Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το ελληνικό ΑΕΠ υποχώρησε κατά 0,7% στο β' τρίμηνο του 2016, έναντι της αντίστοιχης περσινής περιόδου. Την ίδια ώρα, η Κομισιόν επιμένει στην πρόβλεψη ότι η ελληνική οικονομία θα εμφανίσει ύφεση 0,3% στο σύνολο του έτους και ανοδική πορεία το 2017 και το 2018.
Η επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης στο β' εξάμηνο του 2016 κρίνεται αναγκαία, με τους αναλυτές της Eurobank να εκτιμούν ότι μόνο έτσι η ελληνική οικονομία θα αποφύγει την «παγίδα στασιμότητας».
Με την υπόθεση ότι η οικονομία θα «γυρίσει» στο δεύτερο μισό του έτους και η χώρα θα αφήσει πίσω της τα «πέτρινα χρόνια» της περιόδου 2009-2016 αναλυτές επιδιώκουν να προβούν σε αυτοψία της ελληνικής κρίσης.
Στις 5 Αυγούστου, σε άρθρο τους με τίτλο «The Greek crisis: An autopsy» στην ιστοσελίδα Vox, του Κέντρου Ερευνών Οικονομικής Πολιτικής CEPR, οι καθηγητές Pierre-Olivier Gourinchas του πανεπιστημίου Berkeley, Thomas Philippon του Stern School of Business και Δημήτρης Βαγιανός του London School of Economics, υποστηρίζουν ότι η ελληνική κρίση είναι πρωτοφανής σε ότι αφορά την ένταση και τη διάρκειά της. «Ένας δείκτης τα λέει όλα – το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα υποχώρησε κάθε χρόνο από το 2007 έως το 2013, με συνολική πτώση 26%. Από τότε, έχει αυξηθεί οριακά», αναφέρουν.
Στο ίδιο άρθρο σημειώνεται ότι η πτώση της οικονομικής παραγωγής στην Ελλάδα είναι σημαντικά σφοδρότερη και μεγαλύτερη σε διάρκεια σε σύγκριση με τις κρίσεις σε Αργεντινή και Τουρκία το 2001, στο Εκουαδόρ το 1999, στην Ινδονησία και στη Ρωσία το 1998, στη Χιλή και στην Ουρουγουάη το 1983 και στο Μεξικό το 1982. Οι εν λόγω χώρες βίωσαν τον συνδυασμό κατάρρευσης της οικονομικής παραγωγής, κρίσης χρέους και μεγάλης ανόδου και κατάρρευσης των πιστώσεων.
Πριν από σχεδόν 9 μήνες, αναλυτές χαρακτήριζαν, με δηλώσεις τους στο Liberal, το ελληνικό «σίριαλ» ως το μεγαλύτερο κερδοσκοπικό πάρτι όλων των εποχών, λόγω των αναρίθμητων αφορμών που έχει... προσφέρει για γρήγορα κέρδη σε περιβάλλον ακραίας μεταβλητότητας και αβεβαιότητας.
Οι ορισμοί της ύφεσης και της οικονομικής κρίσης διαφέρουν μεταξύ των διάφορων οικονομικών σχολών, ενώ τα στατιστικά στοιχεία για το ΑΕΠ πολλών χωρών δεν θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστα. Επιπλέον, πολύ συχνά τα στοιχεία για το ΑΕΠ αναθεωρούνται, αλλάζοντας τα δεδομένα στην τυπική «απεικόνιση» μίας ύφεσης. Κατά συνέπεια η σύγκριση μεταξύ διαφορετικών περιόδων ύφεσης και οικονομικής κρίσης σε οικονομίες με διαφορετικά χαρακτηριστικά δεν μπορεί να οδηγήσει σε ξεκάθαρα συμπεράσματα για την πραγματική οικονομική κατάσταση μίας χώρας.
Για παράδειγμα, η Μεγάλη Ύφεση που ξεκίνησε το 1929 στις ΗΠΑ και διήρκεσε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930 χρησιμοποιείται πολλές φορές ως δείκτης αναφοράς, όμως τα «συστατικά» της διαφέρουν από άλλες σοβαρές κρίσεις και ορισμένοι αναλυτές θεωρούν ακόμη μεγαλύτερη την ύφεση του 1870 στις ΗΠΑ.
Άλλοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι για να αξιολογηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό ο αντίκτυπος μίας περιόδου ύφεσης θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις και σε άλλα μεγέθη, εκτός από το ΑΕΠ, όπως στην εργασία, στο κατά κεφαλήν εισόδημα και στην κατανάλωση. Στην πλειονότητά τους, ωστόσο, συμφωνούν ότι μία οικονομική κρίση δεν είναι μόνο αριθμοί και οι συνέπειές της απαιτούν μία πολυσύνθετη ανάλυση.
