Ομολογώ ότι έχω μία ιδιαίτερη αδυναμία προς το Υπουργείο Οικονομικών και γι’ αυτό παρακολουθώ, εδώ και πολλά χρόνια τώρα, ιδίως τα τελευταία επτά χρόνια της οικονομικής κρίσης, όλα αυτά τα καμώματα και κατορθώματα των κρατικών λειτουργών του, ανεξάρτητα από το εκάστοτε κυβερνών κόμμα. Του έχω αφιερώσει μάλιστα και αρκετά από τα άρθρα μου που έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες.
Αιμίλιος Κομίνης
Διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός
Όταν αυτός ο ανεκδιήγητος και αμετανόητος πρωθυπουργός μας, ανέθεσε την δανειοδότηση της χώρας μας σ’ αυτή την τριάδα των νέων δανειστών, που έγινε γνωστή σε μας με το όνομα «τρόικα» και μετονομάστηκε αργότερα σε «θεσμούς», τον πρώτο και απαράβατο όρο που έθεσαν τότε στους κυβερνώντες, προκειμένου να προχωρήσουν στην υλοποίηση της «προσφοράς» τους, ήταν να απαλλάξουν την χώρα μας απ’ αυτό το τέρας της φοροδιαφυγής, που την εξουσίαζε και εξακολουθεί και σήμερα να την κυβερνά εντελώς αλώβητο. Τους παραχώρησαν μάλιστα και ορισμένες λίστες, όπως είναι αυτή η περιβόητη λίστα Λαγκάρντ, για να ξεκινήσουν τον αγώνα τους, από τα υψηλά πλοκάμια του. Ήξεραν βέβαια αυτοί πολύ καλά, πόσα πολλά δισεκατομμύρια ευρώ θα μπορούσαμε να εξοικονομήσουμε απ’ αυτόν τον αγώνα, όχι όμως για να ενισχύσουμε την οικονομία μας, αυτό δεν τους ενδιέφερε, αλλά για να εξασφαλίσουν τα χρήματά τους.
Στρώθηκαν λοιπόν αμέσως στη δουλειά, οι σοφοί αυτοί εγκέφαλοι του Υπουργείου, για να ανταπεξέλθουν σ’ αυτό το βαρύ έργο που τους είχε ανατεθεί. Όμως, σύντομα διαπίστωσαν ότι αυτές οι λίστες περιείχαν χιλιάδες ονόματα και αυτό το έργο θα ήταν πολύ επίπονο και χρονοβόρο. Την κατάλληλη στιγμή, κάποιος απ’ αυτούς, αφού πρώτα είχε κρυφά επισημάνει μερικά ονόματα, τους είπε: «Με αυτές εδώ τις λίστες θα πελαγοδρομήσουμε. Σκέφθηκα λοιπόν μία μέθοδο πολύ πιο αποτελεσματική, και τελείως ανώδυνη για μας, για να κτυπήσουμε τη φοροδιαφυγή. Θα αναθέσουμε αυτό το έργο στους φορολογούμενους πολίτες. Θα τους υποχρεώσουμε να συγκεντρώνουν αποδείξεις οικογενειακών δαπανών με το κίνητρο της φοροαπαλλαγής, ενός ελάχιστου χρηματικού ύψους, που δεν θα επιβαρύνει σχεδόν καθόλου την οικονομία μας».
Πρόκειται γι’ αυτή την προσφιλή τους μέθοδο, που εξακολουθούν να την εφαρμόζουν και σήμερα, παρόλο ότι αποτύχει παταγωδώς, αλλά την χρησιμοποιούν μάλλον σαν ένα παιγνίδι, για να έχουν μια διαρκή απασχόληση, αφού κάθε χρόνο την ανανεώνουν με πρόσθετες παιδαριώδεις τροποποιήσεις, για τις οποίες πιστεύουν ότι είναι βελτιώσεις.
Λίγα χρόνια αργότερα, εισήλθε στο Υπουργείο αυτό ένας έμπειρος εφοριακός και παλιός συνδικαλιστής, ο οποίος μας υποσχέθηκε ότι θα απαλλάξει την χώρα απ’ αυτό το τέρας, γιατί είχε σκεφτεί να εφαρμόσει νέες μεθόδους πολύ πιο σύγχρονες και αποτελεσματικές. Όμως, αυτό που είδαμε καθ’ όλο αυτό το διάστημα, όσο έμεινε στο Υπουργείο, ήταν ότι εφάρμοσε ουσιαστικά μία και μοναδική μέθοδο, γνωστή από τα παλιά, της επιβολής χρηματικών προστίμων σε όλους τους παραβάτες που δεν σέβονται τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, παρόλο ότι γνώριζε ότι, μέχρι τότε, υπήρχαν 23 δισεκατομμύρια ανείσπρακτα πρόστιμα, τα οποία ούτε αυτός κατάφερε να εισπράξει.
Αργότερα, όταν απογοητεύτηκε πια από την πορεία αυτής της μεθόδου, σκέφθηκε κάτι πιο αποδοτικό. Του ήλθε η φαεινή ιδέα να εφαρμόσει το περιουσιολόγιο, σε όλους τους ενήλικους πολίτες της χώρας, που ανέρχονται σε 8,5 περίπου εκατομμύρια, αν και μας λένε ότι δεν είναι δική του ιδέα, αλλά τους το επέβαλαν οι δανειστές μας, μαζί με όλα τα άλλα. Φαίνεται όμως, ότι η ιδέα του αυτή ξεκίνησε από τη σκέψη: «Αφού εμείς, οι πολιτικοί, είμαστε υποχρεωμένοι να δηλώνουμε κάθε χρόνο το «πόθεν έσχες», γιατί να απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή, όλοι οι άλλοι πολίτες;»
‘Όταν έγινε ο τελευταίος ανασχηματισμός της κυβέρνησης, ο εμπνευστής αυτής της μεθόδου απεχώρησε, αλλά η ιδέα αυτή του περιουσιολογίου παρέμεινε και αναμένεται η ολοκλήρωση της εφαρμογής του. Το πρώτο μέρος του, που αφορά κάπου διακόσιες χιλιάδες από τους δημοσίους υπαλλήλους και μερικές άλλες, διαφόρων κοινωνικών τάξεων, όπως των δικαστικών και δημοσιογράφων, άρχισε ήδη να εφαρμόζεται και μετά από πολλές παρατάσεις, η υποβολή του στο σύστημα taxis θα εκπνεύσει στις 13 Απριλίου.
Δεν θα σχολιάσω εδώ την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα αυτής της παρανοϊκής μεθόδου, γιατί θα μου χρειαζόταν πολύς χρόνος και χώρος. Εκείνο όμως που θα ήθελα να επισημάνω και το θεωρώ πολύ σημαντικό, είναι ότι στη πρώτη τουλάχιστον φάση της εφαρμογής της, οι «πονηροί» πολιτικοί μας, ζητάνε από όλες αυτές τις χιλιάδες των φορολογουμένων πολιτών και το «πόθεν», ενώ για τον εαυτόν τους εξακολουθούν να κρατάνε μόνο το «έσχες». Και κάτι άλλο που δείχνει το μέγεθος του παραλογισμού, που επικρατεί σ’ αυτό το υπουργείο: Ζητάνε να δηλώσει ο υπόχρεος της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, πού βρήκε, για παράδειγμα, τα χρήματα για να αγοράσει πριν από δεκαπέντε χρόνια το Ι.Χ αυτοκίνητό του. Θα αναγκάσουν πολύ κόσμο να προσφύγει στους λογιστές, για να συμπληρώσουν και να υποβάλλουν αυτή την ηλεκτρονική δήλωση, οι οποίοι θα μάθουν όλα τα περιουσιακά στοιχεία των πελατών τους. Τι θα γίνει λοιπόν με το απόρρητο των προσωπικών δεδομένων τους; Ποιος θα τους προστατεύσει, από τους κακοποιούς στους οποίους ενδέχεται να διαρρεύσουν, από τους λογιστές, αυτά τα περιουσιακά τους στοιχεία;
Αλλά εκείνο που πρέπει να μας ανησυχεί ακόμη περισσότερο, δεν είναι μόνο η αμετροέπεια και η ανικανότητα των λειτουργών του Υπουργείου, αλλά κυρίως αυτή η απερίγραπτη, απεριόριστη και ανεξήγητη ανοχή του Έλληνα πολίτη, ο οποίος δέχεται αδιαμαρτύρητα, εδώ και πολλά χρόνια τώρα, αυτή την κοροϊδία του «έσχες» των βουλευτών που τώρα με την εφαρμογή του περιουσιολογίου, με το «πόθεν» των πολιτών, έδειξε και την ανυπαρξία της ισονομίας.
Συμπερασματικά λοιπόν, αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό στους υπεύθυνους του Υπουργείου είναι ότι, η σύλληψη της φοροδιαφυγής με τη μέθοδο του περιουσιολογίου, ενδέχεται ίσως να γίνει σε βάθος χρόνου μισού αιώνα και με αναγκαία την πρόσληψη πολλών εκατοντάδων νέων φορολογικών ελεγκτών και την οικονομική επιβάρυνση των πολιτών, ενώ για την άμεση σύλληψή της, απαιτείται μόνο πολιτική βούληση. Υπάρχει; Δεν το νομίζω και οι λόγοι είναι γνωστοί.