ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ
Άκου ρε τι συζητάνε τα καθάρματα για μένα, χωρίς εμένα… Θα μου δώσουνε λέει δικαίωμα ψήφου, για να μπορώ εγώ να «διαλέγω» ποια κουφάλα θα μου φτιάξει ένα μέλλον όμοιο κι απαράλλαχτο με το μέλλον που είχαν οι δούλοι στις ρωμαϊκές γαλέρες, ενώ αυτοί θα μπορούν να έχουν ήσυχες τις συνειδήσεις τους, πως ένοχος στον φόνο τους, είμαι εγώ ο ίδιος, αφού εγώ τους διάλεξα για δημίους μου…
Ποιον πάτε να ξεγελάσετε ρε ανθρωπόμορφες σαύρες;
Είμαι δεκαεπτάρης και σας γαμώ και τις ψήφους σας και τις δημοκρατίες σας.
Στ’ αρχίδια μου το δικαίωμα ψήφου που θέλετε να μου πετάξετε σαν το τυράκι, στη φάκα του ποντικιού…
Δικαίωμα όπλου να μου δώσετε…. Και τότε θα μάθετε καλά στο πετσί σας, πόσο εύκολο είναι να μας ξεγελάτε όλους και για πάντα…
Δεν είμαι γω σαν εσάς, ρε αποχτηνωμένα ανθρωπάκια… Δεν το βαστάει εμένα η ψυχή μου, να θωρώ την Ελένη [19 χρονώ φοιτήτρια βιολογίας] να βγαίνει και να πουλάει τηλεκάρτες στην Ομόνοια, για 380 εβρά το μήνα και να κάθεται να της πιάνει τον κώλο ο αφεντικός, επειδή χωρίς αυτά τα ψίχουλα, δεν θα χουνε να πληρώσουνε ούτε το νερό στο σπίτι της… Δεν είμαι γω ρε η εικόνα που φτιάχνετε για μια νεολαία λωβοτομημένη, που εκπαιδεύεται να ζει σαν γερασμένη σκύλα, με ένα γλειμένο κόκκαλο, για να μην ψοφήσει μπροστά στην καγκελόπορτα του βολεμένου κομματόσκυλου… Δεν είμαι γω ο Μάριος ο αδερφός μου, που τονε στείλατε μετανάστη στον Καναδά, με δέκα πτυχία στην αμασχάλη του, γιατί το μόνο που έβρισκε εδώ να κάνει ήταν να ξεσκατίζει τους λαθρομετανάστες σας στα χοτ σποτ σας, για 500 εβρά το μήνα, επί οχτώ μήνες κι ύστερα πάλι στην ανεργία να ικετεύει τους δήμους σας και τους παρατρεχάμενους σας, για άλλο ένα οχτάμηνο αναστολής της θανατικής του καταδίκης στην πείνα και στην ανέχεια.
Δεν είμαι γω ρε το χέρι που θα σας δώσει άφεση αμαρτιών με την ψήφο του.
Εγώ είμαι η ρομφαία που θα βάνει φωτιά να πυρπολήσει τις αυταπάτες σας και τα ψέματα σας.
Εγώ είμαι η γενιά του όπλου.
Και με μένα θα έχετε να κάνετε, όταν θα σας σημαδέψει η ιστορία…
Όχι, δεν θέλω τα κυνοβούλια σας, τα εσπα σας, τις ελεημοσυνες σας και τις επιτροπές σας.
Θέλω το μέλλον μου την πατρίδα μου τη γλώσσα μου και τον πολιτισμό μου, πίσω - καθαρματα….
Παρτε τους διορισμούς σας στο δημόσιο, που μέσα από αυτους κρατάτε όμηρο έναν ολόκληρο λαό, πάρτε τα επιδόματα ανεργίας σας και τις κάρτες αλληλεγγύης σας και βάλτε τα στον κώλο σας.
Παρτε τις σημαίες της ταχα μου ελευθεροτυπίας σας και πνίξτε μ’ αυτές τα παπαγαλακια των καναλιών, που μισθοδοτείτε για να διαστρέφουν και την ελευθερία και την είδηση και την πραγματικότητα.
Παρτε τα δάνεια σας στους μεγαλοεργολαβους στους μεγαλοεκδοτες, στους μεγαλονταβατζηδες και στις μεγαλοπουτανες και καντε τα «δημοκρατία του κωλόχαρτου» για να χετε να σκουπίζετε τις χεσμένες ιδεολογίες της νιότης σας.
Δεν είμαι γω ο ιθαγενής που θα του αγοράσετε την ψυχη του με τα καθρεπτάκια της δηθεν δημοκρατιας σας, του δηθεν σοσιαλισμου σας, της δηθεν αριστερας σας, του δηθεν κοινωνικου κρατους σας, της δηθεν ανθρωπιας σας.
Αυτό που εσείς – όλοι εσείς, ασχέτως χρώματος και κόμματος – αποκαλείτε «δημοκρατία», εγώ το αποκαλώ «δικτατορία των βολεμένων» κι αυτούς που εσείς αποκαλείτε βουλευτές και πατέρες του έθνους, εγώ τους ονομάζω: ηθικούς αυτουργούς χιλιάδων αυτοκτονιών, χιλιάδων θανάτων, εξαιτίας έλλειψης ελπίδας και μέλλοντος.
Όχι ρε, δεν τη θέλω την ψήφο σας.
Κι όταν έρθει η ώρα που μου έχει γράψει η ιστορία, θα λαβω το όπλο μου και θα στείλω μήνυμα στο Μέλλον με το αίμα σας.
Και τότε θα με ξαναπείτε φασίστα και μπολσεβίκο και ξεβράκωτο και ρεμπελο και αλήτη, όπως με λέγατε κάθε φορά, που ερχόμουνα να ανατρεψω δια πυρός και σιδήρου τα διεφθαρμένα καθεστώτα σας.
Εγώ ρε, ο δεκαεπτάρης – το σημερνό θύμα σας.
Και θα κρεμάσω απόξω από τη βουλή σας, ένα κομμάτι ματωμένο πουκάμισο, σαν αυτό που φόραγε ο πατέρας μου, όταν φουντάρισε από τον 6ο όροφο της πολυκατοικίας μας, επειδή δυο μέρες πριν, μας στείλατε το κατασχετήριο για το σπίτι μας.
Γιατί στα κάτεργα και στις φυλακές, στις οποίες πάτε να μετατρέψετε τα έθνη του κόσμου, οι απελπισμένοι δεν έχουν να χάσουν παρά τους τρόμους τους, τους οποίους εσείς τους δημιουργήσατε.
Εγώ είμαι δεκαεπτάρης και σας γαμώ τις δημοκρατίες σας.
Και βρείτε τρόπο εσείς να κρατήσετε αιχμάλωτη την άνοιξη των λαών, στον βαρύ χειμώνα των ψεμάτων σας…