Σημειώνεται ότι το 2012, σε μια προσπάθεια να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα για τη μεγαλύτερη σε διάρκεια ύφεση στην ιστορία, το BBC χαρακτήρισε την ελληνική ύφεση τη... μακροβιότερη μετά της Λιβερίας (17 χρόνια) και του Τατζικιστάν (9 χρόνια).
Το 2014, η Eurobank σε ανάλυσή της ανέφερε, ότι η ελληνική ύφεση της περιόδου 2007-2013 συγκαταλέγεται ως μία εκ των μεγαλύτερων στη σύγχρονη ιστορία των οικονομιών της αγοράς. «Σε όρους συσσωρευμένης πτώσης του πραγματικού ΑΕΠ την πρώτη θέση κατέχει ο Καναδάς (33,46%, κατά την περίοδο 1929-1933), ακολουθούν οι ΗΠΑ (30,76%, 1929-1933), η Ελλάδα (23,93%, 2007-2013), η Αργεντινή (20,54%, 1980-1989), η Χιλή (18,92%, 1981-1983), η Γαλλία (15,94%, 1929-1932), το Μεξικό (14,08, 1981-1988), η Βραζιλία (13,41%, 1980-1983), η Ιρλανδία (13%, 2007-2016), η Ισπανία (10%, 2007-2013) και η Πορτογαλία (9%, 2007-2013)».
Όπως και να' χει, οι διαστάσεις που έχει λάβει η ελληνική κρίση εξαιτίας των διεθνών αναταράξεων και της συμμετοχής της στη ζώνη του ευρώ, την καθιστούν μία από τις χειρότερες οικονομικές περιόδους για χώρα της Δύσης σε περίοδο ειρήνης. Σε μία εποχή, μάλιστα, που οι θεμελιώδεις αρχές για την ενωμένη Ευρώπη άφηναν «υποσχέσεις» για μακρά περίοδο ευημερίας σε ολόκληρη την ήπειρο.
Τα στοιχεία της κρίσης
Η σωρευτική μείωση του ελληνικού ΑΕΠ ξεπέρασε το 27% την περίοδο 2008-2015, ενώ η ανεργία από σχεδόν 7,9% στο τέλος του 2008 έφτασε στο ιστορικό υψηλό του 27,7% τον Σεπτέμβριο του 2013. Σήμερα το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εξακολουθεί και είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη (23,5%) με την ανεργία στους νέους να ξεπερνά το 50%. Οι εργαζόμενοι εκτιμάται ότι έχασαν περί το 50% της αγοραστικής τους δύναμης, γεγονός που οδήγησε σε σημαντική μείωση της εσωτερικής ζήτησης.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά την περίοδο της κρίσης – από το 2007 μέχρι το 2015 – ήταν δραματική φτάνοντας το 27,5%. H κατά κεφαλήν κατανάλωση υποχώρησε κατά 20% από το 2007 έως τις αρχές του 2015. Tο διαθέσιμο εισόδημα υποχώρησε, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, κατά 1,8% στο α' τρίμηνο του 2016 και η τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 2,7%.
Πτωτική ήταν και η πορεία των αποταμιεύσεων. Το ποσοστό αποταμίευσης στις αρχές του 2007 ήταν 3,2%. Στο τέλος του 2013 το ποσοστό ήταν στο -11,1%, ενώ στο πρώτο τρίμηνο του 2015 είχε περιοριστεί η πτώση του στο 6,8%.
Σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (ILO) η φτώχεια στην Ελλάδα έφτασε σε ιστορικό υψηλό το 2013 ξεπερνώντας το 35% του πληθυσμού.
Σε έκθεσή της η Alpha Bank σημειώνει ότι στα τέλη του 2015, οι ωριαίες αποδοχές σε πραγματικούς όρους ήταν χαμηλότερες κατά 22,5% συγκριτικά με αυτές που θα είχαν επικρατήσει αν είχε διατηρηθεί ο ρυθμός αύξησης της περιόδου 2000-2007. "Η μείωση των μισθών, σε συνδυασμό με το υψηλό ποσοστό ανεργίας και την αυξημένη φορολογία, περιορίζουν σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αποτρέποντας την ενίσχυση της ιδιωτικής καταναλώσεως άμεσα" , αναφέρει στο τελευταίο οικονομικό της δελτίο.