Όλοι πλέον κατάλαβαν ότι η Ελλάδα έχει πολύ πετρέλαιο. Είναι ελάχιστα γνωστό ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδος Ιωάννης Μεταξάς είχε δημιουργήσει ομάδες ερευνών του υπεδάφους της Ελλάδος. Τα αποτελέσματα των ερευνών ήταν ότι η Ελλάς είναι πλουσιότατη σε σημαντικά υλικά υπεδάφους. Ο σχετικός φάκελος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς από το γραφείο του, όπως μυστηριωδώς πέθανε και ο τότε πρωθυπουργός. Είναι όμως ελαχιστότατα γνωστό ότι βρέθηκε πετρέλαιο στην Ελλάδα το 1867 – 1868.
Τον Ιούλιο του 1867 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αναστάσιος Κ. Χρηστομάνος πήγε στην Φωκίδα για να μελετήσει περιοχή στην οποία ανέβλυζε άσφαλτος. Μετά από έναν χρόνο και αφού τελείωσε τις έρευνές του ο καθηγητής υπέβαλε Έκθεση προς την Κυβέρνηση πληροφορώντας την για το αποτέλεσμα των ερευνών του. Το αποτέλεσμα ήταν ανακάλυψη πετρελαίου.
Η Έκθεση του καθηγητού δημοσιεύτηκε στον Ελληνικό Τύπο στις 15 Οκτωβρίου 1868. Το τμήμα Α΄ της υποβληθείσης εκθέσεως, που σχετίζεται με την ανακάλυψη πετρελαίου στην Ελλάδα έχει ως εξής:
«Α΄. Συνεπεία της υπ’ αριθμ. 16380 από 3 Ιουλίου 1867 διαταγής υμών μετέβην την 10 τ(ου) ιδ(ίου) μηνός εις Δρέμισον του δήμου Κυτινίων της επαρχίας Παρνασσίδος προς επιτόπιον εξέτασιν του βράχου, εξ οὗ κατά τας εκθέσεις του δημάρχου Κυτινίων και του επάρχου Παρνασσίδος εκρέει είδος τι πίσσης.
» Εν τῇ από 11 Απριλίου 1867 εκθέσει μου περί της χημικής αναλύσεως δείγματός τινος της πίσσης ταύτης αναφέρω ότι είναι άσφαλτος, διότι το παρουσιασθέν μοι δείγμα εδείκνυε πάσας τας ιδιότητας αυτής, ήτο στερεόν, ετήκετο εις θερμοκρασίαν 100 μόνο βαθμών και εμπεριείχε τα συστατικά της ασφάλτου.
» Εξετάσας δε και επιτοπίως τον βράχον, όστις, καθώς και εν τῇ πρώτη μου εκθέσει υπέθεσα, είναι τιτανόλιθος εις αποσύνθεσιν ευρισκόμενος, έχων ύψος 4 μέτρων και περιφέρειαν 18 μέτρων, παρετήρησα ότι καθ’ άπασαν αυτού την επιφάνειαν υπάρχουσι ρήγματα, επί των χειλέων των οποίων ευρίσκονται σταγόνες ευάριθμοι εκ πίσσης γλισχρώδους, στιλπνής και μελανής. Η δε πίσσα αύτη κατ’ ουδένα διαφέρουσα της κοινής ορεινής πίσσης, οὐ μόνον δεν εκρέει, ως παρέστησαν αυτό αι ολίγον εξωγκωμέναι σχετικαί εκθέσεις των επιτοπίων αρχών, αλλ’ ημέραι παρέρχονται μέχρι της εντελούς αντικαταστάσως σταγόνος τινός απομακρυνθείσης εκ των χειλέων του ρήγματος.
