Είναι κοινός τόπος ότι, στη χώρα μας, οι νόμοι εφαρμόζονται επιλεκτικά, αφού η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα ισονομία, έχει παραμείνει στα χαρτιά. Αυτό βέβαια, θα μπορούσε να πει κανείς, συμβαίνει σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα, αλλά η χώρα μας κατέχει σ’ αυτό, όπως και σε άλλα πολλά, την πρωτοκαθεδρία.
Αιμίλιος Κομίνης
Διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός
Το φαινόμενο αυτό είναι και διαχρονικό. Το είχε επισημάνει άλλωστε και ο Σκύθης ηγεμόνας και φιλόσοφος, Ανάχαρσις, ο οποίος πριν από είκοσι έξι αιώνες είχε πει: «Ο νόμος είναι σαν τον ιστό της αράχνης. Οι μικρές μύγες πιάνονται, ενώ οι μεγάλες σχίζουν το δίκτυ και φεύγουν».
Αλλά και αυτή ακόμη η ισονομία, που προβλέπεται από το Σύνταγμα και δεν εφαρμόζεται, είναι νοθευμένη, αφού οι εθνοπατέρες μας εξασφάλισαν την βουλευτική τους ασυλία και κατά συνέπεια και την ατιμωρησία τους έναντι των νόμων, εντάσσοντας σ’ αυτό και το άρθρο 62 (παραγρ. 1), το οποίο αναιρεί ουσιαστικά το άρθρο 4 (παραγρ. 1), με το οποίο καθιερώνεται η ισονομία.
Αργότερα, το 2003, το κυβερνών τότε κόμμα, για να εξασφαλίσει στους βουλευτές μια πληρέστερη ασυλία και πιο σίγουρη ατιμωρησία, θέσπισε τον επαίσχυντο αυτόν νόμο, περί “ευθύνης” υπουργών, με τον οποίο ουσιαστικά όλοι οι βουλευτές ετέθησαν στο απόλυτο απυρόβλητο, έναντι των νόμων του ελληνικού κράτους, με την απερίγραπτη εκείνη ανοχή του εκλογικού σώματος.
Όμως λίγο αργότερα, φαίνεται ότι άρχισαν να συνειδητοποιούν, πως ενδέχεται κάποτε να ξεσηκωθεί ο ελληνικός λαός και να αντιδράσει γι’ αυτή την ειδική μεταχείριση που έχουν εξασφαλίσει με το Σύνταγμα και να αναγκαστούν να απεμπολήσουν την βουλευτική τους ασυλία και όλα τα άλλα προνόμια τους, τα οποία έχουν από μόνοι τους ιδιοποιηθεί . Και επειδή ασφαλώς δεν θα ήθελαν να τα απολέσουν, ίσως να σκέφθηκαν τότε, να μετριάσουν αυτή την άνιση μεταχείριση, επεκτείνοντας την ατιμωρησία σε περισσότερες κοινωνικές τάξεις, ώστε να αποκατασταθεί εν μέρει η ελλείπουσα ισονομία.
Έτσι λοιπόν, με την πάροδο του χρόνου άρχισε να αναπτύσσεται και να επικρατεί ένα καθεστώς πλήρους ατιμωρησίας, που ευνοεί όχι μόνο τους επωνύμους, αλλά και πολλούς άλλους ανώνυμους πολίτες και κυρίως αυτούς που διαπράττουν τα μεγαλύτερα εγκλήματα, κοινωνικά ή οικονομικά. Όμως, για τα μικρότερα εγκλήματα που διαπράττονται από πολίτες οικονομικά ή πολιτικά ανίσχυρους εξακολουθεί να εφαρμόζεται η προβλεπόμενη από τους νόμους τιμωρία, με μεγάλη αυστηρότητα, που πολλές φορές ενδέχεται να χαρακτηριστεί και απάνθρωπη. Θα μπορούσε λοιπόν τώρα να διατυπώσει κανείς τον εξής κανόνα, που εφαρμόζεται, εδώ και πολλά χρόνια τώρα, στη χώρα μας: «Η τιμωρία που επιβάλλεται σε έναν πολίτη, όταν διαπράττει ένα έγκλημα, είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το μέγεθος του εγκλήματος».
Ο γενικός αυτός κανόνας εφαρμόστηκε και για τα τρία, από τα μεγαλύτερα εγκλήματα, που διέπραξαν οι πολιτικοί μας ηγέτες κατά του ελληνικού λαού . Το πρώτο, είναι αυτός ο μακροχρόνιος και ανεκδιήγητος υπερδανεισμός. Το δεύτερο, η εισδοχή της χώρας μας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, την οποία εμπνεύστηκε η κυβέρνηση το έτος 2000, την εποχή δηλαδή εκείνη που το εθνικό μας νόμισμα, η Δραχμή, ήταν ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και το τρίτο, η ανάθεση της οικονομικής ανόρθωσης της χώρας μας σ’ αυτήν την άπληστη τριάδα των νέων δανειστών.
Με τα τρία αυτά μεγάλα “κατορθώματα” τους και μετά από μία νεότερη σειρά πολιτικών σφαλμάτων, κατάφεραν τελικά να εξαντλήσουν την οικονομία της χώρας και να την οδηγήσουν στα πρόθυρα μιας αναπόφευκτης χρεωκοπίας και τον λαό στην απόλυτη οικονομική εξαθλίωση και ηθική εξαχρείωση, ενώ εκείνοι παραμένουν ατιμώρητοι, όσοι απ αυτούς είναι υπεύθυνοι και έχουν και το θράσος να κρίνουν και να σχολιάζουν την αδιέξοδη αυτή κατάσταση, στην οποία έχει περιέλθει τώρα η χώρα, η ακόμη και να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή της.
Μόνο με τις σκέψεις αυτές, θα μπορούσε να δώσει κανείς μια ερμηνεία σ’ αυτό το καθεστώς της πλήρους ατιμωρησίας, που παρατηρείται σε υπέρτατο βαθμό την τελευταία δεκαετία και τείνει να πάρει ανησυχητικές διαστάσεις, αν δεν παρέμβει εγκαίρως η Πολιτεία και ειδικότερα η δικαστική εξουσία, η οποία τυπικώς φέρει αποκλειστικά την ευθύνη. Πώς όμως θα μπορούσε να γίνει αυτό, σε μια χώρα όπου η δικαστική εξουσία είναι εξαρτώμενη από την εκτελεστική εξουσία;