Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Η παραίτηση του Μιχαήλ Σάλλα από την Τράπεζα Πειραιώς φαίνεται σαν μια «απλή κίνηση», μια προσπάθεια ενός παλαίμαχου τραπεζίτη να αποσυρθεί μετά την ολοκλήρωση του έργου του. Είναι όμως, απλά, μια κίνηση συμβολική ή μήπως κρύβει κάτι βαθύτερο, ένα «σήμα κινδύνου» ή κάτι άλλο για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα;
Ο Δρ. Σάλλας, με διδακτορικό στα Οικονομικά από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, ένα από τα καλύτερα Πανεπιστήμια στον κόσμο, έστησε, σε συνεργασία με τους βασικούς μετόχους της Τράπεζας Πειραιώς, μία από τις τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, με παρουσία σε οκτώ χώρες και σχεδόν 20 χιλιάδες εργαζόμενους. Πρόκειται για έναν τραπεζίτη που κέρδισε τον σεβασμό εργαζομένων και της αγοράς. Όμως η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008, σε συνδυασμό με τους σημαντικούς συστημικούς κινδύνους της τράπεζας, εν μέρει οφειλόμενους στο ευρύτερο σύστημα διαπλοκής του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα με την πολιτική και οικονομική ελίτ, και σε συνδυασμό με το ανάλγητο πρόγραμμα λιτότητας που επέβαλε η γερμανοκρατούμενη Ευρωπαϊκή Ένωση του κυρίου Σόιμπλε, γονάτισε και τελικά εκμηδένισε ουσιαστικά την αξία της τράπεζας. Τα χαρτοφυλάκια βούλιαξαν. Όχι μόνο τα χαρτοφυλάκια της Πειραιώς, αλλά τα χαρτοφυλάκια όλου του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Ενώ τα «κόκκινα» δάνεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος ανέρχονταν σε λιγότερο από 5% πριν το 2010, η επιβολή των μνημονίων τα έφτασε στο 1/3 των δανείων!
Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι όλοι οι Έλληνες τραπεζίτες φρόντισαν να εγκαταλείψουν το καράβι που βυθιζόταν! Ο Δρ. Σάλλας ήταν ο τελευταίος της γενιάς. Όμως η κατάσταση στην τράπεζά του, η απαξίωση της οποίας την οδήγησε σε διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις και τελικά στα χέρια του ΤΧΣ, δηλαδή ενός χρηματοοικονομικού «οχήματος» με σκοπό την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού κράτους δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Όλες οι ελληνικές τράπεζες έμειναν με το 1/12 ως το 1/100 της χρηματιστηριακής τους αξίας, και πέρασαν σε ξένα χέρια.
Όταν λοιπόν ο μεγαλοτραπεζίτης ορθά ανέφερε ότι μετά και την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση διαμορφώνεται για το τραπεζικό σύστημα ένα νέο εταιρικό και οικονομικό περιβάλλον, εννοεί προφανώς ότι πλέον καμιά ελληνική τράπεζα δεν ανήκει σε ελληνικά χέρια και πλέον τα αφεντικά τους (ΤΧΣ) έχουν σκοπό να ρίξουν και τα τελευταία προσχήματα και να διορίσουν ανθρώπους της αρεσκείας τους. Ανθρώπους που πάντως, όπως σωστά δήλωσε η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και πάντα κρίνοντας από τα 2 στελέχη που διορίστηκαν στην Εθνική Τράπεζα, έχουν ειδίκευση όχι στο στήσιμο ή την παλινόρθωση τραπεζών, αλλά στη διάλυσή τους.
Σε αυτήν τη φάση επανέρχονται στην επιφάνεια μερικά δύσκολα, όχι μόνο να απαντηθούν αλλά και να διατυπωθούν, ερωτήματα.
Το πρώτο είναι αν η Ελλάς δικαιούται να συνεχίσει να ελέγχει τη διοίκηση των ελληνικών τραπεζών. Το δεύτερο είναι το αν πρέπει να συνεχίσει να την ελέγχει από ηθικής πλευράς. Το τρίτο είναι αν συμφέρει τον ελληνικό λαό η συνέχιση του Ελέγχου των «ελληνικών τραπεζών’ από Ελληνικά στελέχη.
Η Ελλάς δεν δικαιούται να ελέγχει τη διοίκηση των ελληνικών τραπεζών, καθώς αυτή με το μνημόνιο 2, επί κυβερνήσεων των κυρίου Βενιζέλου και Παπαδήμου, εκχωρήθηκε σαφώς στους ξένους. Άρα, ως τώρα, «χάρη» μας έκαναν οι ξένοι που δέχονταν να διορίζουν Έλληνες στα διοικητικά συμβούλια. Οι ελληνικές τράπεζες και η δίοικησή τους είναι ένα κομμάτι από αυτά που έχουν μπει στην «κρεατομηχανή» του χρέους, καθώς η τότε κυβέρνηση Βενιζέλου- Παπαδήμου με την ‘αναδιάρθρωση’ του χρέους μετέτρεψε απλά ομόλογα σε ενυπόθηκα δάνεια! Δάνεια με υποθήκη της περιουσία του Ελληνικού κράτους! Πρόκειται για πράξη από την οποία πηγάζει και η υποχρέωση για αποκρατικοποιήσεις, κατά πολλούς «εκποίηση», της περιουσίας του κράτους.