» Εν τούτοις δεν απεθαρρύνθην, αλλά παραλαβών εκ Μαυρολιθαρίου εργάτας, ανέσκαψα την ανατολικήν βάσιν του βράχου, ίνα γνωρίσω τας εκατέρωθεν αυτού στιβάδας της γης και ανετίναξα δια πυρίτιδος το ἕν τρίτον περίπου της κορυφής του βράχου επί σκοπώ εξιχνιάσεως των φερουσών την πίσσαν φλεβών. Εξετάσας δε προσέτι πάντας τους εν τῇ κοιλάδι της Δρεμίσης εξέχοντας εκ του εδάφους βράχους, οίτινες δεν είναι, ως ηδύνατο τις να υποθέση, ιδών αυτούς κατά πρώτον, συντρίμματα των βράχων των υπερκειμένων λόφων και ορέων, αλλά προσπεφυκότες, κορυφαί ούτως ειπείν άλλων λόφων, ή υψώσεων, κεχωσμένων υπό των χωμάτων, – επιθεωρήσας και σπουδάσας υπό γεωγνωστικήν έποψιν πάσας τας διαστρώσεις τών τε διαδεχομένων άλληλα πετρωμάτων και των χωμάτων εις τε την ρηθείσαν κοιλάδα και όλας τας αναλόγους γειτονικάς, – απέκτησα την πεποίθησιν ότι μόνον εις την στενήν κοιλάδα της Δρεμίσης από της πηγής του διασχίζοντος αυτήν ρύακος (Δρέμισα) πλησίον της θέσεως «τα Μνήματα» μέχρι 200 βημάτων προς βορράν κάτωθεν του ομωνύμου χωρίου κατά την διεύθυνσιν του μνησθέντος ρύακος, είναι εφικτή η ανάπτυξις τοιαύτης πίσσης, ήτις ενταύθα παράγεται δια της βραδείας σήψεως οργανικών φυτικών ουσιών παρουσία ύδατος και ευρίσκεται άνωθεν στρώματός τινος σχίστου αργιλλώδους ερυθρού, όστις ένεκα της συστάσεώς του ουδέ εις το ύδωρ επιτρέπει την δίοδον, οὗ τινος ένεκα πάσαι αι εις τα γειτνιάζοντα μετά της ρηθείσης εκτάσεως μέρη αναβλύζουσαι πηγαί αναφαίνονται είτε άνωθεν του στρώματος τούτου είτε εντός αυτού, ουδέποτε δε και κάτωθεν αυτού.
» Εις την έκτασιν ταύτην ελλείπει εκ της επιφανείας του εδάφους η ρηθείσα διάστρωσις, δείκνυται δε πάλιν εις την θέσιν «τα Μνήματα», και 300 βήματα προς βορράν του χωρίου. Αλλ’ ενταύθα στρέφει κατ’ αμβλείαν γωνίαν και προς τα ένδον της γης ούτως πως, ώστε εάν οι διευθύνσεις των πλευρών της διασταυρώσεως, εξακολουθήσωσιν εκτεινόμεναι κατ’ ευθείαν γραμμήν, αι δύο αύται πλευραί θέλουσι συναντηθῆ εις βάθος το πολύ 500 – 550 μέτρων ακριβώς κάτωθεν των αλωνίων του χωρίου. Εάν λοιπόν ένεκα της επί του στρώματος τούτου παρουσίας του ύδατος εσχηματίσθη εκ των λειψάνων αρχαίας βλαστήσεως, ή ίσως εκ στρώματος ανθράκων, έστω και υποκειμένου, η εν λόγω πίσσα, αύτη θέλει πορευθῆ επί του αδιαχωρήτου τούτου στρώματος και ένεκα της πιέσεως του ατμού τῶν συγχρόνως και εξ αυτής σχηματιζομένων πτητικών οργανικών ουσιών θέλει ζητήσει να εύρη πόρους, ή οπάς όπως εισχωρήσει εις αυτάς.
» Ούτω λοιπόν εξηγείται, πως η πίσσα διαβρέξασα, ούτως ειπείν, τον εις αποσύνθεσιν ευρισκόμενον τιτανόλιθον του εν λόγω βράχου εξήλθε δια των ρηγμάτων του, τακείσα υπό της υπερβολικής του ηλίου θερμότητος.
» Αλλά μετά προσοχής σπουδάσας πάντα τα συμβαίνοντα επληροφορήθην ότι δεν είναι μόνον η θερμότης, αλλ’ έτι μάλλον υγρόν τι πτητικόν ηνωμένον μετά της πίσσης, όπερ ρευστοποιεί αυτήν· διότι όσω βαθύτερον κατήλθον κατά την ανασκαφήν, τοσούτω αφθονοτέρα και ρευστοτέρα εγένετο η πίσσα, τοσούτω μάλλον επεκτάτει και η εμπυρευματική αυτής οσμή. Εις βάθος 3 ως έγγιστα μέτρων η ουσία του τιτανίτου ήτο μεστή, κεκορεσμένη, ούτως ειπείν, και έκαστον θραύσμα περιείχε πίσσαν. Και δη λαβών επί σκοπώ αναλύσεως και δοκιμασίας τεμάχιον 3 οκάδων τοιούτου τιτανολίθου, ηδυνήθην δια της αποστάξεως εις θερμοκρασίαν 180 βαθμών, εις ἥν η πίσσα δεν αποσυντίθεται, ν’ αποχωρίσω ακριβώς 27 δράμια βαθυκιτρίνου ή φαιού ρευστού, συναχθέντα εις τον υποδοχέα, εις δε τον λαιμόν του αποστακτικού σκεύους απήλαυσα προς την ουσίαν του λίθου και στερεάν πισσάλφατον. Το ρευστόν τούτο δια τρις επαναληφθείσης αποστάξεως απέβη κίτρινον και τέλους άχρουν, ζέον εις την σταθεράν θερμοκρασίαν των 112 βαθμών και έχον ειδικόν βάρος 0,88.
