Ηλίας Κουρεμένος
Οικονομολόγος
Οικονομολόγος
Επειδή κάποιοι (περιλαμβανομένων Πανεπιστημιακών - και εδώ είναι η τραγωδία) δεν αντιλαμβάνονται πως η υψηλή φορολογία πλήττει την ανταγωνιστικότητα παρακάτω δίνεται η εξήγηση.
Αρχικά, έχει σημασία να διευκρινίσουμε ότι δεν αναφερόμαστε σε μονοπωλιακές επιχειρήσεις, όπως είναι επιχειρήσεις υποδομών. Παραδείγματα τέτοιων επιχειρήσεων είναι τα λιμάνια και τα αεροδρόμια.
Οι μέτοχοι αυτών των υπό ιδιωτικοποίηση κρατικών επιχειρήσεων υποδομών και 60% φορολογία κερδών να έχουν, δεν έχουν πρόβλημα ακριβώς διότι δεν αντιμετωπίζουν ανταγωνισμό.
Ο συντελεστής φορολόγησης επηρεάζει το προσφερόμενο τίμημα για την αγορά μιας κρατικής εταιρίας - μονοπωλίου, αλλά όχι την ανταγωνιστικότητα της, πολύ απλά διότι δεν υπάρχουν ανταγωνιστές.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, το κυρίως θέμα μας με ένα παράδειγμα που αναφέρεται σε μια εμπορική ή βιομηχανική επιχείρηση που μεταπωλεί ή παράγει ένα καταναλωτικό προϊόν, επιχείρηση που δρα σε ανταγωνιστικό περιβάλλον:
Σενάριο Α. Ανώνυμη Εταιρία στην Ελλάδα: Έστω ότι πουλάει 100.000 τεμάχια με κόστος 500.000 ευρώ και έσοδα 1.000.000 ευρώ, άρα κέρδος προ φόρου 500.000. Με συντελεστή φορολόγησης περίπου 40% (περιλαμβανομένου του φόρου μερισμάτων 15%) προκύπτει φόρος 200000 ευρώ και 300.000 καθαρό κέρδος.
Σενάριο Β. Εταιρία στη Βουλγαρία: Με τα ίδια δεδομένα προϊόντος, κόστους και εσόδου, και άρα κέρδους, επειδή ο συντελεστής φορολόγησης είναι 15%, προκύπτει φόρος 75.000 ευρώ και άρα καθαρό κέρδος 425.000 ευρώ.
Εάν τώρα ο ιδιοκτήτης της Ελληνικής ανώνυμης εταιρίας θέλει να πιάσει το ίδιο καθαρό κέρδος με αυτό που βγάζει ο επιχειρηματίας της Βουλγαρικής εταιρίας, δηλαδή 425.000 ευρώ, θα πρέπει να παράγει κέρδος 708.333 ευρώ (=100/60*425000)! Πρέπει, δηλαδή να παράγει κέρδη προ φόρου κατά 41,7% παραπάνω (708333/500000=1,417)!
Θα πρέπει, λοιπόν, είτε να αυξήσει τα έσοδα είτε να μειώσει το κόστος είτε και τα δύο, κάτι εξαιρετικά δύσκολο.
Ας δούμε πρώτα την δυνατότητα ανταγωνισμού από πλευράς κόστους. Η Ελληνική εταιρία έχει αυξημένο κόστος εργασίας, αφού και οι μισθοί και οι εργοδοτικές εισφορές είναι σαφώς ψηλότερα από ότι στη Βουλγαρία. Επίσης έχει αυξημένο κόστος αγοράς υλικών και υπηρεσιών, στον βαθμό που αυτά είναι από Έλληνες προμηθευτές, ακριβώς διότι και αυτοί τιμολογούν ακριβά τις υπηρεσίες/αγαθά τους, λόγω της υψηλής φορολόγησης των κερδών τους, που ισχύει για κάθε επιχείρηση στην Ελλάδα. Εάν τα υλικά αγοράζονται από χώρα εκτός Ελλάδος με χαμηλό κόστος, τότε μπορεί αυτά να κοστίζουν φτηνά, αλλά το ίδιο πλεονέκτημα μπορεί να ισχύει και για την Βουλγαρική εταιρία. Καταλήγουμε ότι η Ελληνική εταιρία, θα έχει κόστος λειτουργίας είτε ψηλότερο είτε ίσο με αυτό της Βουλγαρικής, πάντως όχι χαμηλότερο, άρα δεν μπορεί να είναι πιο ανταγωνιστική από πλευράς κόστους.
