκούμενη πολιτική».
Ιδιαίτερη σημασία έχει μια δημόσια τοποθέτηση του Ρ. Ρινάλντι δύο βδομάδες μόνο πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 όταν, μιλώντας σε ημερίδα του Δρόμου (ομιλία που δημοσιεύτηκε τότε και στην εφημερίδα) με θέμα Ρήξη ή Ομηρία; ανέφερε χαρακτηριστικά: «Θα κάνω μια εκτίμηση που ενδεχομένως σοκάρει, αλλά χρειάζεται να την επεξεργαστούμε για να την αποφύγουμε. Αυτή τη στιγμή μοιάζει πιο πιθανή μια συστημική παλινόρθωση από μια μεταπολίτευση του λαού. Βρισκόμαστε σε αυτό το σημείο. Μια “κεντροαριστεροποίηση” δεν θα περάσει μέσα από τα κομμάτια του ΠΑΣΟΚ, θα περάσει μέσα από αλλεπάλληλους συμβιβασμούς, που θα επιχειρηθεί να γίνουν, μέσα από μια πολιτική διαχείρισης, ώστε να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ ο φορέας αυτής της κεντροαριστεροποίησης».
Η εκτίμηση αυτή υπήρξε κομβική και χαρακτήρισε τη συμπεριφορά του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου όλο το διάστημα πριν και μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης. Ήταν η εποχή που οι περισσότεροι ευθυγραμμίζονταν με την πολιτική Τσίπρα, έριχναν τους τόνους των όποιων διαφωνιών τους και πλασαρίζονταν σε υπουργικές και κρατικές θέσεις. Θα λέγαμε ότι ο χώρος της ΚΟΕ αλλά και το εγχείρημα του Δρόμου, κράτησαν μια διαφορετική στάση, παρά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Παρ’ όλο που, βεβαίως, δεν θα έλεγε κανείς όλη την αλήθεια, αν ισχυρίζονταν ότι το γενικό κλίμα άφησε κάποιον εντελώς ανεπηρέαστο, δεν δημιούργησε σε έναν βαθμό αστήριχτες προσδοκίες και αναστολές στην κριτική και τους τόνους της.
Η δημόσια κριτική στην ακολουθούμενη πολιτική θα ενταθεί όταν πλέον έρχεται η συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου 2015. Ο Δρόμος θα δεχτεί αρκετά πυρά όταν κυκλοφορεί το επόμενο κιόλας πρωί με πρωτοσέλιδο Επώδυνος συμβιβασμός, ο δε Ρ. Ρινάλντι τρεις μέρες μετά, σε δημόσια δήλωσή του ως μέλος της Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ θα αναφέρει: «Τα μνημονιακά δεσμά δεν χαλαρώνουν. Καμιά αλλαγή δεν είναι επιτρεπτή. Η συνεχιζόμενη απώλεια κυριαρχίας και ο αμείλικτος έλεγχος της ευρωκρατίας επιβάλουν στην κοινωνία καθολική ασφυξία και όχι μόνο οικονομική. Τίποτα δεν προδιαγράφει επιστροφή σε κάποια μορφή “κανονικότητας”. Το σοκ θα συνεχιστεί».
Ακόμα πιο επεξηγηματικά θα είναι όσα λέει ο ίδιος, μια μέρα μετά, σε ραδιοφωνική συνέντευξη στον Σ. Κοτρώτσο: «Θα μας βάλουνε τέσσερις μήνες στον πάγο, στο γύψο, θα είναι τέσσερις θανατηφόροι μήνες, μήνες δύσκολοι, και θα μας πάνε σε ένα μεγάλο πλέον τρίτο μνημόνιο, το οποίο θα πρέπει να ψηφιστεί και μέσα από την ελληνική Βουλή», ενώ σε ερώτηση αν… φοβάται για διαρροές από την Κοινοβουλευτική Ομάδα και διασπάσεις, απαντά: «Φοβάμαι ότι τα νομοσχέδια από εδώ και μπρος θα ψηφίζονται αλά καρτ. Δηλαδή θα ψηφίζουνε και κομμάτια της Ν.Δ., του ΠΑΣΟΚ, του Ποταμιού, του ΣΥΡΙΖΑ, κάποιοι δεν θα μπορούνε να τα ψηφίσουν. Δηλαδή, πάμε σε μια κατάσταση που θα κυριαρχεί μια ρευστότητα και στο πολιτικό σκηνικό. Η αντίθεση μνημονιακές-αντιμνημονιακές δυνάμεις, δυστυχώς, ανατινάσσεται».