Παρουσιάζει όθεν χαρακτήρα οργανικού πτητικού σώματος. Δια δε της αναλύσεως επεκύρωσα ότι σύγκειται εξ άνθρακος, υδρογόνου και οξυγόνου, ότι δηλαδή είναι Πετρέλαιον και ότι επομένως ο εξετασθείς βράχος εμπεριέχει 2 ¼ επί τοις εκατόν του ελαίου τούτου.
» Η δε ρευστή πίσσα, όπως εν Δρεμίσῃ ευρίσκεται, έχουσα ειδικόν βάρος =1,15 εμπεριέχει εις 100 μέρη:
» 27 τοις εκατόν πετρέλαιον και ελαφρά λεγόμενα έλαια (Photogene κτλ)
» 28 τ. εκ. βαρέα υδρογονούχα έλαια (salaire κτλ)
» 9 τ. εκ. πυκνά παραφινούχα έλαια, εξ ων δύναται να εξαχθώσι 40% παραφίνης.
» 36 τ. εκ. υπόλειμα ανθρακούχον και γαιώδες.
» Μη εκτεινόμενος εις επιστημονικάς υποθέσεις και συμπερασματολογίας επί του σπουδαίου τούτου γεωλογικού φαινομένου, αναφέρω εν ολίγοις την σπουδαιότητα της ανακαλύψεως ταύτης υπό τεχνικήν και βιομηχανικήν έποψιν.
» Εκ του τοιούτου, και ακαθάρτου έτι όντος πετρελαίου, ως και εκ της πίσσης δύνανται να προκύψωσιν εκτεταμέναι βιομηχανίαι· καθότι η μεν πίσσα ως τοιαύτη χρησιμεύει εις την ναυπηγίαν, εις την κατασκευήν λιθοστρώσεως των πεζοδρομίων, εις την παρασκευήν των εκ χάρτου στεγών, εις την υποδηματοποιίαν, εις φωτισμόν και εις καύσιν· εμμέσως δε εις εξαγωγήν της παραφίνης, ήτις εφαρμόζεται εις την κηροποιίαν επιτυχώς αντί του κηρού, του σπέρματος του κήτους και του στεατικού οξέως, και την κατασκευήν χρισμάτων δια μηχανάς μεταλλίνας κτλ. Εξ αυτής δύναται να κατασκευασθῇ και η βενζίνη και η ασιλίνη, ήτις είναι η βάσις των ωραίων αρτίως ανακαλυφθέντων χρωμάτων, ων ήδη υπάρχουν εξήκοντα είδη. Το δε ακάθαρτον πετρέλαιον μεταχειρίζεται εις παρασκευήν του καθαρού, του τόσῳ πολυτίμου φωτιστικού και θερμαντικού μέσου, εις παραγωγήν της παραφίνης και αρωματικών ουσιών κτλ.
» Ενταύθα δε η παρουσία του πετρελαίου μετά της λίαν υδρογονούχου ασφαλτώδους πίσσης οδηγεί ημάς εις το να υποθέσωμεν μετά τινος πιθανότητος την εις απροσδιόριστον βάθος ύπαρξιν λιγνιτών ή λιθανθράκων.
» Εξ όλων λοιπών των εξετάσεών μου τούτων προκύπτει ότι η εκρέουσα πίσσα σύγκειται εξ ασφαλτώδους στερεάς πίσσης και εξ είδους τινός νάφθας, εξ ης δι’ απλής αποστάξεως παράγεται πετρέλαιον, – ότι εις απροσδιόριστον έτι βάθος υπάρχουσι λιθάνθρακες ή λιγνίται και ότι άνωθεν, ή εντός αυτών σχηματίζεται δεξαμενή νάφθας, ή πετρελαίου, όπερ εξατμιζόμενον ανέρχεται προς την επιφάνειαν της γης.
» Η τοιαύτη εμφάνισις του πετρελαίου δεν είναι σπανία· είναι μάλιστα τεκμήριον ότι δεν απέχει πολύ από την επιφάνεια της γης η κυρία αυτού πηγή. Ίνα χρησιμοποιηθῆ δε το νυν εις το βάθος της γης ηρεμούν πολύτιμον τούτο ρευστόν απαιτείται ανασκαφή χάριν δοκιμασίας. Αι πηγαί του πετρελαίου είναι διτταί ή σκάπτεται φρέαρ βαθύ (εις Amiano της Ιταλίας π. χ. μέχρι 280 ποδών, εις Πενσυλβανίαν της β. Αμερικής μέχρι 1250 ποδ.) μέχρι της ανακαλύψεως της φλεβός, της φερούσης το πετρέλαιον, όπερ τότε δια πίθων ή αντλιών εξαντλείται και συμπληρούται πάλιν εξ εαυτού ταχύτερον ή βραδύτερον εκ των παρακειμένων στρωμάτων, ή κατασκευάζεται αρτεσιανόν φρέαρ, έχον διάμετρον στενήν και βάθος σημαντικόν, εξ οὗ αναβλύζει το έλαιον ως εκ βρύσης το ύδωρ. Εν Πενσυλβανία υπάρχουν πηγαί αμφοτέρων των ειδών.
» Εκ φρέατος τινός 290 ποδών βάθους εξάγονται καθ’ εκάστην μέχρις εντελούς της δεξαμενής εξαντλήσεως, τουτέστιν από της 8 ώρας της πρωίας μέχρι της τετάρτης μ. μ. διά ατμαντλίας 10 βαρέλια του ελαίου τούτου. Την δε επομένην ημέραν μέχρι της 8 ώρας π. μ. το φρέαρ πάλιν πληρούται. Έτερον δε φρέαρ αρτησιανόν (πηγή πετρελαίου) έχον βάθος 200 ποδ. και διάμετρον 2 – 3 δακτύλων εξάγει εις 24 ώρας 70 βαρέλια (προς 60 γαλ. Λλίτρας ή 52 ως έγγ. Ελλην. Οκάδας), εις ἕν έτος δε 22120 βαρέλια πετρελαίου.
» Προχωρούσης της ανασκαφής μετ’ ολίγον θέλομεν εννοήσει ποίον είδος πηγής είναι η εν Δρεμίσῃ και εάν πρέπῃ ν’ ανορύξωμεν φρέαρ ευρύ, ή να κατασκευάσωμεν διά διατρυπήσεως φρέαρ στενόν αρτεσιανόν. Δεν δύναμαι δε ή να συστήσω θερμώς εις την σεβαστήν κυβέρνησιν να επιληφθή της σπουδαίας ταύτης ανακαλύψεως, διατάττουσα την ταχείαν έναρξιν της ανασκαφής.
» Εύχομαι δε και εις την πτωχήν ημών πατρίδα τας μυθώδεις εκείνας ποσότητας του πετρελαίου, αίτινες εν Αμερική έφερον τον αληθώς μυθώδη πλούτον, και δι’ αυτού την βιομηχανίαν και τον πολιτισμόν εις τας προ δεκαετίας αγόνους αυτής ερήμους.»
Αυτά έγραφε στην Έκθεσή του το 1868 ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αναστάσιος Κ. Χρηστομάνος. Δεν είναι γνωστό τι έκαναν οι κυβερνήσεις, διότι τότε ήταν περίοδος κατά την οποία είχαμε πολλές αλλαγές κυβερνήσεων. Άλλη κυβέρνηση έδωσε την εντολή ερευνών (η υπηρεσιακή κυβέρνηση του Αρ. Μωραϊτίνη) και άλλη κυβέρνηση (Δημ. Βούλγαρη) παρέλαβε την Έκθεση του καθηγητού, η οποία με την σειρά της «έπεσε» μετά από 6 μήνες. Την δεκαετία του 1860 – 1869 η Ελλάς άλλαξε 21 κυβερνήσεις. Κατά την επόμενη δε δεκαετία, δηλαδή του 1870 – 1879, η πολιτική εικόνα της Ελλάδος βελτιώθηκε λίγο και η χώρα άλλαξε μόνο 16 κυβερνήσεις. Ποιος ν’ ασχοληθεί με το πετρέλαιο όταν προέχουν οι εκλογές;
Κατά τα φαινόμενα, η παράκληση του καθηγητού «Δεν μπορώ παρά να συστήσω με θέρμη στην σεβαστή κυβέρνηση να επιληφθεί της σπουδαίας αυτής ανακαλύψεως, διατάσσοντας την έναρξη της ανασκαφής το ταχύτερον» εκκρεμεί, μέχρι τώρα, 148 χρόνια.
Χρήστος Μαντζιάρης