του Πέτρου Ι. Μηλιαράκη*
Η
πρόσφατη συνάντηση των Πούτιν – Ερντογάν
(που αφορά μια καταρχάς και καταρχήν
αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ Ρωσίας
και Τουρκίας –έστω περιορισμένων
δυνατοτήτων) και η πληροφορία από τα
διεθνή ΜΜΕ ότι η Γερμανία πωλεί όπλα
στους Κούρδους του Βόρειου Ιράκ σε
συνδυασμό με την απειλούμενη (και πάλι)
όξυνση του «προσφυγικού»-«μεταναστευτικού»
αφορούν δεδομένα που απαιτούν την
ψηλάφηση της κρίσης, προκειμένου να
υπάρξει η καλύτερη δυνατή κατανόηση
όλων όσων λαμβάνουν χώρα στην αμέσως
συναρτώμενη με τη γεωπολιτική θέση της
Ελλάδας περιοχή.
Έτσι
απαιτείται η προσέγγιση όλων εκείνων
των δεδομένων που δημιούργησαν το
«επιφαινόμενο
του Συριακού»,
όπου πέραν των εσωτερικών ερίδων λόγω
της θρησκευτικής πολυμορφίας, εμπλέκονται
και ύψιστα γεωπολιτικά συμφέροντα
Μεγάλων Δυνάμεων. Η όλη δε εικόνα
συναρτάται και με δύο εξόχως σοβαρά
ζητήματα:
τα συμφέροντα της Τουρκίας που απειλείται
από την ίδρυση κουρδικού
κράτους από
τη μία, και την
εμμονή του κουρδικού Λαού να αποκτήσει
(επιτέλους)
αυτόνομο ανεξάρτητο
και αναγνωρισμένο κράτος,
από την άλλη.
Ενταύθα
πρέπει να επισημειωθεί ότι ανεξαρτήτως
των βουλήσεων, επιθυμιών ή και προσδοκιών
της Τουρκίας, είναι πολύ δύσκολο να
αποτραπεί η ίδρυση αυτού του συγκεκριμένου
και επιδιωκόμενου από τους Κούρδους
κράτους, καθόσον δεν αφορά απλώς
κοινότητα, αλλά αφορά Λαό τριάντα (30)
εκατομμυρίων ανθρώπων που δεν διαθέτει
(ακόμη)
«ενιαία επικράτεια –πατρίδα».
- η αρχή των προβλημάτων
Στις
αρχές του περασμένου αιώνα με την
κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
γαλλικά συμφέροντα διαίρεσαν την επίμαχη
περιοχή σε έξι επιμέρους κρατίδια. Στο
κρατίδιο της Δαμασκού,
του Χαλεπίου,
της Αλεξανδρέττας,
των Αλαουϊτών,
των Δρούζων
και του Λιβάνου.
Υπ’ όψιν ότι το 1939 (λίγο
πριν την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου
Πολέμου, στον οποίο δεν μετείχε καν η
Τουρκία), το
κράτος της Αλεξανδρέττας προσαρτήθηκε
από την Τουρκία και με τη λήξη του Β’
Παγκοσμίου Πολέμου τα προαναφερόμενα
κράτη συνενώθηκαν και συγκρότησαν το
ενιαίο κράτος της Συρίας, εξαιρουμένου
του Λιβάνου.
Η
συγκρότηση του συγκεκριμένου κράτους,
της Συρίας δηλαδή, μέχρι το 2011, οπότε
και έλαβε χώρα η έναρξη των εχθροπραξιών
(κατ’ ουσίαν
εσωτερικού εμφύλιου-πολέμου)
αφορούσε πολυθρησκευτικούς και
πολυεθνικούς πληθυσμούς ως εξής: 65%
σουνίτες, 13% αλουίτες σιίτες, και 10%
χριστιανούς. Σε αυτούς προστίθεται το
ποσοστό 9% των Κούρδων και 3% των Δρούζων.
Η
άνοδος της οικογένειας Άσαντ στην
εξουσία το 1970 συνεπαγόταν μια κατ’
ουσίαν κοινωνική διαίρεση του κράτους
της Συρίας, καθόσον ο τότε Πρόεδρος
(πατέρας του
σημερινού Προέδρου)
ως σιίτης, από καθέδρας εγκατέστησε
άρχουσα τάξη την σιιτική μειονότητα σε
όλα τα επίπεδα διοίκησης, ενόπλων
δυνάμεων και υπηρεσιών ασφαλείας.
(Αντίστοιχο
φαινόμενο παρατηρήθηκε και στο Ιράκ,
καθόσον ο Σαντάμ Χουσεϊν ήταν σουνίτης).
- η διαίρεση της κοινωνίας και οι ευρύτερες συνέπειές της
Με
τούτο το δεδομένο ήταν προφανές ότι οι
σουνίτες της Συρίας αφενός
δεν μπορούν και δεν μπορούσαν να
προσχωρούν στην αποδοχή της οικογένειας
Άσαντ ως επικυρίαρχης και εξουσιαστικής
δύναμης και αφετέρου
βρίσκονταν σε ετοιμότητα ώστε στον
κατάλληλο χρόνο να «απαντήσουν» στη
συγκεκριμένη καταπίεση ή άλλως
περιθωριοποίηση.
Έτσι
δεν βράδυνε να εκδηλωθεί ο εσωτερικός
εμφύλιος με τα συνεπακόλουθα που βιώνει
σήμερα η διεθνής κοινότητα. Συνεπακόλουθα
όμως που αφορούν τα ασύμμετρα φαινόμενα
του «προσφυγικού» και του συναρτώμενου
με αυτό «μεταναστευτικού» ζητήματος.
Η
διαδικασία του εμφύλιου πολέμου που
εξελίχθητε σε ευρύτερες εχθροπραξίες
δείχνει ότι ο Πρόεδρος Άσαντ (στον
παρόντα χρόνο)
έχει μάλλον απολέσει τον έλεγχο σε
σημαντικά τμήματα της Συρίας. Εξακολουθεί
όμως να ελέγχει το Νότο, τα παράλια και
τη Δαμασκό.
Πολιτικοί
και Διπλωματικοί παρατηρητές, με την
έναρξη του πολέμου δεν θεωρούσαν απίθανο
το σενάριο να διασπασθεί σε δύο επιμέρους
κράτη η Συρία:
το ένα
να αφορά σιιτική επικράτεια υπό τον
Πρόεδρο Άσαντ που θα περιελάμβανε την
παραλιακή ζώνη μεταξύ Λατάκιας και
Ταρσούς και το άλλο
που θα περιελάμβανε τη λοιπή επικράτεια
υπό σουνητικό έλεγχο.
Η
εξέλιξη όμως αυτή (ως
εκδοχή),
συμπεριελάμβανε το πολύ σοβαρό ενδεχόμενο
απόσχισης των Κούρδων και το σχηματισμό
ενός ευρύτερου ανεξάρτητου κουρδικού
κράτους το οποίο θα αναγνώριζε η διεθνής
κοινότητα. Μια τέτοια όμως εξέλιξη
καθίσταται άκρως επικίνδυνη για την
Τουρκία η οποία αφενός
«πράττει»(!) τα πάντα προκειμένου να μην
λάβει χώρα η ίδρυση ανεξάρτητου και
αναγνωρισμένου ευρύτερου κουρδικού
κράτους και αφετέρου
επιδιώκει «επιτηδείως» να εμπλέξει
συμμαχικές δυνάμεις προς υπεράσπιση
όμως αμιγώς των δικών της ιδιαίτερων
συμφερόντων, ενώ ταυτοχρόνως ασκεί
πολιτική πιέσεων προς την Ευρωπαϊκή
Ένωση με κύριο όπλο την απειλή του
«μεταναστευτικού». Στον παρόντα δε
χρόνο, η Τουρκία επιδεικνύει πολιτική
«πολυδιάστατης» κατεύθυνσης –αμφίβολων
όμως αποτελεσμάτων. Και τούτο γιατί η
Τουρκία είναι στενώς συνδεδεμένη στο
άρμα του ΝΑΤΟ και σε μεγάλη έκταση
οικονομικώς διασυνδεδεμένη με δυτικά
οικονομικά συμφέροντα.
- η εμπλοκή Δυνάμεων στην περιοχή
Στην
όλη αυτή περιγραφή εμπλέκονται, πέραν
των συμφερόντων των ΗΠΑ και μητροπολιτικών
χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμφέροντα
άλλων σημαντικών στο διεθνές περιβάλλον
χωρών. Αυτές οι χώρες αφορούν στο Ισραήλ,
στη Σαουδική Αραβία, στη Ρωσία, στην
Κίνα και στο Ιράν. Οι προαναφερόμενες
χώρες πέραν του γεωπολιτικού ζητήματος
και της ασφάλειας εμπλέκονται και σε
συμφέροντα ενεργειακών πηγών και
ενεργειακών οδών (πετρελαίου,
φυσικού αερίου κλπ).
Ειδικότερα,
κατά το μέρος που αφορά στη Ρωσία, είναι
προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρχει
υποχώρηση κεκτημένων της (άλλως
συνεπάγεται συρρίκνωση επιρροής και
απώλεια ζωτικού χώρου),
εφόσον από την εποχή της Σοβιετικής
Ένωσης από το 1967 και ειδικότερα από το
1970 (οπότε η
οικογένεια Άσαντ κατέλαβε την εξουσία),
τα ρωσικά συμφέροντα είναι δεδομένα
στην περιοχή, καθόσον η Ρωσία διατηρεί
ναυτική βάση (τη
μοναδική που διαθέτει στη Μεσόγειο)
στην περιοχή της Ταρσούς.
Έτσι,
ενώ για το «Συριακό» η πρώτη προσέγγιση
δείχνει αφετηρία του να έχει την εσωτερική
αντίθεση στο περίγραμμα εμφύλιου
πολέμου, εν
τούτοις στη
συνέχεια αποδεικνύεται ότι στην εξέλιξή
του περιπλέκονται σημαντικά γεωπολιτικά
συμφέροντα, αλλά και άλλες καταστάσεις
που αφορούν ζητήματα ειρηνικής
συνύπαρξης, ασφάλειας και
θρησκευτικού
φονταμενταλισμού. Για
την πληρότητα δε της προσέγγισης του
όλου φαινομένου του «Συριακού», άξιο
παρατήρησης είναι ότι η συριακή
αντιπολίτευση, δηλαδή το «Συριακό Εθνικό
Συμβούλιο» που εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη,
αν και χαρακτηρίζεται από μια εσωτερική
ανομοιογένεια, εν
τούτοις είναι
εξαιρετικά φίλα προσκείμενο στην
Μουσουλμανική Αδελφότητα της Αιγύπτου,
με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις όποιες
σχέσεις με το Χαλιφάτο, το οποίο (Χαλιφάτο)
φιλολογείται ότι υποστηρίζεται όχι
μόνο από τη Σουηδική Αραβία για ίδια
συμφέροντα, αλλά και από την Τουρκία!…
- η ανάγκη ειρηνικής διευθέτησης
Η
επίμαχη περιοχή μπορεί να εξελιχθεί,
εάν δεν υπάρξουν πρόνοιες αποφυγής της
κλιμάκωσης, σε εστία ευρύτερων και
απρόβλεπτων εξελίξεων. Το ενδεχόμενο
αυτό δημιουργεί την αδήριτη ανάγκη ώστε
να επιταχυνθούν εξελίξεις για μια
ειρηνική και βιώσιμη λύση στην περιοχή.
Άλλως υπάρχει ο κίνδυνος αύξησης της
έντασης με απρόβλεπτες συνέπειες. Για
να υπάρξει όμως ειρηνική και βιώσιμη
λύση θα πρέπει να τηρηθούν όλες οι
πρόνοιες της διεθνούς έννομης τάξης
που αφορούν στο σεβασμό των ατομικών
και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η
εξέλιξη αυτή θα είναι η μόνη λύση για
την αντιμετώπιση του «προσφυγικού»
το οποίο κατέλαβε
εξ’ απήνης κυρίως την Ευρωπαϊκή Ένωση
η οποία για μια ακόμη φορά και στο επίπεδο
των εξωτερικών της σχέσεων, κρίνεται
κατώτερη των περιστάσεων.
Σε
κάθε περίπτωση η Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά
το μέρος που αφορά στη συνδρομή της για
την επίλυση του «Συριακού», θα αποδείξει
αν η ίδια σέβεται τον πολιτικό και νομικό
της πολιτισμό αλλά και αν διαθέτει το
κύρος ώστε να γίνουν σεβαστές οι πρόνοιες
και οι αρχές των Συνθηκών της για μια
ειρηνική συνύπαρξη και οικονομική
πρόοδο, με σεβασμό στα ατομικά και
ανθρώπινα δικαιώματα. Τούτο ίσως μπορεί
να είναι και ένα πρόκριμα εάν έχει τη
διάθεση και το κύρος για την επίσης
αναγκαία επίλυση του «Κυπριακού».
Είδωμεν !...
---------------------------------------------
*
Ο
Πέτρος
Μηλιαράκης
δικηγορεί
στα Ανώτατα
Ακυρωτικά Δικαστήρια της Χώρας
και στα Ευρωπαϊκά
Δικαστήρια του
Στρασβούργου
και του Λουξεμβούργου
(ECHR
και GC
- EU).