ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Η εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία κρίθηκε στρατιωτικά τον Αύγουστο του 1921. Στις 8 Αυγούστου ο ελληνικός στρατός είχε διαβεί τον Σαγγάριο. Ο εχθρός ήταν ακριβώς απέναντι, μετωπικά. Η γενική επίθεση αποφασίστηκε για την επομένη, 11 Αυγούστου.
Η πρώτη μέρα κύλησε θετικά για τον ελληνικό στρατό, αλλά έγινε εσφαλμένη εκτίμηση, κυρίως λόγω εσφαλμένης χαρτογράφησης, πως ο τουρκικός στρατός απομακρύνονταν από τον Σαγγάριο και υποχωρούσε προς Άγκυρα, διότι διέβλεπε κίνδυνο υπερκέρασης. Επομένως, σύμφωνα με αυτήν την εκτίμηση, έπρεπε η Στρατιά να ακολουθήσει την ίδια κατεύθυνση, συνεχίζοντας με ασφαλή πορεία την προέλαση και την γρήγορη διάλυση του τουρκικού στρατού.
Οι τουρκικές δυνάμεις ήταν σημαντικές, σχεδόν ίσες με τις ελληνικές, με μεγάλες δυνατότητες εφεδρείας. Ο Κεμάλ είχε οργανώσει εντατική στρατολογία, είχε μεταφέρει όλες του τις δυνάμεις στον Σαγγάριο και επιπλέον αντιμετώπιζε το χαμηλό ηθικό των στρατιωτών του με το πυροβολικό που απειλούσε τους λιποτάκτες με θάνατο. Επιπλέον το επιτελείο των αξιωματικών του ήταν συμπαγές, καλά εκπαιδευμένο από τους Γερμανούς και πολιτικά φανατισμένο για την εθνική αναγέννηση της Τουρκίας.
Στις 12 Αυγούστου το Α και Γ Σώμα Στρατού άρχισε, μετά τις επιτυχημένες επιχειρήσεις των προηγουμένων ημερών, την επίθεσή του. Το Α σώμα από το κέντρο επιτέθηκε στα οχυρά Ταμπούρογλου, αφού πέρασε τον ποταμό Κατρατζί, και το Γ, στο αριστερό άκρο στα οχυρά του Ιλιντζά. Οι μάχες ήταν άγριες, σχεδόν σώμα με σώμα. Η προέλαση δύσκολη και βραδεία, παρότι παντού οι ελληνικές δυνάμεις νικούσαν και απωθούσαν τους αμυνόμενους. Οι έλληνες αξιωματικοί πολεμούσαν επικεφαλής των στρατιωτών, ενώ ακόμη και οι νοσοκόμοι πολεμούσαν σώμα με σώμα. Ήταν μια συνεχής, τρομερή πάλη, που κράτησε σχεδόν 20 μέρες, μέχρι τα τέλη Αυγούστου, οπότε και είχε υπερφαλαγγισθεί η πρώτη αμυντική τουρκική γραμμή άμυνας και ο ελληνικός στρατός βρέθηκε ενώπιον της δεύτερης.
Η Στρατιά, βλέποντας την σθεναρή αντίσταση του εχθρού επανεξέτασε την κατάσταση και ζήτησε στις 21 Αυγούστου από την κυβέρνηση εντολές, εκφράζοντας τις ανησυχίες της. Έτσι, η στρατιά δεν προχώρησε περιμένοντας οδηγίες. Ήταν ένα κρίσιμο λάθος, διότι εάν η προέλαση συνεχίζονταν, θα ήταν πιθανότατη η τελική επικράτηση και η κατάληψη της Άγκυρας. Η καθυστέρηση έδωσε κρίσιμο χρόνο ανασύνταξης των τουρκικών δυνάμεων, ενώ σκόρπισε και αμφιβολίες για την προοπτική του πολέμου.
Έτσι, οι τούρκοι, μια εβδομάδα μετά, προς της αδρανούσης ελληνικής στρατιάς, εξαπέλυσαν ισχυρή αντεπίθεση στις 28 Αυγούστου. Η συνέχεια υπήρξε σχεδόν αναπόφευκτη. Το ηθικό του στρατού κατέπεσε και η ελληνική κυβέρνηση διεπίστωσε πως ήταν αδύνατη πλέον η προέλαση. Σύρθηκε έτσι υποχρεωτικά σε διαπραγματεύσεις ειρήνης, που άρχισαν στις αρχές Οκτωβρίου του 1921 και δεν θα ολοκληρώνονταν παρά μόνον μετά το τέλος της τουρκικής αντεπίθεσης και την συντριβή του ελληνικού στρατού και τον σφαγιασμό του μικρασιατικού ελληνισμού. Διότι, η Γαλλία στο μεταξύ είχε αποφασίσει να απεμπλακεί από την Συρία, ώστε να αποφύγει περαιτέρω απώλειες και άρχισε επαφές και διαπραγματεύσεις με τους τούρκους. Οι συνεννοήσεις γάλλων και τούρκων κατέληξαν σε συμφωνία, στις 20 Οκτωβρίου 1921 στην Άγκυρα.
Μετά τη συμφωνία αυτή, οι κεμαλικές δυνάμεις κατέστη δυνατόν να προμηθευτούν από τους αποχωρούντες γάλλους στην Κιλικία και την Συρία σημαντικό στρατιωτικό υλικό, 1500 οπλοπολυβόλα, πυροβόλα, πυρομαχικά, αεροπλάνα, και πολυάριθμα φορτηγά τύπου Μπερλιέ. Ήταν μια κρίσιμη εξέλιξη, διότι μέχρι τότε ο κεμαλικός στρατός δεν ήταν σε θέση να αντιπαρατεθεί τον ελληνικό στο πεδίο της μάχης.
Γίνεται φανερό, πως η βασική ευθύνη ήταν διπλής τάξεως: αφενός η πολιτική ηγεσία δεν έλαβε υπόψιν της τις επιφυλάξεις του επιτελείου και δεν παρέμεινε στην νίκη στο Εσκή Σεχήρ, διατάζοντας την προέλαση προς την Άγκυρα, αφετέρου το ελληνικό επιτελείο επέδειξε στην κρίσιμη στιγμή αδυναμία εκτίμησης και έκανε λανθασμένους χειρισμούς, με μοιραία οπωσδήποτε την απόφαση του διοικητή του Β Σώματος Στρατού Γαβαλά να μην προελάσει, σύμφωνα με τις διαταγές που είχε, αλλά να διατάξει υποχώρηση, αφήνοντας έτσι ακάλυπτο το αριστερό της ελληνικής στρατιάς και δίνοντας την ευκαιρία στον εχθρό να ανασυνταχθεί.
Οι συνέπειες αυτών των λαθών υπήρξαν οδυνηρές για την τύχη της μικρασιατικής εκστρατείας και φυσικά για τον ίδιο τον ελληνισμό, που αφενός έχασε μια μεγάλη ευκαιρία ιστορικής δικαίωσης και αφετέρου οδηγήθηκε στη μεγάλη καταστροφή της Μικράς Ασίας, που σφράγισε έκτοτε την τύχη του και περιόρισε δραματικά τις εθνικές του προοπτικές, τόσο στην Ανατολή, όσο, κυρίως, στην λεκάνη της Μεσογείου, διότι επέτρεψε τη δημιουργία ενός ισχυρότατου τουρκικού κράτους, που είχε πλέον τον έλεγχο των παραλίων της Μικράς Ασίας και ήταν ταυτόχρονα εθνικά και θρησκευτικά ομοιογενές.