Μέχρι σήμερα οι Τούρκοι υποστηρίζουν ότι το 1922 έριξαν στη θάλασσα τον ελληνικό στρατό, ισχυρισμός που κατά τον αρθρογράφο Ουζγκιούρ Αϊντίν είναι αναληθής. Όπως μάλιστα γράφει από τη Σμύρνη και για το πρακτορείο ANF, αυτό που έκανε ο τουρκικός στρατός ήταν να ρίξει Έλληνες και Αρμένιους στη θάλασσα. Διαβάστε το άρθρο του:
Όπως κάθε Σεπτέμβρη και φέτος θα γίνουμε μάρτυρες εξιστόρησης μύθων που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, σύμφωνα με τους οποίους «το 1922 ρίξαμε τον ελληνικό στρατό στη θάλασσα».
Είναι όμως απόλυτα εξακριβωμένο ότι όταν ο τουρκικός στρατός μπήκε στη Σμύρνη, ο ελληνικός στρατός την είχε ήδη εγκαταλείψει.
Η αρμενική κοινότητα, αν και μικρή σε σχέση με την ελληνική, έζησε στη Σμύρνη μέχρι το 1922. Εξάλλου δεν είχε επηρεαστεί και πολύ από τους «εκτοπισμούς» του Λίμαν φον Σάντερς και του νομάρχη Ραχμί μπέη. Ωστόσο, η πυρκαγιά που κατέκαψε την πόλη και ξέσπασε στη συνοικία Χαϊνότς, εξάλειψε την παρουσία των Αρμενίων στην πόλη. Μέχρι τότε δεν είχαν μείνει πουθενά Αρμένιοι στην Ανατολή, με εξαίρεση την Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη.
Μέρος των Αρμενίων που είχε διαφύγει των διωγμών βρήκε καταφύγιο στη Σμύρνη
Οι αιματηρές εξεγέρσεις του 16ου και 17ου αι., που ονομάστηκαν «εξεγέρσεις Τζελαλί», εξαπλώθηκαν σε ολόκληρη την Ανατολή. Μέρος των Αρμενίων κατάφερε να ξεφύγει και να κρυφτεί, γλιτώνοντας από τις σφαγές. Περίπου χίλιοι Αρμένιοι από το Ναχιτσεβάν, το Καραμπάγ και το Εριβάν, κατάφεραν να φθάσουν και να εγκατασταθούν στη Σμύρνη.
Στις αρχές του 17ου αι., ο Σάχης της Περσίας Αββάς Α΄, έκανε παιδομάζωμα στις κοινότητες των Αρμενίων, των Γεωργιανών και των Τσερκέζων, με σκοπό τη δημιουργία ισχυρού στρατού. Ορισμένοι Αρμένιοι, για να γλιτώσουν τα παιδιά τους, κατέφυγαν στη Σμύρνη, ενώ και ο Σουλτάνος Μαχμούτ Α΄ μετέφερε 100 οικογένειες Αρμενίων από τις πόλεις Ασνταράκ και Οσαγκάν της σημερινής Αρμενίας αλλά και από την Άγκυρα, και τους εγκατέστησε στη Σμύρνη.
Με τη φωτιά της Σμύρνης καταστράφηκε η συνοικία των Αρμενίων
Το 18ο αι., μετά την καταστροφή του Ισφαχάν από τους Αφγανούς, ακολούθησαν μαζικές εγκαταστάσεις Αρμενίων από τη Νέα Γκούλφα και το Ναχιτσεβάν στη Σμύρνη, ενώ το 19ο αι. έγινε το ίδιο με Αρμενίους από τη Θεοδοσιούπολη (Ερζερούμ), Ευδοκιάδα (Τοκάτη), Καισάρεια και Τυφλίδα να εγκαθίστανται στη Σμύρνη. Εκατοντάδες ορφανά που γλίτωσαν από τις σφαγές των Αρμενίων του 1894-1896 και του 1909 (σφαγή των Αδάνων), εγκαταστάθηκαν σε ορφανοτροφεία που οργάνωσε η αρμενική κοινότητα της Σμύρνης.
Η πυρκαγιά που ξέσπασε 1845 στη Σμύρνη, κατέκαψε και πάλι τη συνοικία των Αρμενίων.
Από τα 900 αρμενικά σπίτια, μόλις 37 διασώθηκαν. Καταστήματα, εργαστήρια, το σχολείο Χιριπσιμάντς, η εκκλησία Σουρπ Ισπεντάνος και όλα τα αρχεία της, παραδόθηκαν στις φλόγες και καταστράφηκαν.
Μετά την πυρκαγιά κλήθηκαν δυο αρχιτέκτονες από την Κωνσταντινούπολη για να επανασχεδιάσουν την αρμενική συνοικία, η οποία αναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της.
Έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας της Σμύρνης
Το 1922 η αρμενική κοινότητα είχε 21 ιδρύματα που ασχολούνταν με την εκπαίδευση, την αλληλοβοήθεια, τις τέχνες και τον αθλητισμό, ενώ υπήρχαν και πολλές αρμενικές εταιρείες και επιχειρήσεις, που συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Κάτοχοι ακινήτων γαιών ήταν οι Hovsep Çelebi Yusufyan, Krikor Kuyumcuyan, επιχειρηματίες οι αδελφοί İspartalıyan, Ekizyan, αδελφοί Yesayan, υφασματέμποροι πρώτης κατηγορίας οι Stepan- Dikran İplikçiyan, έμποροι βάμβακος, σιτηρών, σύκων και σταφίδας οι Elmasyan, αδελφοί Tavityan και πόσοι άλλοι.
Την έκαψαν οι Τούρκοι κομιτατζήδες
Η επίσημη θέση του τουρκικού κράτους είναι ότι τη Σμύρνη την έκαψαν οι Αρμένιοι και οι Ρωμιοί. Όμως μετά από χρόνια αποκαλύφθηκε ότι την πυρκαγιά την έβαλαν οι Τούρκοι κομιτατζήδες. Αν συνεκτιμήσει δε κανείς τα όσα έχουν ειπωθεί και γραφτεί από Άγγλους και Έλληνες, τότε βγαίνει το συμπέρασμα ότι την πόλη την έκαψαν οι «άτακτοι», ενώ η στρατιωτική διοίκηση έκανε τα στραβά μάτια.
Όταν μπήκε ο τακτικός στρατός στη Σμύρνη, οι εκπρόσωποι του Κεμάλ δεν έκαναν κάτι για να εγκαταστήσουν διοίκηση και να ελέγξουν την πόλη. Άδειασαν τις φυλακές και γέμισε η πόλη με «ατάκτους», για συγκεκριμένους λόγους.
Οι λεηλασίες άρχισαν στη συνοικία των Αρμενίων και μετά ακολούθησαν οι πυρκαγιές. Άγγλοι και άλλοι αυτόπτες μάρτυρες δήλωσαν ότι ανάμεσα σε εκείνους που έβαλαν τη φωτιά, ήταν και Τούρκοι στρατιώτες.
Για τη φωτιά υπάρχουν δυο απόψεις. Η μια λέει ότι οι κεμαλιστές είχαν πειστεί πως για να αναπτυχθεί η Σμύρνη, θα έπρεπε να γκρεμιστεί και να ξαναχτιστεί εκ θεμελίων, ενώ η άλλη λέει ότι ο τουρκικός στρατός, για να επιβραβεύσει τους «ατάκτους», τους επέτρεψε να λεηλατήσουν την πόλη.
Στη Σμύρνη δεν έριξαν τον Ελληνικό Στρατό στη θάλασσα αλλά το λαό
Για χρόνια μας έκαναν πλύση εγκεφάλου, λέγοντας ότι «ρίξαμε στη θάλασσα τον ελληνικό στρατό». Όμως, έχει αποδειχτεί ότι όταν ο τουρκικός στρατός μπήκε στη Σμύρνη, ο ελληνικός είχε ήδη αναχωρήσει. Αυτοί που ρίξαμε στη θάλασσα, ήταν ο ελληνικός και ο αρμενικός λαός. Όταν ξέσπασε η πυρκαγιά, μαζί με τους Έλληνες δολοφονήθηκαν εκατοντάδες Αρμένιοι. Λεηλατήθηκαν οι περιουσίες, τα καταστήματα και τα σπίτια τους. Όσοι μπόρεσαν να γλιτώσουν, σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Πρώτα στην Ελλάδα κι από εκεί στην Ευρώπη και την Αμερική.
Κάποιοι εγκαταστάθηκαν στη Βηρυτό, τη Συρία και την Αρμενία.
Η Διεθνής Έκθεση Σμύρνης καταλαμβάνει την αρμενική συνοικία Χαϊνότς
Η περιοχή πάνω στην οποία εγκαταστάθηκε και επεκτάθηκε η Διεθνής Έκθεση Σμύρνης, αμέσως μετά την τραγωδία –η οποία φιλοξενεί, ερήμην των πραγματικών ιδιοκτητών της αρκετές δραστηριότητες μεταξύ των οποίων και πολιτιστικές με σημαντικούς προσκεκλημένους- είναι η περιοχή της Αρμενικής συνοικίας Χαϊνότς, που λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε το 1922.
Τώρα στο εσωτερικό υπάρχουν τεράστια δένδρα και ταμπέλες που γράφουν «Τι ευτυχία να λες ότι είσαι Τούρκος», «Ένας Τούρκος αξίζει όσο ολόκληρος ο κόσμος», ενώ υπάρχουν παντού προτομές του Μουσταφά Κεμάλ.
Η εικόνα που βλέπει κανείς στο Βόρειο Κουρδιστάν, με τα ρατσιστικά αυτά συνθήματα να είναι γραμμένα με πέτρες στα καμένα βουνά, υπάρχει και στην άλλοτε όμορφη γειτονιά των Αρμενίων της Σμύρνης, πάνω στα ερείπια και τις στάχτες της οποίας οικοδομήθηκε ένας νέος κόσμος.