Αναδημοσίευση από: ardin-rixi.gr
Του Σ.Σ. από την Ρήξη φ. 129
Η είδηση εμφανίζεται συχνά τις τελευταίες εβδομάδες στις σελίδες του έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου: «Οι Έλληνες αποποιούνται μαζικά κληρονομιές λόγω της αδυναμίας τους να εξοφλήσουν τα χρέη που προκύπτουν απ’ αυτές». Με μια μετατόπιση νοήματος, ένας κοινωνιοαναλυτής (sic) θα μπορούσε να διαβάσει: «Οι Έλληνες (συλλογικό υποκείμενο) αποποιούνται την (συλλογική) κληρονομιά τους λόγω της αδυναμίας τους να εξοφλήσουν τα (παρόντα και μελλοντικά) χρέη (προς τις προηγούμενες και τις επόμενες γενεές) που προκύπτουν απ’ αυτή».
Ο Γιώργος Σεφέρης γράφει στο Μυθιστόρημα:
Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να τ’ ακουμπήσω
Η εθνική μας κατάθλιψη θα μπορούσε να ερμηνευτεί και σαν μια μισοσυνειδητή, μισοασυνείδητη επίγνωση της αδυναμίας μας να σηκώσουμε το «μαρμάρινο κεφάλι» του Σεφέρη. Απεμπολώντας τη συλλογική δημιουργία 3.000 χρόνων, μια ιστορία και μια παράδοση που εμπεριέχει μερικές από τις επιφανέστερες ανθρώπινες επινοήσεις (δημοκρατία, φιλοσοφία, τραγωδία, χριστιανική θρησκεία), πιστεύουμε εσφαλμένα πως μπορούμε να επιβιώσουμε από τον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης που ισοπεδώνει αξίες, ταυτότητες, μνήμη. Βαυκαλιζόμαστε πως, αρνούμενοι την αντιστασιακή παράδοση του νεώτερου ελληνισμού, θα εξευμενίσουμε το μνημονιακό τέρας, βυθιζόμενοι σε μια αυτοαναπαραγόμενη παρακμή που μηδενίζει ανθρώπους, ιδέες, προτάγματα.
Μόνο η ανάληψη της ευθύνης για τη συλλογική μας ιστορία σε ό,τι καλύτερο, αλλά και σε ό,τι χειρότερο εμπεριέχει, μπορεί να οδηγήσει στον ποθούμενο «εκσυγχρονισμό της παράδοσης». Οι Έλληνες θα άρουν την παραλυτική τους αδράνεια όχι με μαγικές λύσεις (όπως συνιστούσαν πολλοί τα τελευταία χρόνια), ούτε με μεγαλομανιακές «φυγές προς τα εμπρός». Οι δήθεν λύσεις αυτές, το μόνο που έκαναν ήταν να διαιωνίσουν και να επιτείνουν την απογοήτευση, τη σύγχυση, την παραίτηση και τη στειρότητα του συλλογικού μας φαντασιακού. Θα πρέπει να συνθέσουμε με δημιουργικό τρόπο τα καλύτερα στοιχεία όλων των παραδόσεών μας (εθνικο-απελευθερωτικών, δημοκρατικών, κοινοτικών, λόγιων και λαϊκών) και να δώσουμε απτές λύσεις στα συγκεκριμένα σημερινά προβλήματα. Οι Αθηναίοι τραγικοί ποιητές επικαιροποίησαν την αρχαία ελληνική μυθολογική κληρονομιά, κάνοντάς τη να μιλήσει για τα ζητήματα των συγκαιριανών τους (αλλά και όλων των μεταγενέστερων). Οι μεγάλοι σύγχρονοι ποιητές μας μπόλιασαν την ελληνική γλώσσα και ποίηση, αφομοιώνωντας δημιουργικά τα δυτικά λογοτεχνικά δάνεια.
Τα υπόγεια ρεύματα του συλλογικού μας ασυνείδητου μπορούν, αν συντεθούν και εναρμονιστούν κατάλληλα, να αναδείξουν μια πρωτότυπη και οικουμενικής αξίας λύση τόσο για τον σύγχρονο ελληνισμό, όσο και ευρύτερα.
Απ’ τους δύο μας ποταμούς
θα γευτεί μια νύχτα η έρημος καρπούς
τραγουδάει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο «Τσάμικο» το 1983.
Η αποποίηση της εθνικής ιστορικής μας κληρονομιάς όχι μόνο δεν θα βοηθήσει να «ξεχρεώσουμε» αλλά, αντιθέτως, θα κατακερματίσει και θα αποσυνθέσει ακόμα περισσότερο το συλλογικό μας σώμα.
Όταν δούμε καθαρά, πάνω στο σώμα αυτό, την ομορφιά του, αλλά και τις πληγές του, την ανατολή του και τη δύση του, το φως, αλλά και το σκοτάδι του, τότε μόνο θα μπορέσουμε, θαρραλέοι και υπεύθυνοι, να αναλάβουμε τα εθνικά, αλλά και τα οικουμενικά χρέη μας. Έτσι κι αλλιώς, είναι εξαιρετικά δύσκολη η απο-ποίηση μιας κληρονομιάς που είναι, στο βαθύτερο πυρήνα της, ποίηση…