Τα παραπάνω αποσπάσματα που περιέχονται όλα στην έκδοση, παρατίθενται απλώς ενδεικτικά. Ο αναγνώστης θα βρει στο βιβλίο συνολικότερες τοποθετήσεις που δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών, αλλά καταγράφουν μια οπτική για τα πράγματα και μια στάση.
Παρ’ όλα αυτά, η πραγματικότητα είναι πάντα πιο σύνθετη από τα γραπτά και δεν πρέπει να εξωραΐζεται. Τα περί «ιστορικής νίκης» της Αριστεράς στις εκλογές του Ιανουαρίου συνοδεύτηκαν από ένα πρώτο κύμα ενθουσιασμού που πίεζε όποιον κρατούσε μια διαφορετική στάση. Και είναι αλήθεια ότι ακόμα και στις γραμμές αυτού του πολιτικού χώρου, σημειωνόταν δυσκολία να προβληθεί μια πολιτική γραμμή διαφοροποιημένη από αυτή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, με συνέπεια αρκετές σιωπές και αναδιπλώσεις. Ένα δεύτερο κύμα θα έρθει με την εξαγγελία του δημοψηφίσματος όταν η απόφαση του Αλ. Τσίπρα μοιάζει να διαψεύδει τις εκτιμήσεις περί συμβιβασμού και κεντροαριστεροποίησης. Το κύμα αυτό θα κρατήσει μόνο μια βδομάδα για να ακολουθήσουν οι γνωστές εξελίξεις.
Το… περιβόητο non paper
Ο δημοσιογραφικός ντόρος για το βιβλίο, ίσως και «φυσιολογικά» ώς ένα βαθμό, επικεντρώθηκε στο non paper της Ομάδας Εργασίας υπό τον Γ. Δραγασάκη που περιλαμβάνει και προκρίνει τη λύση της «διαπραγμάτευσης χωρίς σύγκρουση», απέναντι στη μονομερή κατάργηση των μνημονίων. Εκείνο που δεν είναι τόσο «φυσιολογικό» είναι ότι ορισμένοι «εξ αριστερών» εκστασιάστηκαν με την δημοσιογραφική αποκάλυψη και εξεγέρθηκαν γιατί αυτό το κείμενο δεν δόθηκε νωρίτερα στη δημοσιότητα, ώστε όλοι να αντιληφθούν την απάτη του ΣΥΡΙΖΑ και να ανακαλύψουν την αλήθεια…
Ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα, κάπως, στη θέση τους. Πέρα από πιο «πρακτικά» ζητήματα που δεν έχουν ενδιαφέρον, πρέπει κανείς να πει ότι το κείμενο αυτό βεβαίως έχει το ενδιαφέρον του αφού παραθέτει ένα σκεπτικό, αλλά δεν λέει κάτι διαφορετικό από αυτό που κάθε προσεκτικός παρατηρητής των γεγονότων, γνώριζε. Ότι, δηλαδή, προεκλογικά και μετεκλογικά (μιλάμε πάντα για τις εκλογές του περσινού Ιανουαρίου), ο ηγετικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ φρόντιζε με κάθε τρόπο να διατυπώνει τη γραμμή της διαπραγμάτευσης που είναι εφικτό να καταλήξει σε «αμοιβαίως επωφελή συμβιβασμό» και όχι «μονομερούς ρήξης». Ο αναγνώστης θα βρει στο βιβλίο αρκετά άρθρα που αναλυτικά περιγράφουν αυτή τη γραμμή (ένα σχετικό απόσπασμα από την τοποθέτηση «για το Πρόγραμμα» παρατέθηκε ήδη) και κάνουν λόγο για την λανθασμένη ανάγνωση στην οποία βασίζεται.