Από πλευράς εσόδων, η Ελληνική εταιρία για να πετύχει μεγαλύτερα έσοδα, θα πρέπει να πουλάει είτε σε ψηλότερες τιμές είτε σε μεγαλύτερες ποσότητες. Εάν πουλάει σε ψηλότερες τιμές, αργά ή γρήγορα, η αγορά θα το μάθει, θα προτιμήσει φτηνότερους ανταγωνιστές και έτσι οι πωλήσεις αυτές θα μειωθούν. Η πώληση μεγάλων ποσοτήτων είναι η επόμενη εναλλακτική για την αύξηση των εσόδων. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, θα πρέπει τα πωλούμενα τεμάχια να είναι κατά 41,7% περισσότερα, δηλαδή 141.700 (αντί 100.000).
Η λύση, λοιπόν, που ΦΑΙΝΕΤΑΙ πιο ρεαλιστική (σε σχέση με την δυνατότητα της Ελληνικής εταιρίας για ψηλότερες τιμές ή /και χαμηλότερο κόστος) είναι η αύξηση του τζίρου μέσω της πώλησης μεγαλυτέρων ποσοτήτων.
Όμως, πόσο πραγματικά ρεαλιστική ΕΙΝΑΙ η λύση για αύξηση των πωλήσεων κατά 42%; Πόσο εύκολο για μια επιχείρηση είναι να στοχεύει σε πωλήσεις μεγάλου όγκου για να παράγει καθαρά κέρδη, που μπορεί να τα παράγει – εάν ήταν σε άλλη χώρα – πουλώντας πολύ μικρότερο όγκο; Γιατί, δηλαδή, μια εταιρία να υποστεί αυτή την βάσανο; Στην πράξη, πόσες επιχειρήσεις υπάρχουν που επιλέγουν αυτό τον δύσκολο δρόμο;
Η απάντηση είναι: ολοένα και λιγότερες.
Όποιες τον επιλέγουν, το κάνουν για διάφορους λόγους (π.χ. πατριωτισμό, μεγάλη δέσμευση κεφαλαίων σε πάγιο εξοπλισμό, κ.α.), αλλά είναι ολοένα λιγότερες από τον αυξανόμενο αριθμό εταιριών που προτιμούν την μεταφορά τους στη Βουλγαρία και εν γένει σε άλλες χώρες με χαμηλή φορολόγηση.
Άρα, μια Ελληνική επιχείρηση και από πλευράς εσόδων πολύ δύσκολα ή καθόλου μπορεί να ανταγωνιστεί μια επιχείρηση που λειτουργεί σε μια χώρα με χαμηλή φορολόγηση των κερδών της.
Συνεπώς, και θεωρητικά, όπως φαίνεται από το παρόν άρθρο, και στη πράξη, όπως φαίνεται από το τι γίνεται στην αγορά, η υψηλή φορολόγηση των Ελληνικών επιχειρήσεων πλήττει την ανταγωνιστικότητα τους, και για αυτό πάμπολλες από αυτές αναγκάζονται είτε σε κλείσιμο είτε σε μετακόμιση εκτός Ελλάδος.
Εννοείται ότι η ψηλή φορολόγηση δεν είναι ο αποκλειστικός λόγος αλλά είναι πολύ σημαντικός για την βύθιση της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα.