Του Paul Graig Roberts
[Πολύτιμο βοήθημα για το ξεκαθάρισμα των λέξεων από την δόλια παραχάραξή τους, την διάλυση της πνευματικής σύγχυσης που προκαλεί στη κοινή γνώμη το μεταλλασσόμενο λιμπρέτο και ενδυματολόγιο του οπερετικού πολιτικού προσωπικού, και την κατανόηση των αιτίων της βαθύτατης πολιτικής, κοινωνικής, πολιτιστικής και οικονομικής κρίσης που σαρώνει τον Δυτικό Κόσμο είναι το σημερινό άρθρο ενός κεκτημένου βαθιάς παιδείας Αμερικανού στοχαστή. Από τις τέσσερεις μόνο σελίδες του, ο αναγνώστης αποκομίζει έγκυρη όσο και συνοπτική πληροφόρηση για την ιστορία της Αριστεράς, τα αίτια του θανάτου της (στις ΗΠΑ αλλά και σε χώρες της κρίσιμης πολιτιστικής επιρροής τους) και την μεταθανάτια χρησιμοποίησή της ως ένδυμα μεταμφίεσης πολιτικών σαλτιμπάγκων και προκάλυμμα σκοτεινών επιχειρήσεων εγκληματικών εγκεφάλων τύπου Σόρος.]
Απόδοση: Μιχαήλ Στυλιανού
Σε αρκετές περιπτώσεις είχα θέσει στις στήλες μου το ρητορικό ερώτημα: Τι έγινε η Αριστερά; Σήμερα θα απαντήσω στο ερώτημα. Η απάντηση είναι ότι η Ευρωπαϊκή και η Αμερικανική Αριστερά, η οποία παραδοσιακά αγωνιζόταν για την εργατική τάξη ( ψωμί και ειρήνη) δεν υπάρχει πια. Η υπόθεση για την οποία αγωνίζονται τώρα, αυτοί που παριστάνουν πως είναι η σημερινή «Αριστερά », είναι η πολιτική της ταυτότητας (τίτλου, ταμπέλας, σφραγίδας).
Η «Αριστερά» δεν αγωνίζεται πια για την εργατική τάξη, την οποία απορρίπτει με περιφρόνηση ως τους «αξιοθρήνητους του Τραμπ», δηλαδή άτομα που χαρακτηρίζει ο ρατσισμός, ο μισογυνισμός, η αποστροφή προς τους ομοφυλόφιλους. Αντίθετα, η «Αριστερά» υπερασπίζεται τις υποτιθέμενες περιθωριοποιημένες ομάδες-θύματα: τους έγχρωμους, τους ομοφυλόφιλους, τις γυναίκες και τους ερμαφρόδιτους. Tα κοινά WC (ανδρών/γυναικών), θέμα πολεμικής (στις ΗΠΑ) που είναι απίθανο να κινητοποιήσει πολλούς Αμερικανούς, είναι πιο σημαντικό για την «Αριστερά» από την εργατική τάξη. Όλοι οι άνθρωπο με λευκή επιδερμίδα, εκτός από τους αριστερούς και τις θυματοποιημένες γυναίκες, είναι κατά τεκμήριο ρατσιστές. Ο ρατσισμός και η θυματοποίηση είναι οι εξηγήσεις για τα πάντα –για όλη την ιστορία, όλους τους θεσμούς, ακόμη και για το αμερικανικό Σύνταγμα. Αυτό το πρόγραμμα της «Αριστεράς» αποκόπτει την αριστερά από την τάξη των εργαζομένων, που έχουν εγκαταλειφθεί και από τα δυο πολιτικά κόμματα και έχει τερματίσει τη σύνδεση της «Αριστεράς» με το λαό.
Η Κατάρρευση της αριστεράς ως πραγματικής και αποτελεσματικής πολιτικής δύναμης ακολούθησε τη σοβιετική κατάρρευση. Οι προλετάριοι αντιστέκονταν στην εκμετάλλευσή τους και πριν τη δημοσίευση του Das Kapital του Μαρξ το 1867. Αλλά ο Μαρξ κατέστησε την εκμετάλλευση της εργασίας υπόθεση αγώνα που είχε με το μέρος του την Ιστορία. Η επανάσταση των μπολσεβίκων φάνηκε να επιβραβεύει τον Μαρξ με την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξεως και της ανακήρυξης του σοβιετικού κομμουνισμού.
Οι σοβιετικές πρακτικές διέψευσαν τις αριστερές ελπίδες και προσδοκίες, αλλά παρ’ όλα αυτά υπήρχε ένα σύστημα το οποίο μιλούσε εναντίον της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Όταν κατέρρευσε η Σοβιετική ΄Ενωση το 1991 οι νεοσυντηρητικοί και οι νεοφιλελεύθεροι διακήρυξαν πως η Ιστορία επέλεξε τον καπιταλισμό αντί της εργατικής τάξης και πως η πρόβλεψη του Μαρξ για τον θρίαμβο της εργατικής τάξης είχε αποδειχθεί λανθασμένη.
