Οι οικονομικοί θάνατοι της Bear Stearns
και της Lehman Brothers ήταν γρήγοροι, όπως συνήθως συμβαίνει στις
Η.Π.Α. – όπου η χρεοκοπία είναι κάτι το απολύτως φυσιολογικό στα πλαίσια
του καπιταλισμού (άρθρο), ενώ προτιμάται πάντοτε ένα οδυνηρό τέλος, παρά μία οδύνη δίχως τέλος, όμοια με αυτήν που βιώνουμε στην Ελλάδα.
Αντίθετα, η επερχόμενη κατάρρευση της Deutsche Bank,
μετά από 147 χρόνια λειτουργίας της, είναι παρατεταμένη και επώδυνη –
υπενθυμίζοντας πως κάποτε ανήκε στις μεγαλύτερες στον πλανήτη,
συγκρινόμενη με τις Goldman Sachs, JP Morgan, Bank of America ή HSBC. Εν τούτοις, δεν κατάφερε ποτέ να ανακάμψει μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση
– παρά το ότι ο διευθύνων σύμβουλος της το 2009 (J. Ackermann) είχε
δηλώσει αλαζονικά πως είχε άφθονα κεφάλαια στη διάθεση της, οπότε ήταν
ικανή να τα καταφέρει καλύτερα από τους ανταγωνιστές της.
Όπως αποδείχθηκε όμως, η τράπεζα των σκανδάλων
έκρυβε ζημίες ύψους 12 δις $ από τα βιβλία της, για να αποφύγει τη
διάσωση της από τη γερμανική κυβέρνηση – ενώ ένα μεγάλο μέρος των εσόδων
της προερχόταν από τη χειραγώγηση των επιτοκίων Libor, όπου το
ενδεχόμενο πρόστιμο είναι της τάξης των 2,5 δις $. Τελικά αναγκάσθηκε το 2013 να παραδεχθεί ότι, πραγματικά χρειάζεται νέα κεφάλαια – εκδίδοντας ομόλογα ύψους 3 δις € και δηλώνοντας πως θα απαιτηθούν ακόμη περισσότερα.
Στη συνέχεια αύξησε τα κεφάλαια της κατά 1,5 δις €, καθώς επίσης κατά 8 δις € (πηγή),
άλλαζε συνεχώς διοικητικά στελέχη, ενώ παράλληλα ευρίσκεται σε εξέλιξη η
μείωση του προσωπικού της κατά 9.000 άτομα – καθώς επίσης η διακοπή
των εργασιών της σε δέκα χώρες, έτσι ώστε να εξυγιανθεί.
Φτάνοντας τώρα στο 2016, ανήγγειλε
ζημίες ρεκόρ για το 2015, ύψους 6,8 δις € – οπότε αναγκάσθηκε να δηλώσει
πως είναι φερέγγυα, όπως κάποτε είχε αναγκασθεί να κάνει η Lehman
Brothers. Όταν όμως οι επενδυτές διαπίστωσαν πως ανάλογες δηλώσεις έκανε
και ο Γερμανός υπουργός οικονομικών, συμπέραναν αμέσως πως η οικονομική της κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή – πουλώντας όσο το δυνατόν μετοχές και ομόλογα της, με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν οι τιμές τους.
Λίγο αργότερα, το Μάιο του 2016, η Berenberg Bank προειδοποίησε πως η περιπέτεια της εγκληματικής συμμορίας μπορεί να είναι ανυπέρβλητη, σημειώνοντας πως είναι εκτεθειμένη σε παράγωγα 40 φορές περισσότερα από τα κεφάλαια της – ενώ στις αρχές του Ιουνίου δύο πρώην στελέχη της κατηγορήθηκαν από τις Η.Π.Α. για συμμετοχή στην απάτη των επιτοκίων.
Κάτι ανάλογο ανακοίνωσαν επίσης οι αρχές της Μ. Βρετανίας, αναφέροντας πως συμμετείχαν τουλάχιστον 29 στελέχη της στην απάτη
– ενώ το BREXIT ήταν καταστροφικό για την τράπεζα, αφού το 19% των
εσόδων της προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο. Αμέσως μετά (29.06) το
ΔΝΤ προειδοποίησε πως είναι υπερβολικά εκτεθειμένη σε «συστημικούς
κινδύνους» – ενώ η Fed, μία ημέρα αργότερα, δήλωσε πως δεν περνάει τα
τεστ αντοχής, λόγω κακής διαχείρισης των κινδύνων και κακού οικονομικού
σχεδιασμού.
Η επική πορεία της Deutsche Bank προς την καταστροφή φαίνεται στο γράφημα που ακολουθεί – όπου η τιμή της μετοχής της, από 152,28 $ το 2007 κατέρρευσε στα 12,60 $, με πολλούς επενδυτές, μεταξύ των οποίων ο G. Soros, να στοιχηματίζουν στη χρεοκοπία της (108 εκ. $, πηγή).
.
Ολοκληρώνοντας, αυτό που οφείλει να αναρωτηθεί κανείς είναι το τι θα συμβεί με τα παράγωγα που κατέχει, αξίας πάνω από 50 τρις €, εάν τυχόν χρεοκοπήσει η τράπεζα
– ενώ ακόμη και αν εθνικοποιηθεί (αφού είναι απίθανο να εξαγορασθεί
έχοντας πάνω από 6.000 δικαστικές εναντίον της και τόσο μεγάλα
προβλήματα), το ποσόν είναι τέτοιο (20 φορές το ΑΕΠ της χώρας) που δεν
είναι δυνατόν να «ελεγχθεί» από το γερμανικό δημόσιο.
Υποθέτουμε δε πως κανένας επενδυτής δεν
θα θελήσει να συμμετέχει σε μία επόμενη αύξηση κεφαλαίου, την οποία θα
έχει σύντομα ανάγκη η τράπεζα – ενώ, με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία, της διάσωσης της θα πρέπει να προηγηθούν οι μέτοχοι, οι ομολογιούχοι και οι καταθέτες. Ως εκ τούτου, προβλέπονται μεγάλες αναταραχές αφού, όσο πειθαρχημένοι και αν είναι οι Γερμανοί, δεν πρόκειται να συμπεριφερθούν με κατανόηση, όταν χάσουν τα χρήματα τους.