Η δεύτερη ερώτηση είναι η Ελλάς πρέπει να συνεχίσει να ελέγχει από ηθικής πλευράς τις συστημικές τράπεζες, τόσο την Πειραιώς, όσο και τις άλλες. Η γνώμη του γράφοντος είναι ότι οι τράπεζες είναι απλές ιδιωτικές εταιρείες. Δεν υπάρχει έννοια στον έλεγχο ιδιωτικών εταιρειών από μια κυβέρνηση, δεν είναι παραγωγικό, ούτε ηθικό. Τα ως τώρα ελληνικά στελέχη δεν απέτρεψαν την αύξηση των «κόκκινων» λογαριασμών, ενώ επέτρεψαν, κατά ορισμένους, τη συνέχιση του σκανδαλώδους δανεισμού των διαπλεκόμενων οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων που επικρατούσαν κατά καιρούς. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να απελευθερώσει τον ανταγωνισμό στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, δίνοντας νέες άδειες. Έτσι θα βοηθήσει στο να βελτιωθούν οι παρεχόμενες υπηρεσίες στους Έλληνες, όχι μέσα από διορισμούς στην ηγεσία των συστημικών τραπεζών. Οι διορισμοί δεν δημιουργούν ανταγωνισμό, μόνο οι νέες άδειες, η είσοδος νέων τραπεζών στο σύστημα. Ας απελευθερώσει λοιπόν η κυβέρνηση τις άδειες τραπεζών, δίνοντας νέες άδειες. Μόνη εξαίρεση είναι αν βάσιμα εκτιμά ότι τα πρόσωπα που διορίζονται κινούνται σε κατεύθυνση που δημιουργεί συστημικούς κινδύνους. Εκεί πρέπει να επέμβει η κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος και να εισηγηθεί αλλαγή προσώπων ή λαμβάνοντας άλλες αποφάσεις ώστε να προστατευτεί το τραπεζικό σύστημα. Κρίνοντας από τα 2 πρόσωπα που έχουν διοριστεί στην Εθνική Τράπεζα από τους πιστωτές, αποτελούν άτομα χωρίς προσόντα για να στήνουν τράπεζες, αλλά με ειδίκευση στη διάλυση τους, άρα η καχυποψία εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας δεν είναι εντελώς αβάσιμη. Θα πρέπει να περιμένουμε σε αυτήν τη φάση ως αυξανόμενη την πιθανότητα υλοποίησης του εδώ και πολλά χρόνια σχεδίου για ομαδικές απολύσεις τραπεζοϋπαλλήλων. Περίπου 20.000 υπάλληλοι ίσως χάσουν τη δουλειά τους στον χρηματοοικονομικό κλάδο. Η κυβέρνηση οφείλει να προστατεύσει το δικαίωμα προστασίας των ομαδικών απολύσεων που υπάρχει και να μην υποχωρήσει στις απαιτήσεις των πιστωτών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μπορεί να αποτρέψει γενικώς να γίνονται κάποιες απολύσεις. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλεονάζον προσωπικό, η μείωση του είναι αναπόφευκτη και αναγκαία. Άρα ο «Αρμαγεδδών» στις τράπεζες μάλλον έρχεται.
Τέλος, το ερώτημα είναι αν συμφέρει τον ελληνικό λαό η συνέχιση του ελέγχου των «ελληνικών τραπεζών» από ελληνικά στελέχη. Ο έλεγχος των τραπεζών από Έλληνες απαιτεί τον έλεγχο των μετοχών των τραπεζών. Οι τράπεζες είναι σε δραματικά χάλια, όπως εξάλλου το σύνολο του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, καθώς αντικατοπτρίζουν τις χρεοκοπίες στην οικονομία από την πολιτική των μνημονίων. Η «διάσωση» των τραπεζών και το «πέρασμα» των τραπεζών σε «ελληνικό κρατικό έλεγχο» σημαίνει ότι ο ελληνικός λαός, το μεγάλο κορόιδο δηλαδή, πρέπει πάλι να βάλει το χέρι στην τσέπη καταβάλλοντας 10, 20, 50 ή και 150 ακόμη δισεκατομμύρια ευρώ για τη «διάσωση» των «ελληνικών» τραπεζών. Αυτό θα γίνει με την υποβολή νέων μνημονίων, που θα είναι πολύ σκληρότερα από ό,τι γνωρίσαμε ως τώρα. Πρόκειται για πράξη οικονομικής αυτοκτονίας.
Ας αφήσουμε οι ξένοι μέτοχοι να βάλουν τα χρήματα στις όποιες ανακεφαλαιοποιήσεις χρειαστούν, αν χρειαστούν. Η Ελλάς ας διοχετεύσει τους πόρους της, αν της περισσεύουν, σε επενδύσεις στο επιχειρείν, την εκπαίδευση, την υγεία, τις συντάξεις ή και στις μειώσεις των φόρων που απειλούν να βουλιάξουν την οικονομία. Το κράτος δεν πρέπει να γίνει επιχειρηματίας, πρέπει μόνο να διασφαλίζει τον ανταγωνισμό (κάτι που μπορεί κάλλιστα να κάνει με νομοθεσία που διασφαλίζει τα δικαιώματα των καταναλωτών και νέες άδειες στον τραπεζικό χώρο) και να εξασφαλίζει καλή ζωή στους πολίτες του. Σκοπός του κράτους πρέπει να είναι η ευημερία των πολιτών, όχι η χρεοκοπία των πολιτών για τη διάσωση ιδιωτικών τραπεζών!
* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία