«Είπε το ΟΧΙ, ο μόνος Ελληνας που θα μπορούσε να πει το ΝΑΙ».
Η φράση αυτή, που ανήκει στον παλιό δημοκράτη, κεντρώο πολιτικό Γεώργιο Καφαντάρη, αν και αποφθεγματική, συμπυκνώνει όλη την αντίφαση της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας της 28ης Οκτωβρίου 1940, όταν στις 3 το πρωί ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς απέρριπτε το ιταλικό τελεσίγραφο λέγοντας στον ιταλό πρεσβευτή Εμανουέλε Γκράτσι που του το επέδωσε: «Alors, c' est la guerre (ώστε έχουμε πόλεμο)».
Ενας φασίστας δικτάτορας, όπως ήταν ο Μεταξάς, επικεφαλής ενός φασιστικού καθεστώτος, όπως ήταν το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, αρνιόταν να δεχθεί τις απαιτήσεις ενός άλλου φασιστικού καθεστώτος, όπως ήταν το καθεστώς της Ιταλίας του Μπενίτο Μουσολίνι.
Κι όσο κι αν ο πόλεμος που αναγκάζονταν να διεξαγάγουν οι Ελληνες ήταν για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας, ήταν ταυτόχρονα κι ένας πόλεμος που εξ αντικειμένου λάμβανε σαφή αντιφασιστικά χαρακτηριστικά, ξεπερνώντας αν μη τι άλλο και ακυρώνοντας όλη την ουσία της μεταξικής δικτατορίας.
Με εξαιρετικά διεισδυτικό τρόπο ο Γ. Σεφέρης σημειώνει αναφερόμενος στον δικτάτορα: «Οταν ήρθε η 28η, δεν μπόρεσε να ιδεί ότι τότε μόνο, και όχι στις εορτές του Σταδίου, ολόκληρος ο λαός ήταν μαζί του, μαζί με την απάντηση που έδωσε στον Grazzi την αυγή. Δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι η μέρα εκείνη δεν επικύρωνε αλλά καταργούσε την 4η Αυγούστου».
Αλλά αν το καθεστώς της 4ης Αυγούστου ήταν φασιστικό και αν όχι ίδιο, τουλάχιστον συγγενικό μ' εκείνο της Ιταλίας, προκύπτει αβίαστα το ερώτημα γιατί ο Μεταξάς δεν δέχτηκε το ιταλικό τελεσίγραφο, γιατί είπε ΟΧΙ και γιατί δεν φρόντισε νωρίτερα να συγχρωτιστεί με τις δυνάμεις του Αξονα στην Ευρώπη ώστε να αποφευχθεί η ιταλική εισβολή στην Ελλάδα.
Μήπως δεν ήταν τόσο φασίστας όσο λέγεται, μήπως το καθεστώς του δεν ήταν φασιστικό αλλά απλώς μια στυγνή στρατιωτική δικτατορία; Ηταν φασιστικό το καθεστώς της 4ης Αυγούστου; Η μεταξική δικτατορία είχε πολλές διαφορές από τα φασιστικά καθεστώτα της Ιταλίας και της Γερμανίας, αρκετές εκ των οποίων εξηγούνται αν σταθεί κανείς στις ελληνικές ιδιομορφίες.
Η βασικότερη, κατά τη γνώμη μας, διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ ο φασισμός, όπου επικράτησε, στις χώρες της Ευρώπης ήταν ένα μαζικό κίνημα από τα κάτω, στην Ελλάδα ποτέ δεν πήρε τέτοιες διαστάσεις στη βάση της κοινωνίας. Εχει απόλυτα δίκιο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος όταν σημειώνει: «Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου ήρθε από επάνω, όχι από κάτω.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός που είχε λάβει όχι μόνο την ψήφο της Βουλής, αλλά και την πολύμηνη '"νομοθετική εξουσιοδότηση", κατήργησε με την συγκατάθεση του Βασιλέως το δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό πολίτευμα». Κατά τ' άλλα το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε όλα τα χαρακτηριστικά των φασιστικών καθεστώτων.
Χτύπησε αλύπητα τους πολιτικούς του αντιπάλους, ήταν βαθιά αντικομμουνιστικό, συνέτριψε τις κοινωνικές οργανώσεις και επιχείρησε να ομογενοποιήσει την ελληνική κοινωνία (δημιούργησε ενιαία κρατική οργάνωση νεολαίας, κρατικοποίησε τα συνδικάτα, επιχείρησε να περάσει ενιαία ιδεολογικά και ενιαία πολιτικά - πολιτιστικά πρότυπα κ.ο.κ).
Με δυο λόγια προώθησε τον ολοκληρωτισμό, έτσι ακριβώς όπως τον συναντάμε και τον προσδιορίζουμε στο φασιστικό μοντέλο. Ο ίδιος ο Μεταξάς δεν έκρυβε ότι ήταν ιδεολογικά και πολιτικά δεμένος με τον φασισμό.
Ενώ είχε ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, έγραφε (1940) στο «Τετράδιο των σκέψεων» που κρατούσε: «Κράτη που επικρατεί η διευθυνομένη οικονομία, όσον και αν είναι δημοκρατικά - και εννοούμε τέτοια που αποσκοπούν στο γενικό συμφέρον του λαού - δεν συμφέρουν στον Καπιταλισμό. Γιατί μέσα σε τέτοια Κράτη δεν είναι δυνατή η εκμετάλλευσι του συνόλου του Λαού από τους εκπροσώπους του Καπιταλισμού.
Ακόμα δε περισσότερο όταν αυτά τα κράτη είναι και ολοκληρωτικά. Γιατί εκεί μέσα ούτε καν τον Τύπο μπορεί ο Καπιταλισμός να έχη στα χέρια του, ούτε την Κοινή Γνώμη να διευθύνη κατά τα συμφέροντά του, ούτε με κομματικές μανούβρες να αναποδογυρίζη ό,τι δεν τον συμφέρει, ούτε με εκλογές να γίνεται κύριος της Κρατικής Μηχανής. Τέτοια Κράτη μπορεί να είναι λαϊκώτατα και να κυριαρχή μέσα σ' αυτά το καθαρό λαϊκό συμφέρον.
Αλλά ο Καπιταλισμός τα ονομάζει τυραννίες - φασιστικές, χιτλερικές κ.τ.λ. - ονομάζει δε Δημοκρατίες, παίζοντας με τη λέξι, τα Κράτη που στο σύστημά τους επικρατεί αυτός. Και ξεγελάει το μικρό κόσμο με τις λέξεις. Την κυριαρχία του την ονομάζει Δημοκρατία. Το σύστημά του το πολιτικό που επιβάλλεται, το ονομάζει λιμπεραλισμό, φιλελευθερία, άρα και Ελευθερία».
Στις 18 Απριλίου του 1940 μάλιστα - και ενώ είχε διαφανεί ο ιταλικός κίνδυνος εις βάρος της Ελλάδας - σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Οι Αγγλοι θέλουν να καταστρέψουν, λένε, το ναζισμό. Αλλά με αυτό κατά βάθος εννοούνε τον αντικοινοβουλευτισμό. Θέλουν λοιπόν να επιβάλλουν παντού το παλαιωμένο λιμπεραλιστικό πολίτευμα. Ωστε περπατούνε με το κεφάλι προς τα πίσω». Η σχέση του Μεταξά με τη Βρετανία Στη βάση των προαναφερομένων η διαπίστωση του Γ. Καφαντάρη ότι ο Μεταξάς ήταν ο μόνος Ελληνας που μπορούσε να πει ΝΑΙ στο ιταλικό τελεσίγραφο επιβεβαιώνεται.
Αλλά τότε γιατί είπε ΟΧΙ; Την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα τη δίνει ο ίδιος ο δικτάτορας, για τον οποίο οφείλουμε να έχουμε κατά νου ότι λόγω και της στρατιωτικής του ιδιότητας είχε μάθει να αντιμετωπίζει τα πράγματα με στυγνό πραγματισμό.
Ανεξαρτήτως, επομένως, των δικών του «πιστεύω» δεν είχε ταλαντεύσεις στο δόγμα της εποχής, ότι λόγω ιστορικών και μακροχρόνια διαμορφωμένων πολιτικών, οικονομικών και στρατιωτικών δεσμών η Ελλάδα ποτέ δεν θα μπορούσε να βρεθεί σε αντίπαλο στρατόπεδο με τη Μεγάλη Βρετανία.
Εντούτοις, μπροστά στο ενδεχόμενο πολεμικής εμπλοκής τής Ελλάδας με την Ιταλία, ο Μεταξάς επιχείρησε να διερευνήσει τη δυνατότητα απεμπλοκής από την Αγγλία και συμβιβασμού με τις απαιτήσεις του φασιστικού μπλοκ της Ευρώπης.
Ο ίδιος περιέγραψε αυτό το θέμα στη συνάντηση που είχε, στις 30 Οκτωβρίου του 1940, με τους ιδιοκτήτες και τους αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου, σημειώνοντας πως για να αποφύγει η Ελλάδα τον πόλεμο θα έπρεπε να προσχωρήσει στον συνασπισμό των φασιστικών χωρών της Ευρώπης, καταβάλλοντας όμως βαρύτατες θυσίες: «Μου εδόθη να καταλάβω», έλεγε ο Μεταξάς για τις βολιδοσκοπήσεις που είχε κάνει προς τη μεριά του φασιστικού Αξονα, «ότι η προς τους Ελληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις ότι αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο "εις το ελάχιστον δυνατόν".
Μας εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς. Δηλαδή θα έπρεπε διά να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν με το άπλωμα του δεξιού χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν.
Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Αγγλοι θα έκοβαν και αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των… Θα εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, αλλά τρεις αυτήν την φοράν Ελλάδες.
Η πρώτη θα ήτο η επίσημος των Αθηνών η οποία είχεν φθάσει εις την πόρωσιν και το κατάντημα διά να αποφύγη τον πόλεμον να δεχθή να γίνη εθελοντής δούλος, πληρώνουσα μάλιστα την τιμήν αυτήν και με την συγκατάθεσίν της να αυτοακρωτηριασθή τραγικώτατα, παραδίδουσα εις την δουλείαν πληθυσμούς αμιγώς Ελληνικούς και μάλιστα δύναμαι να είπω τους Ελληνικωτέρους των Ελληνικών τοιούτους. Δευτέρα θα ήτο η πραγματική Ελλάς.
Δηλαδή η παμψηφία της κοινής γνώμης του Εθνους, το οποίον ποτέ δεν θα απεδέχετο την εκουσίαν του υποδούλωσιν πληρωνομένην μάλιστα με εθνικόν ακρωτηριασμόν αφόρητον και ισοδυναμούσαν με οριστικήν ατίμωσιν και μελλοντικήν βεβαίαν εκμηδένισιν του Ελληνισμού ως εννοίας και οντότητος, εκμηδένισιν πρώτον ηθικήν και δεύτερον εν συνεχεία της ηθικής και υλικήν.
Τρίτη τέλος θα προέκυπτε μία ακόμη Ελλάς, η Ελλάς την οποίαν δεν θα παρέλειπον να δημιουργήσουν, φυσικά με την επίκλησιν του δημοκρατισμού, οι δημοκρατικοί Ελληνες υπό την κάλυψιν του βρετανικού Στόλου εις τας νήσους, Κρήτην και εις τας άλλας.
Η τρίτη αυτή Ελλάς, η "Δημοκρατική" θα είχε με το μέρος της όχι μόνον την πρόθυμον υποστήριξιν της Αγγλίας εις την οποίαν θα έδιδε το δικαίωμα να καλύψη τας νήσους μας, καλυπτομένη και η ιδία εις την Βόρειον Αφρικήν, αλλά θα είχε με το μέρος της και το Εθνικόν δίκαιον.
Η ηθική της δύναμις λοιπόν θα απερρόφα μοιραίως την επίσημον Ελλάδα, διότι θα διέθετεν η τρίτη αυτή Ελλάς, την ανεπιφύλακτον έγκρισιν και ενίσχυσιν της ανεπισήμου, της "δευτέρας" Ελλάδος, της Εθνικής δημοσίας γνώμης εν τη παμψηφία της». Με τα παραπάνω ο Μεταξάς ομολογεί απερίφραστα ότι το δικό του ΟΧΙ ήταν το ΟΧΙ του ελληνικού λαού, το οποίο γνώριζε και με το οποίο αναγκάστηκε να συμμορφωθεί.
Αποδεικνύεται επίσης ότι ο φασισμός ιστορικά, γερμανικός ή ιταλικός, δεν ήταν ποτέ φιλικά διακείμενος με τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Κι αυτό, ίσως, είναι ένα χρήσιμο δίδαγμα για το σήμερα.
TA NEA