Μπαίνοντας λίγο πιο βαθιά στο θέμα, θα διαπιστώναμε όμως ότι η κριτική αυτή εμπεριέχει ένα βασικό μεθοδολογικό λάθος. Θα αρκούσε ίσως, σύμφωνα με αυτήν, κάποιος να «αποκαλύψει» από τότε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα συμβιβαστεί ώστε ο κόσμος να ανοίξει τα μάτια του και να δει την αλήθεια. Δεν είναι καθόλου έτσι. Υπήρχαν, άλλωστε, τότε αρκετές πολιτικές κινήσεις και ομάδες που κατήγγειλαν και προειδοποιούσαν (ακόμα και με γιγαντοπανό για τον «προβατόμορφο λύκο»!), χωρίς κανένα όμως αποτέλεσμα. Γιατί η επένδυση της ελπίδας στον ΣΥΡΙΖΑ από ένα σημαντικό μέρος του λαού δεν ήταν αποτέλεσμα ενός λάθους που κάποιος δάσκαλος έπρεπε να του το αποδείξει για να πάρει ο μαθητής «το σωστό δρόμο». Εδώ κρύβεται μια βαθύτερη αντίληψη της Αριστεράς για τον εαυτό της και τον κόσμο. Η επένδυση αυτή είχε και αυτή τη μικρή της ιστορία και κάπου βασιζότανε, αυτά θα μπορούσαν να αναλυθούν περισσότερο, σταματάμε όμως εδώ και παραπέμπουμε ξανά στην έκδοση και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Γενική αποτίμηση».
«Γιατί δεν φεύγατε;»
Ερχόμαστε, όμως, από αυτό τον δρόμο, σε ένα άλλο ερώτημα. «Αφού, λοιπόν, μας λέτε ότι “τα βλέπατε”, γιατί δεν φεύγατε;». Ακόμα ένα μεθοδολογικό, και στη βάση του πολιτικό και ιδεολογικό, λάθος. Η έκβαση αυτής της ιστορίας δεν ήταν από πριν γραμμένη και γνωστή. Η ιστορία του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ιστορία ενός κόμματος που έπεισε για το πρόγραμμά του και βρέθηκε έτσι στην κυβέρνηση. Η ανάδειξή του από κόμμα του 4% σε πρώτη δύναμη, σχετίζεται με την εξέλιξη ενός πραγματικού μαζικού λαϊκού κινήματος που υπήρξε σε αυτή τη χώρα τα τελευταία χρόνια και εκδηλώθηκε κυρίως τα χρόνια 2010-2012, για να πάρει διαφορετική μορφή στη συνέχεια.
Κάτω από ποιους όρους και προϋποθέσεις, θα μπορούσε η πορεία να είναι διαφορετική; Τεράστιο θέμα που επίσης δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ. Εκεί είναι και οι σοβαροί απολογισμοί που πρέπει να κάνει ο καθένας από όσους συμμετείχε. Δεν δικαιώνονται όμως όσοι δεν κατάλαβαν ποτέ ότι κάτι παίζεται σε αυτή τη χώρα, ότι αντικειμενικά τα πράγματα οδηγούνται σε μια σύγκρουση με το ευρωπαϊκό ιερατείο και ότι ο ΣΥΡΙΖΑ με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα εμπλακεί σε αυτή. Για να το πούμε πιο παραστατικά, ας σκεφτούμε πώς προέκυψε η συγκέντρωση εκατοντάδων χιλιάδων λαού λίγο πριν το δημοψήφισμα. Ας θυμηθούμε το «μαγικό» κλίμα της. Μέσα από ποια πορεία γεγονότων, μέσα από ποιες αντιφάσεις, αλληλοεπιδράσεις, επιδιώξεις, οδηγηθήκαμε σε αυτήν; Γιατί οι «καθαρές» αριστερές, αντικαπιταλιστικές, αντι-ευρώ, αντι-Ε.Ε. κ.λπ. δυνάμεις, με τις διαχρονικές αλήθειες τους, δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν προκαλέσει ένα τέτοιο γεγονός; Ας το σκεφτούμε.
Οι ευθύνες
Όλα τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν ευθύνες για την τελική κατάληξη σε όποιον συμμετείχε στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές πρέπει να αναλυθούν σε βάθος και τα συμπεράσματα να είναι ουσιαστικά και όχι εύκολα, ανώδυνα και επιφανειακά. Όπως τονίζεται και στην εισαγωγή του βιβλίου, «η παρούσα έκδοση υπηρετεί την πεποίθηση του συγγραφέα ότι είναι αναγκαίος ο αυτοκριτικός αναστοχασμός, σε αντιδιαστολή με τις συνηθισμένες στην Αριστερά στάσεις, να μην υπάρχει διόλου αυτοκριτική και έλεγχος. Η αυτοκριτική διαφέρει από το γενικόλογο “αναλαμβάνω τις ευθύνες που μου αναλογούν”, γιατί προϋποθέτει ανάλυση των όρων που οδήγησαν στο λάθος, συναίσθηση των επιπτώσεων που επέφερε, προσπάθεια να ξεπεραστεί με συγκεκριμένα μέτρα κι όχι απλώς να προχωρήσει κανείς όπως πριν στα επόμενα “επεισόδια”».
