Γράφει ο Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή*
Καθόλου δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η αλλαγή στάσης από μέρους της Μόσχας και ειδικότερα του προέδρου Πούτιν απέναντι στην Τουρκία. Ο Βλαντίμιρ Βλαντίμιροβιτς Πούτιν σε αντίθεση με ο,τιδήποτε άλλο πιστεύουν πολλοί, δεν είναι ούτε φιλέλληνας, δεν είναι ούτε και φιλοτούρκος. Είναι μόνο Ρώσος, που, όπως όλοι οι προκάτοχοι του ηγέτες της Ρωσίας (πριν και μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917), ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνο για τα συμφέροντα της χώρας τους. Όσοι λοιπόν προσβλέπουν σε κάτι άλλο διαφορετικό, καλά κάνουν να πάψουν να ονειροβατούν.
Με αφορμή λοιπόν τις τελευταίες ραγδαίες εξελίξεις σε ό,τι αφορά τα ρωσοτουρκικά ας επιχειρήσουμε μια σύντομη αναδρομή στις διαχρονικές σχέσεις μας με την Ρωσία και στον αρνητικό ρόλο που η ομόδοξη αυτή χώρα διαδραμάτισε σε τρία από τα σημαντικότερα Εθνικά μας θέματα (Εθνική Παλιγγενεσία, Μικρασιατική εκστρατεία και Κυπριακό).
Η στάση των Ρώσων απέναντι στην Επανάσταση του 1821
Οι Ρώσοι από την αρχή δεν είδαν με καλό μάτι την Ελληνική Επανάσταση. Η αρχή έγινε με την αποκήρυξη του Υψηλάντη από τον τσάρο. Το 1823 η Ρωσία, για να κερδίσει τη συμπάθεια των Ελλήνων, που είχε υποχωρήσει όταν ο τσάρος είχε αποκηρύξει τον Υψηλάντη, πρότεινε μια διπλωματική λύση του Ελληνικού Ζητήματος: «Να δημιουργηθούν τρία ημιαυτόνομα κρατίδια στον ελλαδικό χώρο υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου». Έτσι, η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα είχε διαρκείς προστριβές με τα ημιανεξάρτητα κρατίδια και η Ρωσία διαρκείς αφορμές για να παρεμβαίνει στα εσωτερικά του οθωμανικού κράτους υπέρ των ομοδόξων της χριστιανών… Φυσικά αυτό το σχέδιο έτυχε της άρνησης όλων, μαζί και των Ελλήνων («Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΒ).
Την άνοιξη του 1826 ο Άγγλος διπλωμάτης και στρατηγός Wellington -που είχε μεταβεί στη Ρωσία για να συγχαρεί το νέο Τσάρο- κι ο Ρώσος πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Nesselrod υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και συμφωνούν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς, όμως, στο Σουλτάνο, με τις δυο τότε δυνάμεις (Αγγλία και Ρωσία) να καθορίζουν τους όρους του ελληνοτουρκικού συμβιβασμού.
Υπάρχουν όμως και χειρότερα! Την άνοιξη του 1828, ο ίδιος ο Τσάρος Νικόλαος θα εκφράσει την αντιπάθειά του για την -κατά τη γνώμη του- φριχτή, εγκληματική και αποκρουστική συμπεριφορά των Ελλήνων, τους οποίους θεωρούσε υπηκόους, που στασίασαν εναντίον του νομίμου ηγεμόνα τους (!).
Στο μεταξύ, και για να έχουμε μια στοιχειώδη σύγκριση, στην πέρα όχθη του Ατλαντικού, ο Πρόεδρος των Η.Π.Α., Monroe (Μονρόε), στο προσχέδιο του διαγγέλματός του που έμεινε στην Ιστορία ως “Δόγμα Monroe”, αναγνώριζε ότι είχε ήδη δημιουργηθεί κυρίαρχη ελληνική επικράτεια και μάλιστα πρότεινε στο Κογκρέσο την αποστολή Αμερικανού πρέσβη στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι ο υπουργός των Εξωτερικών, Adams (Άνταμς), διέγραψε τη σχετική αναφορά από το διάγγελμα, η πρόταση αυτή του Monroe υπήρξε η πρώτη ευνοϊκή για την Ελλάδα εκδήλωση από μεγάλη Δύναμη για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της.
