Του Παντελή Αρέθα
Καλά είναι να ξέρει κανείς πολλές γλώσσες. Και καλά είναι να τις ξέρει καλά. Αλλά, η υψηλού επιπέδου γνώση πολλαπλών ξένων γλωσσών είναι κάτι πολύ δύσκολο και θέλει πολλή προσπάθεια, χρόνο και κόπο. Όποιος όμως τελικά το έχει καταφέρει, αναγνωρίζει ότι, η εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι μια από τις καλύτερες, αν όχι η καλύτερη επένδυση που μπορεί να κάνει κανείς στην προσωπική του μόρφωση· αυτό ισχύει ιδιαίτερα για κατοίκους χωρών όπως η Ελλάδα, που η γλώσσα τους, απλά δεν εξάγεται.
Με τον τρόπο που έχουν εξελιχθεί τα πράγματα σήμερα, η μόρφωση απαιτεί περισσότερη προσπάθεια και χρόνο από ποτέ. Όσο και να έχει εξελιχτεί η τεχνολογία, όσο και να έχει κάνει την πρόσβαση στη γνώση φτηνή και δυνατή σε όλους, ο όγκος και μόνο της γνώσης είναι τεράστιος για να γίνει κάποιος ειδικός στο οτιδήποτε.
Συγκεκριμένα με τις γλώσσες, μπορεί κανείς να ασχολείται με μία και μόνο γλώσσα όλη του τη ζωή και να μην καταφέρει να την μάθει στην εντέλεια σε όλες της τις εκδηλώσεις.
Παρόλα τα αποθαρρυντικά παραπάνω όμως, ο κάθε ένας που θέλει να θεωρεί τον εαυτό του μορφωμένο και ικανό να επιφέρει σοβαρή γνώμη, ιδιαίτερα για επιστημονικά ή γεωπολιτικά θέματα, πρέπει να μάθει όσο το δυνατόν καλύτερα τη δική του γλώσσα, και επιπρόσθετα, την ξένη γλώσσα που στην εποχή του έχει τη μεγαλύτερη παγκόσμια απήχηση.
Στην εποχή μας, η ξένη γλώσσα που κυριαρχεί παγκόσμια είναι τα Αγγλικά.
Με τα Αγγλικά να κυριαρχούν στο παγκόσμιο εμπόριο, στην μάθηση, στην πληροφόρηση, στο διαδίκτυο και στη σύγχρονη τεχνολογία σήμερα, δεν μπορεί κανένας, σε κανένα επάγγελμα να θεωρεί τον εαυτό του ειδήμονα, αν δεν ξέρει Αγγλικά.
Για κακή μας τύχη, στην Ελλάδα έγινε πρωθυπουργός ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν ήξερε Αγγλικά και προσπαθεί να τα μάθει τώρα τροχάδην, κυριολεκτικά μπροστά στις κάμερες, με αποτέλεσμα να κάνει απαράδεκτα λάθη και να γελάει μαζί του και μαζί μας όλη η υφήλιος.
Όταν βρίσκεσαι σε περιβάλλον που απαιτεί να παίζεις τα Αγγλικά στα δάχτυλα, δεν μπορείς να προσποιηθείς ότι ξέρεις, αν δεν ξέρεις. Παραδόξως, οι αγγλόφωνοι αντιλαμβάνονται λιγότερο την άγνοια κάποιου που προσποιείται ότι ξέρει Αγγλικά καλά, ενώ το αντίθετο ισχύει με όσους μιλούν Αγγλικά καλά σαν επιπρόσθετη γλώσσα. Αυτοί που χρησιμοποιούν τα Αγγλικά καλά σαν επιπρόσθετη γλώσσα, αμέσως καταλαβαίνουν τον «κρυψάκια». Αναγνωρίζουν αμέσως το αρχάριο στάδιο στο οποίο βρίσκεται, διότι από εκεί έχουν περάσει και οι ίδιοι.
Όταν προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα με στοιχειώδη Αγγλικά σε περιβάλλον που βρίθει από κόφτρες και κόφτες, όπως είναι οι Ευρωπαϊκές πολιτικές συγκεντρώσεις, το μόνο που θα καταφέρεις, εκτός του να εισπράξεις την ελάχιστα καλυμμένη ταπεινωτική περιφρόνηση των άλλων φινετσάτων παρευρισκόμενων αγγλομαθών, είναι να αποκομίσεις έναν τεράστιο πονοκέφαλο. Όσο είσαι αναγκασμένος να παραμένεις εκεί στο συγκεκριμένο χώρο, θα κάνεις το σταυρό σου νοερά και θα εύχεσαι να περάσει η ώρα γρήγορα, να φύγεις από εκείνη τη χύτρα υψηλής πίεσης. Να πας να φας κάπου βρε αδερφέ, όπου θα βρεις ανακούφιση, περιτριγυρισμένος από τους δικούς σου παραμυθοχάφτες και κόλακες που μιλάνε τη γλώσσα σου και καταλαβαίνεις όλα όσα σου λένε, χωρίς να παθαίνεις κρυάδες πανικού ή να γεμίζει η πλάτη σου αγωνιώδη ίδρωτα.
Διότι, το πιο δύσκολο να καταφέρεις στη χρήση μιας ξένης γλώσσας δεν είναι να μπορείς να εκφράζεις αυτό που σκέφτεσαι, αλλά να καταλαβαίνεις τι σου λέει ο άλλος. Αυτό είναι γνωστό σε όλους όσους έχουν ταλαιπωρηθεί για την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, και ιδιαίτερα μιας γλώσσας όπως η Αγγλική, που έχει αρκετούς ήχους στην λεκτική της μορφή, πολύ διαφορετικούς από εκείνους της Ελληνικής.
Το πρόβλημα φυσικά δεν είναι μόνο οι διαφορετικοί ήχοι, αλλά και το ευρύ λεξιλόγιο που χρειάζεται να έχεις αφομοιώσει για να πιάνεις τα λεγόμενα του συνομιλητή σου. Κι από εκεί και πέρα, μπαίνουν και άλλα πράγματα στο χορό, όπως η αρχική ψιλοκουβεντούλα για να εξακριβώσεις τη διάθεση του συνομιλητή σου, και το να πιάνεις στον αέρα καμουφλαρισμένες προτάσεις που εμπεριέχονται σε κάποιο αθώο κατά τα άλλα σχόλιο, σημαντικούς υπαινιγμούς, έμμεσα ανοίγματα ή αποκαλύψεις επί καυτών θεμάτων κτλ.
Σε πολιτικές συναντήσεις ηγετών, όπως συχνά γίνεται στην Ευρώπη, η ουσία που κάνει τη διαφορά παίζεται πολύ στα προαναφερθέντα. Ο συνομιλητής σου, αν γλωσσικά βλέπει ότι κινείσαι στο ίδιο επίπεδο με το δικό του, αυτόματα σε παίρνει στα σοβαρά, σε σέβεται και σε βλέπει σαν δικαιωματικό μέλος του κλαμπ. Αν όχι, σου λέει κάτι γρήγορο και τυποποιημένα φιλικό, και σε παρατάει σύξυλο, για να «χαιρετήσει» κάποιον άλλον παρευρισκόμενο.
Το γεγονός ότι υπάρχουν μεταφραστές βοηθάει βέβαια για τη βασική συννενόηση. Αλλά, ο μεταφραστής δεν μπορεί να μεταδώσει υπονοούμενα, αστειάκια, έμμεσα μηνύματα, ειδικά σινιάλα, και άλλα τέτοια λεπτομερειακά, ούτε μπορεί να γκρεμίσει τον τοίχο που μπλοκάρει την έξυπνη και στενή προσέγγιση μεταξύ συνομιλητών για την ανάπτυξη προσωπικής σχέσης, ούτε να σου ανοίξει την πόρτα του χώρου όπου πραγματικά κλείνονται οι συμφωνίες και διαμορφώνονται τα ουσιαστικά αποτελέσματα.
Αν λοιπόν δεν ξέρεις Αγγλικά καλά σε τέτοιες καταστάσεις είναι σαν να βρίσκεσαι στο ρινγκ με θολωμένα τα μάτια και με πιασμένη τη μέση σου, και δεν μπορείς ούτε να δεις καλά ούτε να κινηθείς με την απαιτούμενη ευελιξία. Και καταλήγεις να τρώς άγριο ξύλο.
Βέβαια, μπορεί να ξέρεις Αγγλικά τέλεια, και πάλι να φας ξύλο, λόγω του ότι ο αντίπαλός σου είναι κλάσεις ανώτερος από εσένα σε πολλά άλλα, και επίσης λειτουργεί από πλεονεκτική θέση. Αλλά, με το να μην ξέρεις Αγγλικά καλά, οι πιθανότητες εσύ να δείρεις είναι μηδέν.
Έτσι λοιπόν, για να κρύψεις τη αμηχανία σου και τη στραβομάρα σου, χασκογελάς υπέρμετρα όταν δεν καταλαβαίνεις τι σου λένε, αλλάζεις θέμα, ή κάνεις πως συμβουλεύεσαι τον διπλανό σου, και τον ρωτάς χαμηλόφωνα, «τι στο διάολο είπε τώρα;» φοβισμένος, μπας και είναι κανένα μικρόφωνο ανοιχτό εκεί κοντά και δεν το έχεις πάρει χαμπάρι ή καμιά βιντεοκάμερα ανοιχτή και καταλήξεις το ανέκδοτο της ημέρας στο You Tube. Φανταστήτε κάμποσες ώρες με τέτοια ανελέητη πρέσα, με σένα στο επίκεντρο, άλλα να πιάνεις, άλλα να μισοχάνεις, άλλα να σου διαφεύγουν εντελώς, από δω κι από κει, χωρίς σταματημό, και με μια ολόκληρη χώρα να περιμένει αγωνιωδώς από εσένα ελπιδοφόρα αποτελέσματα. Κούνια που τους κούναγε.
Αυτά έχει πάθει ο Τσίπρας.
Αυτόν τον άνθρωπο έβαλαν οι Έλληνες στη θέση του πρωθυπουργού στις τελευταίες εκλογές. Και περίμεναν ότι αυτός ο άνθρωπος θα πήγαινε στην Ευρώπη και θα έβαζε των Ευρωπαίων τα δύο πόδια μέσα σε ένα παπούτσι.
Και δεν μπορούν ακόμα να αποδεχτούν ή να χωνέψουν πως ο Τσίπρας, σέρνοντας την Ελλάδα και τους Έλληνες μαζί του, θα βγαίνει πάντα άγρια «ξυλοδαρμένος», κάθε φορά που πάει να διαπραγματευτεί το οτιδήποτε στην Ευρώπη ή οπουδήποτε αλλού, μακριά από τους παραμυθοχάφτες ψηφοφόρους του.