Του Κώστα Βουλγαράκη
Διαβάζω παντού ότι «τα Χανιά αναδεικνύονται πρώτα σε αφίξεις στον πιο δημοφιλή προορισμό κλπ» και νοιώθω πολύ υπερήφανος, ως Χανιώτης. Έχοντας επίσης, μεγάλη συγκριτική εμπειρία παραστάσεων, από άλλες πόλεις, μπορώ να πω ότι, είμαι πολύ ικανοποιημένος, διότι απολαμβάνω μια πόλη καθαρή, δομημένη σωστά, οργανωμένη, που διαθέτει τα πάντα, σε χιλιάδες επιλογές, εναλλαγές και δυνατότητες, έναν πραγματικό επίγειο παράδεισο.
Απ’ την άλλη μεριά όμως, βλέπω κάποια πράγματα, που μας έχουν κάνει ρεντίκολο, «ανέκδοτο χλεύης» στο Πανελλήνιο και τώρα μάλλον, θα γίνουμε και διεθνώς!
Σήμερα, στις 09:30, κατέβαινα στο Κέντρο, όταν είδα δύο (2) μοτοσικλετιστές της Ελληνικής Αστυνομίας, που είχαν βγάλει τα μπλοκάκια τους και βεβαίωναν κλήσεις «παράνομης στάθμευσης», επί της κεντρικής οδού Χατζημιχάλη Γιάνναρη. Επειδή το βλέμμα μου, έπεσε ενστικτωδώς στις πινακίδες κυκλοφορίας των σταθμευμένων οχημάτων, ξαφνικά μου αναδύθηκαν πολύ δυσάρεστες μνήμες και έτσι έκατσα εκεί μπάστακας μπροστά τους, σταύρωσα τα μπράτσα μου, παρατηρούσα τους Αστυνομικούς και εμφατικά, κοίταζα κάθε φορά, τις πινακίδες του οχήματος που έγραφαν. Αυτοί, με κοίταζαν με απορία (και με μια δόση απειλής) και συνέχιζαν τη δουλειά τους έγραφαν ΜΟΝΟ όσα οχήματα, ΔΕΝ είχαν Χανιώτικες πινακίδες! Μάλιστα, εκείνη την ώρα, πέρασε μπροστά μου ένα ζευγάρι ηλικιωμένων και βλέποντας τη σκηνή, σχολίασε : «κάθε μέρα γράφουνε, όποιον έχει ξένη πινακίδα».
Εξοργίστηκα, ντράπηκα, απελπίστηκα και αποχώρησα, διότι δεν ήθελα να ακούσω και ΠΑΛΙ, τις ίδιες αφελείς αιτιολογίες, που είχα ακούσει πριν από 30 χρόνια, από ένα πρώην Διοικητή τους.
Αν αυτό, ήταν ένα μεμονωμένο και περιστασιακό περιστατικό, κάποιων συγκεκριμένων Οργάνων της Τάξης, θα έλεγα πως είναι μια μόνο παραφωνία, στην καθ’ όλα άψογη λειτουργία της πόλης μας.
Όμως η Ιστορία έχει την αξία της!
Ήταν το 1986, όταν σαν Ανθυποπλοίαρχος, κατέβηκα με το πλοίο μου, το Αντιτορπιλικό ΒΕΛΟΣ, στον Ναύσταθμο Κρήτης, για επισκευές. Κατεβαίνοντας προς τα κάτω, άκουγα τα συνεχή παράπονα-πειράγματα των συναδέλφων μου : «Κώστα οι πατριώτες σου, θα μας ζητήσουν διαβατήριο και βίζα; Μας αντιμετωπίζουν σαν ξένους και δεν μας θέλουν! Μπας και θαρρούν ότι είμαστε Βούλγαροι και δεν μας γουστάρουν!? κλπ, κλπ»!! Αυτά όμως εμένα με τσάτιζαν άσχημα και προσπαθούσα να τους πω, «ότι στην Κρήτη είναι απ' που γεννήθηκε η φιλοξενία ότι οι πατριώτες μου είναι λεβέντες και γλεντζέδες και τέτοιους θέλουνε απέναντι τους …. ότι είναι παρεξήγηση και κακίες αυτά που ακούγονται … ότι … ότι ».
Κάποια μέρα λοιπόν, πήγα για να κουρευτώ, στο Κέντρο των Χανίων, κάπου στην Γεφυροπλάστιγγα και πάρκαρα επί της Αποκορώνου, έξω ακριβώς από τη «Μπουγάτσα Ιορδάνης». Όταν τελείωσα και πήγα να πάρω το αυτοκίνητο μου, είδα ότι είχα κλήση για «παράνομη στάθμευση». Με έκπληξη διαπίστωσα ότι κλήση είχε ΜΟΝΟ το δικό μου αυτοκίνητο και ΚΑΝΕΝΑ άλλο, μπροστά μου, πίσω μου και στην απέναντι πλευρά του δρόμου!! Ενώ κοίταζα δεξιά-αριστερά, ένα καταστηματάρχης βγαίνει και μισογελώντας λέει μου :
- «Ίντα να κάμεις δα, απού ‘χεις ξένες πινακίδες»
- «Μα Χανιώτης είμαι», του λέω αγανακτισμένος και αυτός φυσικότατα μισο-τσατισμένος, με επιπλήττει:
- «Και γιάντα μωρέ, 'χείς τσις ξένες πινακίδες»
Δεν μίλησα άλλο, αλλά εξοργισμένος, έβγαλα χαρτί και μολύβι και κατέγραψα ΟΛΕΣ τις πινακίδες των σταθμευμένων οχημάτων και ντρουγρού τράβηξα για την Τροχαία. Ο Ανθυπασπιστής που είχε βάρδια (απόγευμα), αφού με άκουσε, μου είπε τελείως υπηρεσιακά: «Εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα, μόνο ο Διοικητής αύριο».
Έτσι λοιπόν, την επόμενη πήρα άδεια από τον Κυβερνήτη μου και με τα χαρτιά μου, πήγα στον Διοικητή, που κάποια στιγμή, εδέησε να με ακούσει. Του εξήγησα τι είχε γίνει και του έδειξα τα χαρτιά, στα οποία δεν έδωσε καμιά σημασία. Στο ερώτημα μου, γιατί έγραψαν ΜΟΝΟ εμένα, προσπάθησε να μου εξηγήσει ότι : «Μπορεί να τελείωσαν τα φύλλα στο μπλοκ του Οργάνου του» και όταν του είπα «Και γιατί άρχισε να γράφει, από το μέσον και όχι από μια άκρη», συμπλήρωσε στωικά : «Μπορεί εκείνη την ώρα, να τον κάλεσαν, για συμβάν»!! Την οργή μου, συμπλήρωσε η αηδία και έτσι αποχώρησα.
Όταν επέστρεψα στο πλοίο, ο Κυβερνήτης (που μόλις είχε προαχθεί σε Πλοίαρχο), με ρώτησε τι έγινε και εγώ του εξήγησα. Αμέσως ζήτησε να τον συνδέσουν με τον Διοικητή της Αστυνομίας και μου ζήτησε να περιμένω εκεί στο Γραφείο του. Άρχισαν να συνομιλούν έντονα, ο Κυβερνήτης μου να διαμαρτύρεται γενικότερα γι’ αυτή την κατάσταση, ο Αστυνομικός Διευθυντής να συνεχίζει τα αφέλειες και κάποια στιγμή, αντιλαμβάνομαι ότι ο Αστυνομικός του λέει να ξαναπεράσω από εκεί, για να «τακτοποιήσει» το θέμα.
Ο Κυβερνήτης, επαναλαμβάνει, ως ερώτηση πλέον τη δήλωση του Αστυνομικού και με κοιτά επίμονα στα μάτια κι εγώ τότε, όντας απηυδισμένος, του κάνω μια κίνηση με το κεφάλι και το χέρι μου, που δηλώνει «δεν θέλω τίποτα». Η απόφαση μου αυτή, ήταν σαν να απελευθερώνει όλη την «πυρηνική» ενέργεια του (ζόρικου, ούτως ή άλλως) Πλοιάρχου μας. Οι φωνές του, ακούστηκαν μέχρι το Διοικητήριο, τα κηρύγματα ευπρέπειας και συμπεριφοράς και οι παρατηρήσεις επί του καθήκοντος, ήταν ανάλογες Επιτηρητού για «μούλο» Δόκιμο και το τελικό ηθικό δίδαγμα: «Δεν θέλουμε χάρες, ούτε και ζητιάνοι είμαστε! Είμαστε Έλληνες όπως όλοι, είμαστε στην Πατρίδα μας και θέλουμε απλά ισονομία και ίδια συμπεριφορά σε όλους».
Έτσι, πλήρωσα μεν το πρόστιμο της κλήσης, αλλά το ευχαριστήθηκα και το θυμάμαι «ζωντανό» το περιστατικό, εδώ και 30 χρόνια.
Δεν επιθυμώ να κατηγορήσω, τα δύο παραπάνω Αστυνομικά Όργανα, που σήμερα «επιλεκτικά» μοίραζαν κλήσεις, διότι πραγματικά τα βλέπω (τους ίδιους) καθημερινά να αλωνίζουν την πόλη μας, ακατάπαυστα και να ρυθμίζουν τα πάντα, να προκαλούν αίσθημα ασφάλειας και ηρεμίας. Θέλω πραγματικά να τους συγχαρώ για την προσφορά τους και να προσπεράσω το γεγονός ότι ακολούθησαν και αυτοί, την πεπατημένη, εδώ και δεκαετίες. Μια ΛΑΘΟΣ πεπατημένη, που όμως έχει γίνει «άγραφος Νόμος» στην πόλη μας και ΕΜΕΝΑ τουλάχιστον, με ΠΡΟΣΒΑΛΕΙ σαν υπερήφανο Χανιώτη, σαν φιλόξενο Κρητικό, σαν νοήμονα Έλληνα.
Η πόλη μας, τα Χανιά, φιγουράρουν στην κορυφή των προτιμήσεων επισκεπτών, χάρη στις φυσικές ομορφιές, στις άρτιες υποδομές και στα ιστορικά τους στοιχεία, πράγματα δηλαδή, που πάντα υπήρχαν και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Αυτά όλα, μέχρι σήμερα επενδύονται και με τις αρετές των Κρητών και πολιτισμό των Χανιωτών, που αν εκφυλιστούν και αλλάξουν, ΤΟΤΕ το φυσικό κάλλος της πόλης μας, δεν θα είναι αρκετό, για να συγκρατήσει την «ελεύθερη πτώση» της.
Εμένα οι δικοί μου, μου έμαθαν ότι : «Φιλοξενία είναι, να βάζεις τον επισκέπτη σου και στην κεφαλή σου απάνω και όχι να κοιτάς πως θα τον γδύσεις».