Του ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΜΠΑΟΥΝΟΒ*
Μερικές φορές, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις την είδηση που ακούς. Ο Οσκαρ Ουάιλντ έχει πει ότι «η βάση της αισιοδοξίας είναι ο απόλυτος τρόμος. Νομίζουμε ότι είμαστε γενναιόδωροι επειδή αποδίδουμε στον γείτονά μας αρετές που είναι πιθανόν ωφέλιμες για εμάς».
Ετσι σκεφτόταν ο υπόλοιπος κόσμος – καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του βρετανικού κατεστημένου – για το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η κρατούσα άποψη ήταν ότι ο βρετανικός λαός θα ασκούσε την περίφημη κοινή λογική του και θα ψήφιζε υπέρ της σταθερότητας και της τάξης.
Το 52% όσων ψήφισαν, όμως, αποφάσισε διαφορετικά. Η ψήφος για το Out ήταν ο θρίαμβος αυτού του είδους των συναισθημάτων που οι Ρώσοι συνήθως αποδίδουν στο δικό τους εκλογικό σώμα: της ιδέας δηλαδή ότι η εθνική κυριαρχία είναι πιο σημαντική από την ενοποίηση, αν η ενοποίηση δεν γίνεται με τους δικούς σου όρους και ότι το καθεστώς που απολάμβανες στο παρελθόν είναι πιο επιθυμητό από το μέλλον που σου προσφέρουν οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι ειδικοί. Οι Βρετανοί, όπως και οι Ρώσοι, απέρριψαν την ιδέα ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση αντιπροσωπεύει το παγκόσμιο μοντέλο του μέλλοντος και ότι η εποχή των κλασικών εθνικών κρατών και αυτοκρατοριών σιγά σιγά εξαφανίζεται.
Η διαφορά στη βρετανική περίπτωση ήταν ότι η απόφαση ανήκε πραγματικά στον λαό και δεν ήταν από αυτές που οι Ρώσοι υποπτεύονται ότι επιβάλλεται από την κορυφή. Οι βρετανοί πολίτες απέρριψαν τις συμβουλές της κυβέρνησής τους, των τραπεζιτών, των συμμάχων τους και του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών. Κατά μία έννοια, η Ευρωπαϊκή Ενωση έπεσε θύμα της αυθεντικής βρετανικής δημοκρατίας.
Η Ρωσία δεν είχε ιδιαίτερη παρουσία στην προεκλογική εκστρατεία. Ο Ντέιβιντ Κάμερον υποστήριξε ότι ο Πούτιν θα ήταν ικανοποιημένος με το Brexit, ενώ ο πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στη Ρωσία Μάικλ ΜακΦολ χαρακτήρισε τον Πούτιν «νικητή» μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων. Η άποψη ότι «αν κάτι αρέσει στον Πούτιν πρέπει να το απορρίψεις» δεν επηρέασε τους ψηφοφόρους.
Αλλωστε, ο πρόεδρος Πούτιν επέλεξε να τηρήσει μια στρατηγική σιωπή γύρω από το θέμα. Πρώτον, επειδή στους Ρώσους δεν αρέσει να τους λένε οι ξένοι τι να κάνουν και κατά συνέπεια έκαναν και εδώ το ίδιο (αν και δεν τηρούν αυτή την αρχή όταν πρόκειται για την Ουκρανία). Δεύτερον, επειδή ο Πούτιν και το επιτελείο του γνώριζαν πως οτιδήποτε έλεγαν για το δημοψήφισμα θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους. Ετσι, ο ρώσος πρόεδρος έσπασε τη σιωπή του μόνο όταν ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα και παραιτήθηκε ο Κάμερον, μιλώντας για «αλαζονεία της βρετανικής κυβέρνησης και για μια ρηχή προσέγγιση των σοβαρών ζητημάτων».
Για πολύ καιρό, από την εποχή των «πολύχρωμων επαναστάσεων» στη Γεωργία και την Ουκρανία, οι επιτυχίες της Δύσης αντιμετωπίζονταν στη Ρωσία ως αποτυχίες της Ρωσίας, και το αντίστροφο. Αυτή τη φορά, η ΕΕ έκανε χάρη στη Ρωσία τιμωρώντας τον εαυτό της. Ισως να υπάρχει εδώ μια ψυχολογική αντίδραση: όταν η Σοβιετική μας Ενωση διαλύθηκε, πανηγυρίζατε. Τώρα που διαλύεται η δική σας ένωση, δεν θα στενοχωρηθούμε.
Το αίσθημα του schadenfreude (χαιρεκακία) ενισχύεται από το γεγονός ότι μετά το 1991 η Ευρωπαϊκή Ενωση έγινε ο Παράδεισος στον οποίο βρήκαν καταφύγιο τα πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας, και στη συνέχεια οι χώρες της Βαλτικής, και όπου αναζητούσαν έμπνευση η Γεωργία, ο Μόλδοβας και η Ουκρανία. Κάθε κίνηση προς την Ευρώπη αποτελούσε σαφή απόρριψη της Ρωσίας.