Η Σοβιετική κατάρρευση ώθησε την κομμουνιστική Κίνα και την σοσιαλιστικήν Ινδία να αλλάξουν την οικονομική πολιτική τους και να ανοίξουν τις αγορές τους στο ξένο κεφάλαιο. Χωρίς ανταγωνιστή, ο καπιταλισμός δεν ήταν πλέον αναγκασμένος να αυτοσυγκρατείται και να επιτρέπει την ευρεία πρόσβαση στην αύξηση του εισοδήματος και του πλούτου. Οι καπιταλιστές άρχισαν να τα μαζεύουν όλα για τον εαυτό τους. Πολλές μελέτες υπολόγισαν ότι τα κέρδη της παραγωγικότητας, τα οποία προηγουμένως πήγαιναν στην εργατική δύναμη, τώρα τα απομυζούσε αποκλειστικά ο μεγάλος πλούτος.
Η μια λεωφόρος προς τη συγκέντρωση του εισοδήματος και του πλούτου είναι η εξέλιξη της οικονομίας σε χρηματοπιστωτική ( τονίζει ο Μάϊκλ Χιούντσον και προαναγγέλλει ο Μαρξ στον 3ο Τόμο του Κεφαλαίου). Ο χρηματοπιστωτικός τομέας μπόρεσε να διοχετεύσει το διαθέσιμο εισόδημα της τάξης των εργαζομένων σε αμοιβές τραπεζών ( υποθήκες, δάνεια για αγορά αυτοκινήτων, δάνεια σπουδών, καταναλωτικά, πιστωτικές κάρτες).
Η άλλη λεωφόρος ήταν η εξαγωγή των αμερικανικών θέσεων εργασίας, την οποία ο Τραμπ σφοδρά αντιμάχεται. Κοιτάξτε τι συνέβη: Η Γουώλ Στρητ είπε στους Αμερικανούς βιομήχανους να μεταφέρουν την παραγωγή τους στη Κίνα για να αυξήσουν τα κέρδη τους χάρις στη φτηνότερη εργασία και το μικρότερο κανονιστικό κόστος, αλλιώς η Γουώλ Στρήτ θα χρηματοδοτήσει την επιθετική αγορά των εταιρειών τους και οι νέοι ιδιοκτήτες θα αυξήσουν τη κερδοφορία μεταφέροντας την παραγωγή στο εξωτερικό. Μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων διέταξαν τους προμηθευτές τους να χαμηλώσουν τις τιμές τους στα κινεζικά επίπεδα.
΄Οσο οι θέσεις απασχόλησης βρίσκονταν στις ΗΠΑ, το μεγαλύτερο μέρος του κέρδους παραγωγικότητας πήγαινε στους εργαζόμενους. ΄Ετσι, το πραγματικό μέσο οικογενειακό εισόδημα αυξήθηκε στη πορεία του χρόνου και η αγοραστική δύναμη του καταναλωτικού κοινού έδινε ώθηση στην αμερικανική οικονομία προς την επιτυχία, για ακόμη μεγαλύτερο τμήμα του λαού.
Όταν οι δουλειές μεταφέρθηκαν στην Ασία, η αύξηση του μέσου οικογενειακού εισοδήματος των εργαζομένων σταμάτησε και το εισόδημα μειώθηκε. Η μεγάλη προσφορά εργασίας και το χαμηλότερο κόστος στέγης στην Ασία εσήμαινε ότι οι ντόπιοι εργάτες δεν ήταν αναγκαίο να πληρωθούν την αξία της συμβολής τους στη παραγωγή. Η διαφορά μεταξύ του αμερικανικού και του ασιατικού ημερομισθίου ήταν μεγάλη και πήγαινε στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων, αυξάνοντας το ύψος των «δώρων απόδοσης» προς τα στελέχη τους και τα κέρδη κεφαλαίου (αύξηση της τιμής των μετοχών, από τα μεγαλύτερα κέρδη) για τους μετόχους.
Στο βιβλίο μου «Η αποτυχία του Καπιταλισμού του Laissez Faire», που δημοσιεύτηκε το 2013, υπολόγισα, με τις διαθέσιμες πληροφορίες της εποχής, ότι κάθε χίλιες βιομηχανικές θέσεις εργασίας που μεταφέρθηκαν στη Κίνα απέδιδαν στην αμερικανική εταιρεία εξοικονόμηση εργατικού κόστους 32.000 δολαρίων την ώρα. Αυτή η εξοικονόμηση κόστους δεν μεταφράσθηκε σε χαμηλότερες τιμές για τον Αμερικανό καταναλωτή της εξαχθείσας παραγωγής. Οι εξοικονομήσεις κόστους μεταφράστηκαν σε αύξηση των εισοδημάτων των στελεχών της επιχείρησης και των μετόχων. ΄Ετσι, η μετανάστευση των επιχειρήσεων επέτρεψε την μονοπώληση των κερδών παραγωγικότητας από τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων και τα στελέχη τους.
