ΒΑΣΙΛΗΣ ΒΙΛΙΑΡΔΟΣ
Αναδημοσίευση: Πρώτη δημοσίευση του άρθρου στις 29 Νοεμβρίου 2014
Όταν μία μικρή χώρα βρεθεί σε δύσκολη
οικονομική θέση, αδυνατώντας να εξοφλήσει τις οφειλές της, έχει δύο μόνο
δυνατότητες στη διάθεση της: (α) να ζητήσει τη βοήθεια των δολοφόνων των λαών, του ΔΝΤ δηλαδή (άρθρο) ή (β) να χρεοκοπήσει επίσημα, διαπραγματευόμενη αμέσως μετά με τους οφειλέτες της.
Στην περίπτωση που επιλέγει την πρώτη
λύση, η οποία είναι μάλλον μονόδρομος όταν έχει υπερχρεωθεί ο ιδιωτικός
της τομέας, όπως συνέβη με την Ιρλανδία, τότε δεν πρέπει μόνο να
εφαρμόσει απαρέγκλιτα τα μνημόνια που υπογράφει, αλλά να κάνει πολύ περισσότερα από αυτά που της ζητούνται – όπως ακριβώς η Πορτογαλία, από την οποία απαιτήθηκαν αποκρατικοποιήσεις 5,5 δις € και τις αύξησε στα 9 δις €.
Κάτι ανάλογο έκανε και η Ιρλανδία, οι Πολίτες της οποίας ανέλαβαν, εκβιαζόμενοι βέβαια, τα χρέη των ιδιωτικών τραπεζών τους – σε πλήρη αντίθεση με την Ισλανδία, η οποία προτίμησε να τις αφήσει να χρεοκοπήσουν, αναλαμβάνοντας το ρίσκο.
Η Ελλάδα, με πρόβλημα μόνο δημοσίου χρέους, είχε στη διάθεση της και τη δεύτερη δυνατότητα
– την οποία όμως δεν εκμεταλλεύθηκε η τότε κυβέρνηση της (2010),
επιλέγοντας να υπογράψει το μνημόνιο που συνοδεύει πάντοτε τις δανειακές
συμβάσεις με το ΔΝΤ.
Εν τούτοις, η κυβέρνηση όχι μόνο δεν
έκανε περισσότερα από αυτά που της ζητήθηκαν, αλλά δεν εφάρμοσε σχεδόν
τίποτα από όσα υπέγραψε – με αποτέλεσμα να καταλήξει στην πύρρειο χρεοκοπία του 2011, στο PSI δηλαδή, με το οποίο παραδόθηκε ολοκληρωτικά η εθνική της κυριαρχία. Το αργότερο λοιπόν από τα τέλη του 2011, η Ελλάδα είναι υπό την κατοχή της Τρόικα – της ευρωπαϊκής εκδοχής του ΔΝΤ, στην οποία συμμετέχει ουσιαστικά μαζί του μόνο η Γερμανία.
Η Τρόικα ανέλαβε έκτοτε τη διακυβέρνηση της χώρας, επιβάλλοντας αυταρχικά μία σειρά οικονομικών μέτρων,
τα οποία είχαν στόχο την εξυγίανση της Οικονομίας – με το «αζημίωτο»
φυσικά, αφού τα «λάφυρα» ήταν δεδομένα: η εξαγορά σε εξευτελιστικές
τιμές των περιουσιακών στοιχείων της Ελλάδας (monopoly), καθώς επίσης η μετατροπή της σε αποικία των δανειστών της.
Περαιτέρω, σε μία «υπό κατοχή» χώρα, η
κυβέρνηση έχει μόνο διακοσμητικό χαρακτήρα. Για παράδειγμα, όταν οι
Γερμανοί εισέβαλλαν στην Ελλάδα το 1940, επέβαλλαν μία κυβέρνηση, η
οποία δεν μπορούσε να κάνει απολύτως τίποτα. Στα πλαίσια αυτά, εάν
υποθέσουμε πως οι Έλληνες τότε εξεγείρονταν εναντίον της κυβέρνησης,
ανατρέποντας την, οι Γερμανοί είτε θα τοποθετούσαν μία άλλη, είτε θα επέτρεπαν στο λαό να ψηφίσει δημοκρατικά – αδιαφορώντας εντελώς για τα αποτελέσματα, αφού αυτοί θα συνέχιζαν να διοικούν.
Φυσικά οι Έλληνες γνώριζαν ποιός είναι ο πραγματικός τους εχθρός. Παρά το ότι λοιπόν απεχθάνονταν την «κυβέρνηση των δωσίλογων», όπως την αποκαλούσαν, ο πρωθυπουργός της οποίας είχε πει
.
«Βρέθηκα αντιμέτωπος με ένα ιστορικό δίλημμα: ή να αφήσω να συνεχιστεί ο αγώνας και να καταλήξει σε ολοκαύτωμα ή να υπακούσω στις παρακλήσεις και να αναλάβω της πρωτοβουλία της συνθηκολόγησης. Τόλμησα το δεύτερο και δεν υπολόγισα ευθύνες, ενώ μέχρι σήμερα δεν μετάνιωσα για το τόλμημα μου, αλλά αισθάνομαι υπερήφανος» (Τσολάκογλου),
.
συνέχισαν να πολεμούν εναντίον των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων,
αρνούμενοι να συμβιβαστούν με την υποδούλωση τους. Η κοινή λογική τους
έλεγε άλλωστε πολύ σωστά ότι, εάν ανέτρεπαν την τότε κυβέρνηση, οι
Γερμανοί θα επέλεγαν την επόμενη, όσο συνέχιζε να είναι υπό την κατοχή
τους η Ελλάδα – οπότε θα ήταν δώρο άδωρο.
Ουσιαστικά κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα, με την Ελλάδα να βρίσκεται υπό κατοχή, μέσω της χρήσης οικονομικών μεθόδων – του χρέους της δηλαδή, το οποίο συνεχίζει να αυξάνεται.
Περαιτέρω, με δεδομένη την αποτυχία των μέτρων της Τρόικα να εξυγιάνουν τη χώρα,
μία αποτυχία που το ΔΝΤ αποδέχθηκε μόνο του πολλές φορές μέχρι σήμερα,
με αποτέλεσμα να καταστραφεί εντελώς η ελληνική οικονομία, η ευθύνη έχει πάψει πλέον να ανήκει στους Έλληνες.
Πόσο μάλλον όταν επί τέσσερα
ολόκληρα χρόνια υπέφεραν τα πάνδεινα, χωρίς μεγάλες αντιρρήσεις, για να
ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους απέναντι στους δανειστές τους – γνωρίζοντας τα λάθη τους, τα οποία τους έφεραν στη συγκεκριμένη δύσκολη οικονομική θέση.
Σε κάθε περίπτωση, η ευθύνη ανήκει πλέον στην κυβέρνηση, στην Τρόικα δηλαδή, η οποία πρέπει να την αναλάβει – ενώ οι Έλληνες έχουν πια το ηθικό έρεισμα να αντισταθούν, παύοντας να επιτρέπουν την περαιτέρω απομύζηση της πατρίδας τους από τη Γερμανία.
Συνεχίζοντας, ο εχθρός σήμερα δεν είναι η
διακοσμητική ελληνική κυβέρνηση, αφού ακόμη και αν ανατραπεί, η Ελλάδα
θα παραμείνει υπό κατοχή – με μία επόμενη να αναλαμβάνει το ρόλο της, όσο και αν αντιδράσει στην αρχή (όπως συνέβη και με το σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος δεν κατάφερε να εφαρμόσει ούτε μία γραμμή του προγράμματος του).
Εάν δεν κατανοήσουμε λοιπόν το συγκεκριμένο γεγονός, θα αναλωνόμαστε σε εμφυλίους πολέμους, οι οποίοι δεν θα έχουν κανένα αποτέλεσμα
– αντίθετα, μάλλον εξυπηρετούν τις δυνάμεις κατοχής οι οποίες, όπως
έχουν ήδη αποδείξει, αδιαφορούν για το ποιό κόμμα θα εκλεγεί, αφού αυτές
διοικούν την Ελλάδα.
Η λύση λοιπόν δεν φαίνεται να είναι
άλλη, από την ανάληψη της εξουσίας εκ μέρους των δύο μεγαλυτέρων
κομμάτων, με την ταυτόχρονη κήρυξη της χώρας σε χρεοκοπία, καθώς επίσης την εκδίωξη του ΔΝΤ – αφού μόνο τότε θα ανακτούσε η Ελλάδα την ανεξαρτησία της, πληρώνοντας βέβαια ένα πάρα πολύ βαρύ τίμημα.
Εναλλακτικά, η υποταγή της χώρας στις εντολές της Τρόικα και η εφαρμογή των διπλών μέτρων από αυτά που απαιτεί, όπως έκανε η Πορτογαλία
– όσον αφορά τους μισθούς, τις συντάξεις, τις αποκρατικοποιήσεις κοκ.
Όλα τα υπόλοιπα, όπως η αλλαγή και η απελευθέρωση μέσω εκλογών, είναι
απλά ουτοπικά – ανήκουν στον κόσμο της φαντασίας.
Φυσικά μπορεί να κάνουμε λάθος και να
υπάρχουν άλλοι τρόποι. Έχουμε όμως την άποψη ότι, εάν δεν επιλέξουμε μία
από τις παραπάνω δύο εναλλακτικές δυνατότητες, αφού η χώρα λεηλατηθεί,
τόσο όσον αφορά τη δημόσια, όσο και την ιδιωτική περιουσία της, θα
οδηγηθεί ξανά στη χρεοκοπία – απογυμνωμένη όμως από τα περιουσιακά της στοιχεία, εξευτελισμένη, αναξιοπρεπής και εξαθλιωμένη, όπως η Αργεντινή στο παρελθόν.
Ολοκληρώνοντας, έχουμε την εντύπωση πως όλοι οι Έλληνες το γνωρίζουν, το νοιώθουν και το διαισθάνονται – δικαιολογημένα
όμως δεν θέλουν να το παραδεχθούν, αφού είτε η υποταγή τους, είτε η
αντίδραση και η χρεοκοπία, θα απαιτούσαν πάρα πολλές θυσίες.
Ελπίζουν δε πως κάτι θα συμβεί που θα τους σώσει, έστω και την τελευταία
στιγμή – ένα ενδεχόμενο που δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει, ακόμη και
αν δεν φαίνεται καθόλου ρεαλιστικό.