Όταν όμως η ΕΕ χάνει μια χώρα σαν το Ηνωμένο Βασίλειο, χάνει κύρος και εξουσία. Το λαμπρό φως που οδηγούσε αυτές τις χώρες μακριά από τη Ρωσία αρχίζει να θαμπώνει.
Παρ’όλα αυτά, θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς ότι η ρωσική ηγεσία θέλει τη διάλυση της ΕΕ σε μικρά κομμάτια. Το Κρεμλίνο θέλει απευθείας συνεννοήσεις και μια κάθετη ιεραρχική δομή ανάλογη με τη δική του, ώστε να ξέρει με ποιον διαπραγματεύεται και λύνει τα προβλήματα. Ο άνθρωπος στην κορυφή αυτής της δομής πρέπει να είναι ένας σοβαρός συνομιλητής σαν τη Μάργκαρετ Θάτσερ ή τον Σαρλ ντε Γκολ. Η ρωσική ηγεσία προτιμά να συναλλάσσεται με την Αγγελα Μέρκελ ή τον Φρανσουά Ολάντ παρά με την ΕΕ και την πολύπλοκη δομή των Βρυξελλών.
Οι Ρώσοι είναι πράγματι οι μεγαλύτεροι ευρωσκεπτικιστές απ’όλους – περισσότερο κι από τους Βρετανούς. Κι αυτό, επειδή η ιδέα της ενοποιημένης Ευρώπης που τους παρουσιάστηκε στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν ήταν πολύ σαφής. Εκτείνεται πράγματι η Ευρώπη από το Βανκούβερ μέχρι το Βλαδιβοστόκ, περνώντας από το Αφγανιστάν;
Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι οι Ρώσοι θέλουν μια πληγωμένη Ευρώπη. Αν ήταν έτσι, θα ήθελαν την είσοδο περισσοτέρων μεταναστών στην Ευρώπη, καθώς και την ένταξη ανεπιθύμητων μελών σ’αυτήν. Αλλά δεν θέλουν κάτι τέτοιο. Ούτε θέλουν να εφοδιάζονται με πολλαπλές βίζες και να θυμούνται πολλαπλές ισοτιμίες όταν ταξιδεύουν στη Δύση.
Οι ρώσοι διπλωμάτες και εμπειρογνώμονες έχουν δύο βασικές ενστάσεις για την ΕΕ. Η μία είναι ότι δεν πρόκειται για μια ανεξάρτητη πολιτική οντότητα αφού τις σημαντικότερες αποφάσεις της τις υπαγορεύουν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Η δεύτερη ένσταση είναι ότι τον τελευταίο καιρό η ΕΕ έχει αλλάξει προς το χειρότερο. Η διεύρυνση προς ανατολάς σημαίνει ότι οι Βρυξέλλες ασκούν υπερβολική επιρροή στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, στρέφοντάς τις κατά της Μόσχας. Η Βρετανία είναι η πιο φιλοαμερικανική χώρα της ΕΕ και η πιο διατεθειμένη να ακούσει τα παράπονα των Ανατολικοευρωπαίων για τη Ρωσία. Αντίθετα με την Ιταλία, τη Γαλλία ή τη Γερμανία, οι Βρετανοί δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Η ρωσική ηγεσία αισθάνεται όμως και προσωπικά προσβεβλημένη από τη Βρετανία. Ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Τόνι Μπλερ ανέπτυξαν πολύ φιλικές σχέσεις. Η πρώτη επίσκεψη του Πούτιν στη Δύση ήταν στο Λονδίνο. Κι ύστερα οι Βρετανοί άρχισαν να υποστηρίζουν τους εχθρούς του Πούτιν και να προσφέρουν καταφύγιο σε ανθρώπους όπως ο Μπόρις Μπερεζόφσκι και ο Αλεξάντερ Λιτβινένκο. Ετσι, με τον διαχωρισμό της Βρετανίας από την υπόλοιπη Ευρώπη, θα είναι πιο εύκολο για τους Ρώσους να συνεννοηθούν με τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Ένα από τα όνειρα της ρωσικής διπλωματίας είναι να συνάψει σχέσεις με κάθε ευρωπαϊκή χώρα χωριστά. Το Brexit διευκολύνει αυτόν τον στόχο, καθώς οδηγεί σε μια Ευρώπη του παρελθόντος που οι ρώσοι πολιτικοί ελπίζουν ότι θα είναι η μελλοντική Ευρώπη.
Αλλά το όνειρο αυτό δύσκολα θα εκπληρωθεί. Και είναι καλό να θυμόμαστε πού οδήγησε αυτό το παλιό διεθνές σύστημα: σε δύο παγκόσμιους πολέμους, από τους οποίους η Ρωσία υπέφερε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα.
(*) Ο Αλεξάντερ Μπαούνοβ είναι στέλεχος του Carnegie Moscow Center και διευθυντής του ιστότοπου Carnegie.ru.
ΠΗΓΗ:ΑΠΕ – Carnegie.ru