Δημήτρης Γερακούδης
Δοθείσης ευκαιρίας της εθνικής μας εορτής και αποσβολωμένος από τη σημερινή κατοχική εικόνα του έθνους, θυμήθηκα ιστορίες της Γιαγιάς μου για τότε, την πρώτη φορά των Γερμανών στην Ελλάδα.
Ιστορίες για ημέρες λιμού, ιστορίες προδοσίας, ματωμένες σελίδες εθνικής καταισχύνης, που τελικά δεν διαφέρουν και πολύ από τις σημερινές ιστορίες που βιώνουμε καθημερινά. Ή μάλλον διαφέρουν, ως προς την πραγμάτωση του τότε και του τωρινού γίγνεσθαι.
Τότε το είναι, σήμερα το φαίνεσθαι…
Τότε, οι δωσίλογοι, οι οποίοι καλυπτόμενοι από τη γνωστή κουκούλα «έδιναν» στεγνά πατριώτες.
Σήμερα, οι μισοί από εμάς, για όλα τα δεινά που μας συμβαίνουν, «δείχνουμε» τον διπλανό μας, ως μια εκδήλωση μνημονιακής φιλαλληλίας. Αδίστακτα. Δίχως κουκούλα.
Τότε ήξερες για τον κατακτητή, οι φορεσιές του είχαν χρώμα.
Σήμερα, ούτε στολές ούτε χρώματα. Μόνο κουστούμια και λαιμοδέτες που διαφεντεύουν ανάμεσά μας.
Τότε υποκύπταμε έστω και προσωρινά σε έναν Χίτλερ.
Σήμερα «σκύβουμε» σε μια φούστα και σε έναν μισάνθρωπο.
Τότε οι κατακτητές αντίκριζαν Έλληνα και τον αντιμετώπιζαν με το χέρι στο όπλο, ως ήρωα, ικανό για τα πάντα.
Σήμερα οι αλλότριοι μας αντιμετωπίζουν, ως επαίτη με το χέρι στην τσέπη, έμφοβος για όλα.
Τότε στη χειρότερη υπήρχαν οι γαλέτες.
Σήμερα τα απομεινάρια στα σκουπίδια και στην καλύτερη τα … ληγμένα, από τα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Όνειδος!
Τότε όσο δεν πεθαίναμε ήμασταν ελεύθεροι.
Σήμερα όσο ζούμε είμαστε σκλαβωμένοι.
Τότε ήμασταν υπερήφανοι για την πολιτιστική μας κληρονομιά που κληροδοτήσαμε στην ανθρωπότητα.
Όπως αυτό της Αφροδίτης της Μήλου, που ολόκληρη η ανθρωπότητα επιδείκνυε με το δάκτυλο.
Σήμερα βλέποντάς το, προσέχουμε … μόνο το δάκτυλο. Το μεγαλείο πέρασε σε δεύτερη μοίρα.
Αλλά και η Δημοκρατία του Κλεισθένη «μασκαρεύτηκε» σε Δημοκρατία της πλειοψηφίας (ροπή του ανθρώπου προς αδικία), που στο όνομά της διαπομπεύεται ο πλανήτης καθημερινώς.
Πως σε κατάντησαν έτσι Έλλην, απόγονε του μύστη Σωκράτη, του Χαρισματικού και Πανούργου Θεμιστοκλή (Θέμη, έπρεπε εκείνη την ημέρα του Σεπτεμβρίου, στην Σαλαμίνα «να μην έδινες τη δόση» να βλέπαμε σήμερα αν η μέρκελ φόραγε μπούρκα και ο ομπάμα φέσι…), του τιμημένου και αλησμόνητου Λεωνίδα, του Αλεξάνδρου του Μέγα, του Αγωνιστή Ήρωα Παπαφλέσσα και άλλων Ανδρών αξιών και αθάνατων στη μνήμη μας.
Πως σε κατάντησαν έτσι Έλλην, να σε χλευάζουν μια χούφτα αναρχοάπλυτων, που για το ανθελληνικής προέλευσης χαρτζιλίκι τους, σε ατιμάζουν, αγνοώντας σύνορα, ιστορία, αξίες, ιδανικά, αρετές, ιερά και όσια, την ίδια σου την ύπαρξη.
Πως σε κατάντησαν έτσι Έλλην, να σε εμπαίζουν και να σε διασύρουν, σήμερα, κάτι ηλίθια τσογλάνιδια του κερατά, απόγονοι του Εφιάλτη και του Πήλιου Γούση.
Από τη λεβέντικη και παλικαρίσια απάντηση: «Μολών Λαβέ», στις αδελφίστικες ερωτήσεις «επαναδιαπραγμάτευση;», «αξιολόγηση;», «ρύθμιση;».
Από το Εκκωφαντικό: «ΌΧΙ», στο υποτακτικό από ένα τσούρμο αλητήριων: «ναι σε όλα».
Από το Ηχηρό: «ΑΕΡΑΑΑ….», στο προδοτικό «εγκαταλείψτε» της μαύρης εκείνης θάλασσας, των γκρίζων Ιμίων.
Που να ήξερες πολυμήχανε Έλλην όταν επινόησες τον Δούρειο Ίππο για τις κατακτήσεις σου, ότι μερικούς αιώνες αργότερα, θα υποδουλωθείς και εσύ από έναν Δού-λ-ειο Ίππο, ονομαζόμενο Ευρω-παϊκή Ένωση.
«Δυστυχής! Παρηγοριά μόνη σοῦ ἕμενε νά λές περασμένα μεγαλεῖα καί διηγώντας τα νά κλαῖς.»
Όπερ έδει δείξαι.
Λαός που λησμονεί την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει!
Κι όμως, ορισμένοι, ακόμη και σήμερα, προσδοκούν στο:
«και σαν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὦ χαῖρε, Ἐλευθεριά!»
Πότε; Πώς; Από ποιους;
Από την κουρασμένη γενιά της κατοχής, που βίωσε εμφύλιο και Χούντα;
Από αυτούς, της επόμενης γενιάς, οι οποίοι υπό το φόβο να μην ζήσουν και αυτοί με τη σειρά τους στερήσεις, ανταλλάσουν τη ραθυμία τους, με την ψευδαίσθηση της κατοχής ανήθικων προνομίων που θαρρούν ότι τους έχουν απομείνει, από την εποχή της διαφθοράς;
Μήπως από τη γενιά αυτής που τη χλευάζουμε για την αμάθειά τους -προϊόν των καταλήψεων στα σχολεία- ;
Η μήπως από την επόμενη, αυτή της μειονότητας των Ελληνόπουλων που θα συνιστούν πλέον στα σχολεία, που για να κάμνουν το αυτονόητο μέχρι σήμερα, την πρωινή τους προσευχή ή την έγερση της σημαίας, στην ελαστικότερη των περιπτώσεων, να χρειάζεται συναίνεση του συλλόγου γονέων και κηδεμόνων;
Άπνους Ελλάς.
Εν τούτοις, υπάρχουν και οι άλλοι Έλληνες, που το ελληνικό πνεύμα είναι βαθιά λαξευμένο μέσα τους.
«… τὸ Ἑλληνικόν, ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα …»
Έλληνες, που απαυγάζουν από το μεγαλείο του Αριστοτέλη, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Ευριπίδη, του Ισοκράτη, του Σοφοκλή, του Επίκουρου, του Ηράκλειτου, του Θουκυδίδη.
Έλληνες, που σφυρηλατούνται μέσα από,
τους στίχους του Αισχύλου,
«Ώ παίδες Ελλήνων, ίτε ελευθερούτε πατρίδ’ ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων νυν υπέρ πάντων …»
του Κωστή Παλαμά,
«Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα,
ραγιάδες έχεις, μάννα γη, σκυφτούς για το χαράτσι …»
τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου,
«Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα …»
τις «Θερμοπύλες», του Καβάφη,
«Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.».
Από την «Ελευθερίαν» του Σολωμού,
«Παλληκάρια μου, οἱ πολέμοι
γιὰ σᾶς ὅλοι εἶναι χαρά,
καὶ τὸ γόνα σας δὲν τρέμει
στοὺς κινδύνους ἐμπροστά.»
το «Άξιον Εστί», του Ελύτη.
Μα φυσικά, από το «Θούριο», του Ρήγα Φεραίου!
Έλληνες, που πεισμώνουν και σφίγγουν τα δόντια, από τις ανιδιοτελείς θυσίες του Νικηταρά, του Μπότσαρη, του Διάκου, της Μπουμπουλίνας …
Που με καμάρι έχουν σιγοτραγουδήσει Θεοδωράκη, Ξυλούρη, Βέμπο …
Που αισθάνονται δέος όταν περπατούν στα ιερά χώματα του Ολύμπου, της Βεργίνας, των Δελφών, του Σουλίου, του Διστόμου, της Μονής της Αγίας Λαύρας και του Λιμποβισίου.
Που αναριγούν αντικρίζοντας στα ακριτικά φυλάκια, τον τελευταίο Έλληνα φαντάρο να πράττει το καθήκον του.
Έλληνες, που θα θυμούνται πάντα τους υποπλοιάρχους Χριστόδουλο Καραθανάση, Παναγιώτη Βλαχάκο και τον αρχικελευστή Έκτορα Γιαλοψό που «έπεσαν» για την πατρίδα, δίχως να σκεφτούν πολιτικές σκοπιμότητες, διαπραγματεύσεις, νομίσματα, μισθούς, θεσμούς, δίχως να σκεφτούν τις οικογένειές τους.
Όσα χρόνια και αν περάσουν, η μνήμη των τριών πεσόντων θα ΖΕΙ στην ψυχή και στην καρδιά, όλων όσων αισθάνονται Έλληνες!
Το ακούτε; ΔΕΝ ξεχνάμε!
Έλληνες, έτοιμους να «σχίσουν τελαμώνα», όταν ακούνε τη φωνή του Έλληνα πιλότου, τη στιγμή που αναχαιτίζει τουρκικό μαχητικό.
Που έχουν παρελάσει με υπερηφάνεια, στις εθνικές μας εορτές, πίσω από την Ελληνική μας σημαία, αναγνωρίζοντας τις θυσίες των προγόνων μας, στις ρίγες της.
Που έχουν σταθεί για λίγες στιγμές, με ταπεινότητα και ευλάβεια, μπροστά στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, εκφράζοντας σιωπηλά την ευγνωμοσύνη τους, για αυτά τα ολίγα που με θυσίες τους παραδόθηκαν: ευλογημένη γη, θάλασσα και γαλανό ουρανό.
Που έχουν ως μοναδικό χρέος στη ζωή τους, να κληροδοτήσουν στα παιδιά τους, έστω και μια στάλα ελπίδα για το αύριο, αντί της σημερινής δανεικής και βολεμένης οικονομική ψευδαίσθηση άνεσης.
Έλληνες, που γνωρίζουν ότι αυτοί που εκφοβίζουν τους άλλους, είναι οι ίδιοι που φοβούνται.
Που επιλέγουν να «πολεμήσουν στη σκιά», αντί να υποταχτούν.
Που λυγάνε και «γονατίζουν», πού και πού ανά τους αιώνες, με το κεφάλι όμως ψηλά.
Κι ο Έλληνας γονατίζει δια να ψάξει «μέσα» του, προκειμένου να ξεθάψει τα ελληνικά ιδεώδη, με τα οποία έχει ενσαρκωθεί μαζί, από τον κόσμο των ιδεών. Για να κοιτάξει μπροστά και να συνειδητοποιήσει ότι γονάτισε μόνο για να «ευλογηθεί». Κι δια να ατενίσει προς τα πάνω, προκειμένου να σηκωθεί ξανά και να σταθεί στα πόδια του πιο δυνατός.
Κι όταν σηκωθεί, θα βοηθήσει και τον διπλανό του να σηκωθεί.
Κι αυτός με τη σειρά του τον διπλανό του …
Και τότε,
«Καιρός είν’ της Πατρίδος ν’ ακούστε τη λαλιά.»!
Καλή Λευτεριά