Tα στατιστικά ελληνικά μακροοικονομικά μεγέθη του παρουσιάζουν μία οικτρή πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία είναι βέβαια το αποτέλεσμα των πολιτικών που άσκησαν οι ελληνικές Κυβερνήσεις τα τελευταία 40 χρόνια.
του
Δρ. Σπύρου Παρασκευόπουλου*
Αν κοιτάξει (βλέπε τους κάτωθεν πίνακες) και αξιολογήσει κανείς τα
μακροοικονομικά μεγέθη της Ελλάδας του έτους 2008 (αρχή της κρίσης) και
τα συγκρίνει με αυτά του έτους 2015, θα διαπιστώσει για το διάστημα αυτό
την τραγική κατάρρευση της ελληνικής Οικονομίας με όλες τις σήμερα
γνωστές συνέπειες για το ελληνικό Κράτος και τους πολίτες του.
Τα στατιστικά ελληνικά μακροοικονομικά μεγέθη του παρουσιάζουν μία
οικτρή πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία είναι βέβαια το
αποτέλεσμα των πολιτικών που άσκησαν οι ελληνικές Κυβερνήσεις τα
τελευταία 40 χρόνια.
Ιδιαίτερα στα τελευταία 7 χρόνια (2008-2015) της κρίσης χάθηκαν απόλυτα και κατά κεφαλή περίπου 25% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της Ελλάδας.
Αντίθετα στη ίδια χρονική περίοδο αυξήθηκαν στις Χώρες της ζώνης
του Ευρώ (ΟΝΕ) το μεν μέσο ΑΕΠ κατά 8,3% το δε μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ κατά
4,6%. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει το μέσο κατά κεφαλή ΑΕΠ της Ελλάδας
από 75% του μέσου ΑΕΠ των χωρών της ΟΝΕ (2008) στο 54% (2015).
Η ανεργία στην Ελλάδα αυξήθηκε από 7,7% στο 24,1% (2008 - 2015), δηλαδή κατά 237,5%, ενώ η μέση ανεργία των χωρών της ΟΝΕ αυξήθηκε στο διάστημα αυτό από 7,5% στο 10,1% δηλαδή κατά 34,7%.
Για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία στις οικονομικές επιδόσεις του 2008 θα χρειαστεί περίπου μία 32,5% αύξηση του σημερινού ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι τα 176 δις € ΑΕΠ σήμερα πρέπει να αυξηθούν στα 233,2 δις € ΑΕΠ του 2008.
Για να πραγματοποιηθεί η επίδοση αυτή θα χρειαστεί μία ετήσια αύξηση του ΑΕΠ της τάξης του 3% για δέκα περίπου χρόνια. Η 3% ετήσια αύξηση του ΑΕΠ, αν πράγματι επιτευχθεί στην επόμενη δεκαετία, θα μειώσει συγχρόνως τη σημερινή ανεργία από 1.160.000 περίπου άνεργους, στους 345.000 μέχρι το 2026. Δηλαδή το σημερινό 24,1% ποσοστό ανεργίας θα πέσει στο 7,7%, όσο περίπου ήταν και το 2008.
Μία τέτοια εξέλιξη προϋποθέτει όμως σημαντική αύξηση των ετήσιων συνολικών επενδύσεων (δημόσιες και ιδιωτικές). Οι επενδύσεις είναι το κλειδί της ανάπτυξης και της ευημερίας, διότι αυξάνουν το παραγωγικό δυναμικό και την παραγωγικότητα της Οικονομίας και συμβάλλουν έτσι στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας καθώς και στην αύξηση των εισοδημάτων. Με άλλα λόγια από τις επενδύσεις εξαρτάται η αναπτυξιακή πορεία της Οικονομίας μίας Χώρας.
Οι συνολικές επενδύσεις στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν το 2015 στα 17,3 δις. € (9,8% του ΑΕΠ), όταν το 2008 ήταν στα 59,3 δις. € (25,4% του ΑΕΠ). Το επίπεδο των επενδύσεων του 2008 θα είναι πάλι κατορθωτό, αν οι ετήσιες συνολικές επενδύσεις αυξάνονται μέχρι το 2026 (σε 10 χρόνια από σήμερα) κατά 4,2 δις € περίπου.
Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι, μπορεί να συμβεί αυτό με τις σημερινές πολιτικές και θεσμικές συνθήκες στην Ελλάδα;
Δυστυχώς η απάντησή μου είναι αρνητική. Οι επενδύσεις προσελκύονται όχι μόνον αν υπάρχουν επενδυτικές δυνατότητες σε μία χώρα. Αυτό είναι πράγματι μία απαραίτητη προϋπόθεση, όχι όμως και αρκετή, αν δεν υπάρχουν συγχρόνως και οι ανάλογες πολιτικές, θεσμικές και δημοσιονομικές συνθήκες σταθερότητας που να εμπνέουν εμπιστοσύνη στους πιθανούς (δυνητικούς) επενδυτές.
Η Ελλάδα διαθέτει κατά τη γνώμη μου όχι μόνον πολλούς και ποικίλους κερδοφόρους επενδυτικούς τομείς, όπως αυτούς του τουρισμού, της ενέργειας, της γεωργίας, της εκμετάλλευσης και μεταποίησης πρώτων υλών κ.α., αλλά διαθέτει ακόμη και αρκετό επιστημονικό και υψηλής ειδίκευσης εργατικό δυναμικό, που τώρα κατά δεκάδες χιλιάδες για λόγους επιβίωσης, εγκαταλείπει την πατρίδα του διαφεύγοντας στο εξωτερικό.
Αυτά που δεν διαθέτει η Ελλάδα, που είναι όμως απαραίτητα για την έλκυση και υλοποίηση επενδύσεων, είναι μία άξια εμπιστοσύνης όχι μόνον Κυβέρνηση αλλά και αντιπολίτευση, μία αδιάφθορη και αποτελεσματική κρατική διοίκηση καθώς και μία ταχεία και αδέκαστη απονομή δικαιοσύνης.
Στα τελευταία οχτώ χρόνια ο ελληνικός λαός επέτρεψε με την ψήφο του να κυβερνήσουν και να κυβερνούν την Ελλάδα εναλλακτικά κεντρώες, συντηρητικές και αριστερές Κυβερνήσεις.
Καμία όμως μέχρι σήμερα από αυτές ίσως για λόγους ειδικών συμφερόντων (;), ανικανότητας (;), ιδεοληψίας (;), ή για κάποιους άλλους λόγους που διαφεύγουν της φαντασίας μου, δεν πραγματοποίησαν και όπως φαίνεται ούτε αποσκοπούν να πραγματοποιήσουν τις αναφερθείσες απαραίτητες για την προσέλκυση επενδύσεων πολιτικές, θεσμικές, διοικητικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις.
Γι’ αυτό συμπεραίνω ότι δεν υπάρχει κάτω από αυτές τις συνθήκες, τουλάχιστον στα επόμενα 10 χρόνια, κάποια ελπίδα σωτηρίας για την Ελλάδα. Εκτός και υπάρξει κάποια θεϊκή εκ μηχανής λύση (Deus ex Machina), δηλαδή να εξακολουθήσουν να μας ανέχονται και να μας χρηματοδοτούν οι Ευρωπαίοι φίλοι μας, όπως ο πανεύσπλαχνος πατέρας του άσωτου υιού της παραβολής του Χριστού στα Ευαγγέλια.
* Ομότιμος Καθηγητής της Οικονομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Λειψίας, Έδρα Μακροοικονομίας και Διευθυντής του Ινστιτούτου Θεωρητικής Οικονομικής
europeanbusiness.gr