Αντί να ανταποκριθεί στη στήριξη της εργατικής τάξης από τον Τραμπ και τα μέτρα του υπέρ αυτής από την πρώτη βδομάδα της προεδρίας του –την κατάργηση της συμφωνίας ΤΤΡ και το κάλεσμα στους αυτοκινητοβιομηχάνους να επαναπατρίσουν τη παραγωγή τους- η «αριστερά» κινητοποιούνταν πέριξ μιας ομάδας-θύματος, των παράνομων μεταναστών. Η «αριστερά» φθάνει στο να βάζει μη-Αμερικανούς πολίτες υπεράνω της αμερικανικής εργατικής τάξης.
Ο Τραμπ εκλέχτηκε από την εργατική τάξη. Αν η αριστερά ιστορικά προσδιορίζεται ως ο πρόμαχος της εργατικής τάξης, τότε ο Τραμπ είναι ο υπερασπιστής της εργατικής τάξης και η «αριστερά» είναι ο εχθρός της.
Σε όλη τη διάρκεια του ανταγωνισμού για την ανάδειξη του ρεπουμπλικανού προεδρικού υποψηφίου, η «αριστερά» συμμάχησε με το κατεστημένο των βαθύπλουτων καπιταλιστών ολιγαρχών και του πολεμοκάπηλου συμπλέγματος συμφερόντων πέριξ του Πενταγώνου και των υπηρεσιών ασφαλείας, εναντίον του Τραμπ. Και με την έναρξη της προεδρίας του Τραμπ είναι η «αριστερά» που επιζητεί την απονομιμοποίησή του και την παραπομπή του στη διαδικασία της καθαίρεσης.
Το Δημοκρατικό Κόμμα πέθανε επί καθεστώτος Κλίντον, όταν ο Κλίντον, συμμάχησε με το Συμβούλιο Δημοκρατικής Ηγεσίας (DLC). Συχνά διερωτήθηκα ποιος χρηματοδοτεί αυτό το Συμβούλιο. Θαυμάσια θα μπορούσαν να είναι οι (πολυδισεκατομμυριούχοι) αδελφοί Koch, αφού το DLC μετέτρεψε το Δημοκρατικό Κόμμα σ’ ένα άλλο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Το DLC έπεισε τους Δημοκρατικούς ότι ήττες των προεδρικών υποψηφίων Μονταίηλ και Μακγκόβερν απέδειξαν ότι ο οικονομικός «λαϊκισμός» δεν είναι βιώσιμος. Οι Δημοκρατικοί θα όφειλαν να γυρίσουν τη πλάτη τους στην αριστερά και να εγκολπωθούν τις «καθιερωμένες αξίες» και τις «λύσεις που υπαγορεύει η αγορά». Το DLC ήταν μέγας υποστηρικτής της NAFTA ( Συμφωνίας Ελευθέρου Εμπορίου Βορείου Αμερικής). Αναφέρεται ότι ο Γουίλ Μάρσαλ του DLC θεωρούσε τους ειρηνιστές και διαδηλωτές κατά του ιρακινού πολέμου αντι-Αμερικανούς και συνιστούσε στους Δημοκρατικούς να κρατηθούν μακριά.
Κοντολογίς η οδηγία ήταν: συναγωνισμός με τους Ρεπουμπλικανούς για τις χρηματοδοτήσεις των πολύ μεγάλων εταιρειών και του χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτό σίγουρα καρποφόρησε για τους Κλίντον, αλλά όχι για το Δημοκρατικό Κόμμα.
Καθώς οι «λύσεις που υπαγόρευε η αγορά» εξόριζαν τις βιομηχανικές θέσεις εργασίας από τις ΗΠΑ, τα οικονομικά του Δημοκρατικού Κόμματος έφθιναν, μαζί με τον αριθμό των μελών και την ισχύ του. Σήμερα Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί εξαρτώνται για την χρηματοδότηση της πολιτικής εκστρατείας τους από τις ίδιες ιδιοτελείς ομάδες συμφερόντων. ΄Ετσι τελείωσε ο δεσμός του Δημοκρατικού Κόμματος με την εργατική τάξη.
Το ερώτημα είναι: Μπορεί ο Τραμπ να σταθεί ακλόνητος υπέρ της εργατικής τάξης όταν και τα δυο πολιτικά κόμματα και τα εκπορνευόμενα ΜΜΕ, τα Θινκ Τανκς, τα Πανεπιστήμια, οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, το σύμπλεγμα συμφερόντων στρατιωτικών και ασφάλειας, η Γουώλ Στρητ και τα δικαστήρια ορθώνονται εναντίον της τάξης των εργαζομένων; Ποιος θα βοηθήσει τον Τραμπ να βοηθήσει την εργατική τάξη;