Του ΜΑΡΙΟΥ ΕΥΡΥΒΙΑΔΗ
Από τον Ιούνιο του 1967 το κράτος του Ισραήλ το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως “εβραικό” κράτος, δηλ. ως μή κοσμικό, αγωνίζεται να αποικίσει τα εδάφη που απέκτησε με τον επιδρομικό του πόλεμο του 1967, δηλαδή την Ανατολική Όχθη του ποταμού Ιορδάνη- που συμπεριλαμβάνει και την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τα συριακά υψώματα του Γκολάν.
Το πιο πρακτικό εργαλείο του Ισραήλ για την επίτευξη του στόχου του είναι το Ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του 1967 το οποίο με μια επιτήδεια διατύπωση-στην αγγλική του έκδοση-των Δυτικών, αναφέρεται στην επιστροφή “εδαφών” με αντάλλαγμα την ειρήνη, και όχι “των εδαφών” που κατακτήθηκαν μέσω του πολέμου, ανοίγοντας έτσι ένα “παράθυρο” για τους Ισραηλινούς.
Επιπλέον το εβραϊκό κράτος επικαλείται και το “θεϊκό-ηθικό” επιχείρημα πως ως περιούσιος τάχατες λαός δικαιούται, με τη “βούλα” του Ιαχωβά, όλα τα εδάφη του ιστορικού Ισραήλ και πως συνεπώς στον αγώνα του για να “εξεβραίσει” τα κατεχόμενα εδάφη, κατέχει το ηθικό πεδίο της μάχης έναντι όλων των αντιπάλων του.
Φέτος συμπληρώνονται 50 χρόνια από τον πόλεμο του 1967 (συμπληρώνονται επίσης και 70 από τη απόφαση του ΟΗΕ του 1947 για τη δημιουργία 2 κρατών – όχι ενός-στην Παλαιστίνη και 100 από την Βρεττανική Διακήρυξη Μπάλφουρ για την δημιουργία “εβραϊκής εστίας” στην Παλαιστίνη).
Μετά από πενήντα χρόνια το Ισραήλ- το ισχυρότερο κράτος στην περιοχή και από τα ισχυρότερα κράτη στον κόσμο που κατέχει και πυρηνικά όπλα- αδυνατεί να πραγματώσει την στρατηγική του να “νομιμοποιήσει” τον εποικισμό στα κατεχόμενα από το 1967 παλαιστινιακά- αραβικά εδάφη. Ούτε έχει καταφέρει να νομιμοποιήσει την “προσάρτηση” της Ανατολικής Ιερουσαλήμ και την ανακύρηξή της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ το 1980, επί πρωθυπουργίας του Μενάχαμ Μπέκιν- πνευματικού πατέρα του Μπέντζαμιν Νετανιάχου. Ούτε και η Ουάσιγκτον, που είναι ο ισχυρότερος σύμμαχος του Ισραήλ, δεν αποδέχεται την πολιτική εποικισμού και αρνείται να αποδεχτεί την Ιερουσαλήμ ως “πρωτεύουσα” του Ισραήλ. Και παρά τις “ελπίδες” πως ο φιλο-Ισραηλινός νέος αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλτ Τράμπ υπόσχεται στους Ισραηλινούς και τους αμερικανο-εβραίους “λαγούς και πετραχήλια” αναφορικά με την Ιερουσαλήμ και τον εποικισμό, θα συγκρουστεί και αυτός με την πραγματικότητα της αδυναμίας νομιμοποίησης πολιτικών που προκύπτουν από πολέμους και τη χρήση κρατικής βίας στην μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο εποχή, διότι ο πόλεμος έχει προγραφεί ως παράνομος και ως εργαλείο πολιτικής από την Χάρτα του ΟΗΕ.
Το Ισραήλ αδυνατεί να νομιμοποιήσει την στρατηγική του διότι δεν κατέχει το ηθικό πεδίο της μάχης στο συγκεκριμένο ζήτημα. Και το πιο σημαντικό είναι πως δεν μπορεί να το αποκτήσει και ας χτυπιέται “χίλια χρόνια τούρκικα” που λέει και ο λαός.
Είναι για τον λόγο αυτό που είχαμε πρόσφατα μια καθόλα υστερική αντίδραση στο Ισραήλ λόγω ενός, επί του πρακτέου, “ανώδυνου” ψηφίσματος τος Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που καταδίκαζε την ισραηλινή πολιτική που το Τέλ Αβίβ ακολουθεί τα τελευταία 50 χρόνια.
Στις 23 Δεκεμβρίου 2016 πέρασε από το Συμβούλιο Ασφάλειας του ΟΗΕ το Ψήφισμα 2334 το οποίο καταδίκαζε τη συνεχιζόμενη πολιτική του Ισραήλ για τον εποικισμό της κατεχόμενης από το Ισραήλ, από το 1967, Δυτικής Όχθης (του ποταμού Ιορδάνη) και της Ιερουσαλήμ.
Στο δεκαπενταμελές σώμα, το Ψήφισμα πέρασε με 14 ψήφους υπέρ κα μία αποχή που υπήρξε, ωστόσο, καθοριστική. Ήταν η αποχή της κυβέρνησης Ομπάμα, δηλαδή η άρνηση των ΗΠΑ να ασκήσουν το δικαίωμα της αρνησικυρίας (βέτο) στο συγκεκριμένο ψήφισμα που επέτρεψε το πέρασμά του από το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Από πρακτικής πλευράς το Ψήφισμα υπήρξε ανώδυνο διότι αποφασίστηκε δια του Κεφαλαίου 6 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ το οποίο, αντίθετα με τις πρόνοιες του Κεφαλαίου 7, δεν επιβάλει κυρώσεις κατά του εβραϊκού κράτους για τη μή συμμόρφωση στην συνεχιζόμενη κρατική πολιτική του εποικισμού που υλοποιεί.
Όμως από πολιτικής σκοπιάς το Ψήφισμα έχει τεράστια σημασία διότι η κρατική πολιτική του αποικισμού του Ισραήλ καταδικάζεται απερίφραστα και απαιτείται ο τερματισμός της. Κατά δε την Τέταρτη Σύμβαση της Γενεύης του 1949, μάλιστα, η πολιτική του “εποικισμού” κατεχόμενων περιοχών από ένα κράτος χαρακτηρίζεται ως “έγκλημα πολέμου”.
Η υστερική αντίδραση του Ισραήλ, με αφορμή ένα ανώδυνο ψήφισμα του Σ.Α. κατά του εποικισμού της Δυτικής Όχθης και της Ιερουσαλήμ, καταδεικνύει πόσο υψίστης σημασίας είναι:
α) η κατοχή του ηθικού πεδίου της μάχης από ένα κράτος έναντι του/των αντιπάλων του και
β) και ως συνέπεια πως κανένα κράτος, όπως και κανένα άτομο δεν θέλει και δεν ανέχεται να στιγματίζεται και να δακτυλοδείχνεται ως παρίας-φταίχτης, δηλ. ως επιδρομέας-κατακτητής-πολεμοχαρής ή δολοφόνος, στα μάτια του κόσμου ή στή γειτονιά του.
Σε αντίθεση τώρα με το Ισραήλ, η Κύπρος κατέχει το ηθικό πεδίο της μάχης έναντι της επιδρομικής Τουρκίας και της πολιτικής του εποικισμού και της εθνοκάθαρσης που εφαρμόζει η Άγκυρα από το 1974. Όμως οι “αποικιακοί ευνούχοι”, της λευκωσιάτικης -κυρίως- νομενκλατούρας, πρωταγωνιστούν συνειδητά στην αποποίηση του μέγιστου αυτού ηθικού πλεονεκτήματος για χάριν της όποιας λύσης δηλ. μιας “τουρκικής ειρήνης” στην Κύπρο.
Υπάρχουν καλόπιστοι πολίτες που πραγματικά πιστεύουν – αν και λανθασμένα- πως μπορεί να υπάρξει “λύση” όχι τουρκικών προδιαγραφών και πως συνεπώς η μεγάλη πλειοψηφία του κυπριακού λαού θα πρέπει να κάνει κάποιες “εκπτώσεις” για χάριν της ειρήνης και του μέλλοντος. Τους πολίτες αυτούς πρέπει να τους πιστώνουμε με καλή πίστη. Αλλά μέχρι εδώ.
Ωστόσο υπάρχει και ένας εσμός από πνευματικά, πολιτικά, πολιτισμικά και υλικά εξωνημένων ανθρώπων που διαγκωνιζόμενοι προσπαθούν να αποποιηθούν του ηθικού πεδίου της μάχης και να το παραδώσουν στους επιδρομείς και στους Αττίλες, ελπίζοντας ή ακόμη χειρότερα, πιστεύοντας, στην “μεγαλοψυχία” τους.
Επικεφαλής του εσμού αυτού βρίσκεται ο Νίκος Αναστασιάδης -όχι ως Πρόεδρος αφού δεν σέβεται τον όρκο του ως θεσμικός θεματοφύλακας του κράτους αλλά αγωνίζεται συνειδητά να το καταλύσει- αλλά ως ένας πολιτικάντης του καφενείου, μαζί με τον “μπροστάρη του” τον Αβέρωφ Νεοφύτου και τον αεί γραφικό, και σχεδόν αεί βιοποριζόμενο από τους φορολογούμενους, τον φωνασκούντα Τορναρίτη.
Όλοι αυτοί μαζί με τον ΥΠΕΞ κ. Γιαννάκη Κασουλίδη, τον διαπραγματευτή Ανδρέα Μαυρογιάννη, που ενώ συμπράττει μας “μισοκλείνει” και το μάτι, θα περάσουν στο βιβλίο Γκίνες ως η εξωνημένη ηγεσία του τόπου η οποία συνέπραξε συνειδητά στην κατάλυση του κυπριακού κράτους.
Η επικείμενη κατάλυση του κυπριακού κράτους θα είναι ένα γεγονός χωρίς προηγούμενο στην ιστορία του διακρατικού συστήματος από το 1648 – από τότε δηλ. που με την Ειρήνη της Βεστφαλίας θεμελειώθηκε το σύγχρονο διακρατικό σύστημα- με το κράτος ως τον κεντρικό φορέα-παίκτη και τον κατ´εξοχή εγγυητή των εγγενών δικαιωμάτων και της ελευθερίας των λαών.