Σοβιετική Ένωση και Μικρασιάτικη Εκστρατεία
Τον Σεπτέμβριο του 1920 ο σοβιετικός πρόξενος στη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ) Ούπμαλ-Ανγκάρσκυ μεταβίβασε στους κεμαλικούς ένα εκατομμύριο χρυσά ρούβλια και κάτι παραπάνω από 200 κιλά χρυσού. Η παροχή της βοήθειας προς την Τουρκία είχε ως μοναδικό σκοπό τη συνέχιση του πολέμου κατά της Ελλάδας.
Ένας από τους βασικότερους συντελεστές της τελικής ήττας του Ελληνικού στρατού και της συνεπακόλουθης Μικρασιατικής Καταστροφής υπήρξε η σημαντική Μπολσεβικική υλικοστρατιωτική βοήθεια που παρείχαν οι Ρώσοι κομμουνιστές στον Κεμάλ. Τουρκία και Σοβιετική Ένωση ήρθαν σε συνεννόηση και διαπραγματεύσεις ήδη από το δεύτερο εξάμηνο του 1920, και υπέγραψαν το πολύ σημαντικό Τουρκοσοβιετικό Σύμφωνο Φιλίας (3 Μαρτίου 1921). Το σύμφωνο αυτό ουσιαστικά διένειμε ανάμεσα στις δύο χώρες τα εδάφη του “Αρμενικού κράτους” το οποίο είχε ιδρυθεί “στα χαρτιά” της Συνθήκης των Σεβρών χάρις στην Αμερικανική επιμονή. Επίσημες αναφορές του Υπουργείου Εξωτερικών της σοβιετικής Ρωσίας καταγράφουν με λεπτομέρειες την οικονομική και στρατιωτική βοήθεια που έδωσε ο Λένιν στο Mουσταφά Kεμάλ.
Κυπριακό
Σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, η στάση της Σοβιετικής Ένωσης (Ε.Σ.Σ.Δ.) υπήρξε πάντα φιλοτουρκική, αφού με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνταν τα ευρύτερα στρατηγικά σχέδια της στην περιοχή. Μια μικρή παρένθεση υπήρξε μόνο επί διακυβέρνησης του μετριοπαθούς Νικήτα Χρουστσόφ. Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν ριζικά μετά την ανατροπή του και την αντικατάσταση του (στις 4 Οκτωβρίου του 1964) από Λεονίντ Μπρέζνιεφ.
Η εξέλιξη αυτή αποδείχθηκε καταλυτική στην αλλαγή της πολιτικής της Ε.Σ.Σ.Δ. έναντι της Κύπρου. Η Σοβιετική Ένωση αναφερόταν πλέον όχι σε Τουρκοκυπριακή μειονότητα στην Κύπρο, αλλά σε «Εθνική Κοινότητα», έχουσα ίσα δικαιώματα έναντι της επίσης «Εθνικής Κοινότητας» των Ελληνοκυπρίων! Τη Θέση αυτή επανέλαβε λίγο αργότερα στον λόγο του ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε., την 7ην Δεκεμβρίου 1964, ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο. Ακολούθησε, στις 4 Ιανουαρίου 1965, επίσκεψη Σοβιετικής Κοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας, με επικεφαλής τον Ποντγόρνυ, ο οποίος αφού σημείωσε ότι η χώρα του χορήγησε στην Κύπρο μικρή ποσότητα ελαφρών όπλων, ανέφερε ότι θα χορηγηθεί στην Τουρκία οικονομική βοήθεια ύψους 25 εκατομμυρίων δολαρίων. Επανέλαβε ακόμα ότι η Σοβιετική Ένωση τάσσεται υπέρ μια λύσης που θα βασίζεται στην αναγνώριση των νομίμων δικαιωμάτων των δύο χωριστών Κοινοτήτων τη Νήσου!
«Η στροφή της Μόσχας προς την Άγκυρα δεν ήταν μία περιστασιακή κίνηση. Στην σύγκρουση Ελλάδος-Τουρκίας για την Κύπρο, οι Σοβιετικοί επέλεγαν για στρατηγικούς λόγους την Τουρκία. Σταδιακά, οι σοβιετο-τουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν σε επίπεδο που δεν απελάμβανε άλλη νατοϊκή χώρα. Το 1967 η Ε.Σ.Σ.Δ. έδωσε πίστωση 200 εκατομμυρίων δολαρίων Τουρκία για την ανέγερση σημαντικών βιομηχανικών μονάδων. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη με την ελληνική Χούντα, το τουρκικό στρατιωτικό πραξικόπημα του 1971, δεν επηρέασε τις σχέσεις Ε.Σ.Δ.Δ.-Τουρκίας. Αντιθέτως, το 1972 υπεγράφη διακήρυξη αρχών καλής γειτονίας μεταξύ τους, συνεχίσθηκε και η Οικονομική Βοήθεια.
Το 1975 (ένα έτος μετά την εισβολή στην Κύπρο) η οικονομική βοήθεια, έφθασε το ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Αναφέρεται ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η Τουρκία είχε λάβει περισσότερη σοβιετική βοήθεια από οποιαδήποτε άλλη χώρα του Τρίτου Κόσμου. Επιπλέον, η Βουλγαρία, ως πειθήνιος σοβιετικός δορυφόρος, φρόντισε να βελτιώσει τις σχέσεις της με την Τουρκία, υπογράφοντας σειρά διμερών συμφωνιών» (Άντης Ροδίτης, «55 χρόνια ρωσοκυπριακής “φιλίας”, Transvideo LTD, 04-12-2015).
Γράφει ο Ανρέας Φάντης: «… Από την πλευρά της, παρά τις σθεναρές διακηρύξεις της για υποστήριξη της υπόθεσης και του αγώνα της Κύπρου, η Σοβιετική Ένωση άρχισε να δυσπιστεί και να ανησυχεί από τις αλλεπάλληλες και κατηγορηματικές διακηρύξεις της ελληνικής κυβέρνησης και προσωπικά του Πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου για Ένωση και για «νατοποίηση», μετατροπή τη Κύπρου σε βάση του ΝΑΤΟ. Οι κοινές θέσεις Τουρκίας – Σοβιετικής Ένωσης όσον αφορά το θέμα της Ένωσης – όχι Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα – και όχι εγκατάσταση βάσεων ΝΑΤΟ στην Κύπρο και διατήρηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου, αποτέλεσαν το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο καλλιεργήθηκε και καρποφόρησε η προσέγγιση Τουρκίας-Σοβιετικής Ένωσης …» (Α. Φάντη – «ΚΥΠΡΙΑΚΟ 1960-1974 – ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ» τ.2, σελ. 257).
Ο Αντρέι Γκρομίκο μιλά πρώτος για «Ομοσπονδιακή λύση» του Κυπριακού
Η Σοβιετική Ένωση ήταν πάντα αντίθετη στην Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αφού αυτό βόλευε τα στρατηγικά σχέδια και επιδιώξεις της. Τη θέση αυτή φρόντισε να επιβεβαιώσει, στις 22 Ιανουάριου του 1965, ο Σοβιετικός Υπουργός Εξωτερικών Αντρέι Γκρομίκο σε συνέντευξη του στην “Ισβέστια”, υποδεικνύοντας ως μοναδική λύση του Ανεξάρτητου Κυπριακού Κράτους την «ομοσπονδιακή μορφή».
Η συνέντευξη αυτή προκάλεσε χαρά στην Άγκυρα και κατήφεια στην Αθήνα, η οποία απάντησε αμέσως με μια χαλαρή δήλωση από τον πρωθυπουργό και με μια σκληρότερη από τον Στ. Κωστόπουλο. Ο Στ. Κωστόπουλος χαρακτήρισε την ιδέα της Ομοσπονδοποίησης ανεδαφική και ανεφάρμοστη. Στις δηλώσεις Γκρομίκο αντέδρασε ακόμα και το Α.Κ.Ε.Λ. που με σχετική ανακοίνωση του αποδοκίμαζε την Ομοσπονδία και έκανε λόγο για εμμονή στην ιδέα της Ενώσεως.
Στις 27 Ιανουάριου 1965, ο Μακάριος, θορυβημένος από αυτή τη δυσάρεστη εξέλιξη, δήλωσε: «Αι δηλώσεις Γκρομίκο προκάλεσαν ποικίλα σχόλια. Δεν ανεμένετο βεβαίως από την Σοβιετικήν Ένωσιν να υποστηρίξη την Ένωσιν της Κύπρου μετά της Ελλάδος διά λόγου ευνοήτους. Η αναφορά όμως του Σοβιετικού Υπουργού εις Ομοσπονδιακόν Καθεστώς, ως μιάς δυνατής λύσεως του Κυπριακού, έστω καθ΄ όν τρόπον διετυπώθη αύτη, ότι δηλαδή αι δύο Κοινότητες τη Κύπρου άνευ εξωτερικών επεμβάσεων δύνανται να συμφωνήσουν και εις το καθεστώς Ομοσπονδίας, προκάλεσαν απογοήτευσιν. Η Σοβιετική Κυβέρνησις εγνώριζεν ότι ο Ελληνικός Κυπριακός Λαός αντιτίθεται σφορδώς προς το καθεστώς ομοσπονδίας και δεν έπρεπε ο Γκρομίκο να αναφερθή εις λύσιν απαράδεκτον δια την συντηρητικήν πλειοψηφία του Κυπριακού Λαού …» (Π. ΓΑΡΟΥΦΑΛΙΑΣ «ΕΛΛΑΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΟΣ -ΤΡΑΓΙΚΑ ΣΦΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΕΣ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑΝ», σσ. 221-222).
Οι απόψεις των Σοβιετικών για Ομοσπονδοποίηση επανελήφθησαν και την 17ην Μαΐου 1965, κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψης Γκρομίκο στην Άγκυρα. Η σοβιετική πολιτική στο Κυπριακό παρέμεινε έκτοτε χλιαρή και συνέχισε πάνω στη γραμμή της αναγνώρισης ίσων δικαιωμάτων και στις δύο κοινότητες με εξαίρεση το 1971 όταν ο πρόεδρος Μακάριος επισκέφθηκε επίσημα την Μόσχα. Τότε, η Σοβιετική Ένωση μίλησε πάλι για προστασία της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας της Κύπρου και την αποφυγή ξένων επεμβάσεων στο Νησί.
Η στάση της Σοβιετικής Ένωσης απέναντι στην τουρκική εισβολή
Αμέσως μετά την εκδήλωση της τουρκικής εισβολής ο πρέσβης της Σοβιετικής Ένωσης επισκέφθηκε τον Γκιουνές. Σύμφωνα με ανακοίνωση του τουρκικού Υποργείου Εξωτερικών η συνάντηση αυτή είχε ιστορική σημασία. Ο Γκιουνές, που άρχισε να δίνει λεπτομερείς εξηγήσεις στον Γκρουπιάκωφ για τα αίτια της εισβολής, στο τέλος επανέλαβε τα ίδια που είχε πει ένα μήνα πριν. Σύμφωνα με τον Μπιράντ, δήλωσε και τα εξής:
«Εξοχότατε, τόσο εσείς, όσο και η Αμερική, θέλετε να περιλάβετε στη ζώνη επιρροής σας την Κύπρο. Και αν αυτό είναι ακατόρθωτο θα θέλατε τουλάχιστον, να μη βρεθεί στην αντίθετη ζώνη επιρροής. Η Κυβέρνηση σας δίνει σημασία στον Μακάριο και στο κόμμα ΑΚΕΛ… Ο Μακάριος είναι θνητός. Μια μέρα θα παύσει να υπάρχει. Θα απομείνει το ΑΚΕΛ. Αλλά αν διεξαχθεί μια μέρα δημοψήφισμα για ένωση, το ΑΚΕΛ δε θα εξασφαλίσει πλειοψηφία. Τι θα πείτε αν η ελληνική πλειοψηφία ζητήσει την ένωση με την Ελλάδα. Θα στείλετε στρατό; Όχι. Κατά συνέπεια δε θα μπορέσετε να εμποδίσετε την υπαγωγή του νησιού ολοκληρωτικά στη σφαίρα επιρροής της Αμερικής. Η μοναδική δύναμη που μπορεί να αποτρέψει κατά τρόπο οριστικό και αποτελεσματικό την Ένωση είναι η Τουρκία που έχει αναλάβει της ασφάλεια της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Όσο βρίσκεται εκεί η τουρκοκυπριακή Κοινότητα και όσο υπάρχει εκεί η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας, μπορεί να προληφθεί παρόμοιο ενδεχόμενο…. Η Τουρκία δεν έχει ανάγκη από νέα εδάφη. Αυτά που έχουμε είναι αρκετά. Δεν έχουμε αποδείξει μέχρι σήμερα ότι δεν τρέφουμε ιμπεριαλιστικές βλέψεις; Έχουμε αναφερθεί ποτέ σε Τούρκους της Βουλγαρίας; Έχουμε απειλήσει τη Συρία; Ζητήσαμε τη Θεσσαλονίκη; Δεν ξέρω αν αυτά που είπα είναι αρκετά για να σας πείσω ότι η τουρκική στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο δεν έχει τίποτα τα ανησυχητικό για σας.
Όταν ο Γκρουπιάκωφ αναχωρούσε από το γραφείο του Γκιουνές φαινόταν ευτυχισμένος… Το μόνο στο οποίο είχε επιμείνει ήταν η ανεξαρτησία και η εδαφική κυριαρχία της Κύπρου. Και είχε λάβει αρκετές εγγυήσεις γι’ αυτά». (Μ. Α. Μπιράντ, «Απόφαση – Απόβαση», σελ. 134).
Και στην πρώτη προσφυγή της Κύπρου στο Σ.Α. των Η.Ε. το καλοκαίρι του 1974, (όταν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προσέφυγε για να καταγγείλει την παράνομη πράξη-επέμβαση της Τουρκίας), εισέπραξε το ψήφισμα υπ’ αρ. 3212, το οποίο εν ολίγοις έλεγε: « … Πρέπει να επιστρέψουν όλοι οι πρόσφυγες στις εστίες τους, να αποκατασταθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, κ.λπ., κ.λπ., αλλά όλα αυτά, κατέληγε το ψήφισμα, «θα ρυθμιστούν ή αποφασισθούν, κατόπιν συνομιλιών μεταξύ των δύο εμπλεκομένων πλευρών …». Εξερχόμενος δε, της αίθουσας όπου διεξήγετο η συνεδρίαση, με πολύ θλιμμένο ύφος, είπε ο Μακάριος, στον Αυστριακό πρέσβη: « Ενώ προσέφερα τόσα, στους Αδέσμευτους, δεν μπορώ να πω ότι είμαι ικανοποιημένος από την στάση τους, αλλά ακόμη και η Σοβιετική Ένωση με έχει απογοητεύσει …».
Συμπέρασμα: Γιατί όμως όλα αυτά αλήθεια; Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή. Διότι, η πολιτική της Ρωσίας απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ήταν πάντα µια πολιτική που εξυπηρετούσε αποκλειστικά και μόνο τις βλέψεις της για έξοδο προς τη Μεσόγειο. Κάτι που ο πρόεδρος Πούτιν επιδίωξε να επιτύχει με κάθε τρόπο και εμείς δεν του σταθήκαμε αλληλέγγυοι. Δεν γνωρίζω πόσο εφικτό είναι, χώρες όπως οι δικές μας, να μπορούν να αλλάζουν εύκολα στρατόπεδο (οι ειδικοί λένε πως είναι σαν να παίζεις με τη φωτιά), ωστόσο αυτό που δεν κάναμε εμείς, το κάνει με πολύ προθυμία σήμερα ο αδίστακτος νεοσουλτάνος Ερντογάν!
Ο Ρεζέπ Ταγίπ Ερντογά, ο οποίος, ενώ, τη μια μέρα καταρρίπτει ρωσικά αεροπλάνα, την άλλη σκύβει και προσκυνά εκεί ακριβώς που έφτυνε! Εδώ είμαστε για να δούμε αν η κίνηση αυτή του τούρκου προέδρου, θα του επιφέρει τα προσδοκώμενα. Το πιο σίγουρο ωστόσο είναι πως εισερχόμαστε σε μια περίοδο ραγδαίων εξελίξεων με απρόβλεπτες συνέπειες για την περιοχή μας. Διότι, όπως πολύ σοφά λέει ο λαός μας, όταν μαλώνουν οι ελέφαντες, την πληρώνουν τα βατράχια ….
Ο Δρ. Αυγουστίνος (Ντίνος) Αυγουστή είναι Επίκουρος καθηγητής στο Τ.Ε.Ι. Λάρισας
Από το Μονάγρι Λεμεσού
mignatiou.com