Από αυτή την άποψη, θα μπορούσε να εξεταστεί η αυτοκριτική διάθεση καθενός, ακόμα και βλέποντας τη στάση που έχει κρατήσει στην «μετά ΣΥΡΙΖΑ» εποχή. Κατά πόσο, δηλαδή, επαναλαμβάνει τα λάθη του παρελθόντος, εμμένει σε ευκολίες και στις ίδιες αντιλήψεις και κινείται με βάση αυτές ή, αντίθετα, επιχειρεί να έχει μια άλλη στάση βασισμένη στα συμπεράσματα που από την προηγούμενη πορεία προκύπτουν. Πέρα, όμως, από αυτό, που είναι μάλλον το σημαντικότερο, στο ίδιο το βιβλίο ο αναγνώστης θα μπορέσει να βρει αρκετά σημεία απολογισμού και αυτοκριτικής. Αυτά διαπερνούν την έκδοση αλλά κάποια συγκεντρώνονται στο άρθρο «Ναι, ήμασταν εκεί…», που, μεταξύ άλλων, απαριθμεί επτά ελλείψεις του χώρου της ΚΟΕ στην εμπλοκή της με το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Και θα μπορούσε κανείς να προσθέσει αρκετές ακόμα.
Μια τελευταία σημείωση. Αναφερθήκαμε πιο πάνω κυρίως στην περίοδο μετά τις ευρωεκλογές του 2014. Υπάρχει όμως και η προηγούμενη και ειδικά εκείνη γύρω από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΚΟΕ καταγράφηκε τότε ως μέρος της, υπό τον Αλ. Τσίπρα, πλειοψηφίας. Βεβαίως, όπως αποδείχτηκε και αργότερα, κίνητρο αυτού του πολιτικού χώρου δεν ήταν οι θέσεις και οι καρέκλες (αυτοί που ονειρεύονταν τέτοια «μεγαλεία», τράβηξαν τη δική τους πορεία και είναι σήμερα βουλευτές, γραμματείς και φαρισαίοι). Επειδή, όμως, στην πολιτική δεν μετράνε μόνο οι προθέσεις, πρέπει να είναι σαφές ότι το στίγμα αυτού του χώρου δεν μπορεί παρά να είναι έντονα αυτοκριτικό για εκείνη την περίοδο. Μπροστά στην ανάγκη να ξεπεραστούν οι αντιλήψεις που ήθελαν έναν ΣΥΡΙΖΑ περίπου σαν ένα δεύτερο ΚΚΕ ή μια μεγάλη ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υποτιμήθηκε στην πράξη ο κεντρικός κίνδυνος του κυβερνητισμού, ενώ η θέση ότι χρειάζεται ένα κόμμα-κίνημα διαστρεβλώθηκε και «συμφιλιώθηκε» με εκείνη για «ενιαίο κόμμα» όπως διαμορφώθηκε (βλ. Παράρτημα Για το κόμμα).
Θα μπορούσε να πει κανείς πολλά ακόμα απολογιστικά για εκείνη την περίοδο, χωρίς όμως σε καμιά περίπτωση να σημαίνει ότι η σωστή επιλογή θα ήταν η συστράτευση με τον χώρο της Αριστερής Πλατφόρμας. Η δύσκολη επιλογή θα ήταν να κινηθεί κανείς «ανάμεσα στις συμπληγάδες» της ενσωμάτωσης από τη μια και της ευκολίας-καταγγελίας από την άλλη. Αυτό διατυπωνόταν βέβαια τότε, αλλά στην πράξη δεν υπηρετήθηκε.
Συμπερασματικά και επιστρέφοντας στο θέμα του βιβλίου, θα προτείναμε καταρχάς να διαβαστεί από όσους ενδιαφέρονται για τα ζητήματα που πραγματεύεται. Στη συνέχεια, θα ήταν καλό να διατυπωθεί κάθε είδους κριτική, παρατήρηση και διαφωνία. Έτσι, η συζήτηση θα μπορούσε να γίνει παραγωγική και ενδιαφέρουσα. Αυτή θα ήταν και η μεγαλύτερη επιτυχία της έκδοσης.