Αναδημοσίευση από: infognomonpolitics.blogspot.gr
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Στα τέλη του 19ου αιώνα, την Αστυνομία απασχολούσε έντονα, η φοβερή έξαρση της χαρτοπαιξίας σε λέσχες, καφενεία, ακόμα και σε σπίτια, όπου επιτήδειοι έγδυναν κυριολεκτικά ανυποψίαστους πελάτες και τα οικογενειακά δράματα να πληθαίνουν διαρκώς. Υπήρχαν όμως και χαμένοι, που δεν δίσταζαν καμιά φορά να βγάζουν, για να βρουν το δίκιο τους, την «σκανταλιάρα», όπως έλεγαν στην πιάτσα το μαχαίρι ή το πιστόλι. Αυτό συνέβη σε χαρτοπαικτική λέσχη στου Ψυρρή, όπου κάποιο βράδυ βγήκαν τα μαχαίρια, ένας έμεινε στον τόπο και τρείς ήταν βαριά τραυματισμένοι…
Η αρχή για τη δίωξη της χαρτοπαιξίας έγινε μετά από καταγγελία στον τότε αστυνομικό διευθυντή Δημήτρη Μπαϊρακτάρη, για την ύπαρξη ενός «χαρτοπαικτείου» στου Μακρυγιάννη. Εκεί σε ιδιαίτερο διαμέρισμα ενός καφενείου, στρατιωτικοί και αστυνομικοί έπαιζαν κρυφά ως τη χαραυγή και άδειαζαν τα πορτοφόλια τους… ΄Ηλθαν μάλιστα και τα δημοσιεύματα του Τύπου των ημερών εκείνων: «Χαρτοπαίζουν διηνεκώς υπό τας όψεις της Αστυνομίας, ήτις επιτρέπει τοιαύτην ασχημίαν δίδουσα ούτω λαβήν εις πάντα να κάμη πικρά σχόλια εις βάρος του διευθύνοντος την Αστυνομίαν».
Αυτό το άρθρο, αλλά και άλλες καταγγελίες στην Αστυνομία, έγιναν η αιτία να λάβει ο Μπαϊρακτάρης σκληρά μέτρα κατά της χαρτοπαιξίας, στην οποία ήταν μπλεγμένοι και αστυφύλακες. Πρώτα κάλεσε τους αστυνομικούς και τους προειδοποίησε ότι όσοι χαρτοπαίζουν θα αποταχθούν το Σώμα, ενώ το ίδιο βράδυ, με μία ομάδα, κατέβηκε στην οδό Αιόλου, έσπασε τις πόρτες γνωστού ξενοδοχείου, συνέλαβε τους χαρτοπαίκτες και τον ιδιοκτήτη, κατάσχεσε τις τράπουλες και τα τραπέζια όπου έπαιζαν.
Κάποια γυναίκα καθηγητού έδωσε μια εβδομάδα μετά την πληροφορία στον Μπαϊρακτάρη, ότι στο καφενείο του Κακούση, εκεί όπου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι, άνθρωποι της καλής κοινωνίας χαρτοπαίζουν! Με μία κουστωδία ευζώνων, εισβάλει στην αίθουσα. Ένας από τους χαρτοπαίκτες σπεύδει να σβήσει την μικρή λάμπα, άλλος μάζεψε από το τραπέζι τα χρήματα και ένας τρίτος πέταξε το μαγκάλι με τη στάχτη πάνω στους εφορμήσαντες αστυνομικούς! Όλοι οι χαρτοπαίκτες, που κατείχαν υψηλά αξιώματα, συνελήφθησαν!
΄Οπου χαρτοπαίγνιον λοιπόν, οι αστυνομικοί έσπαζαν τις πόρτες συνελάμβαναν τους παίκτες και με τα πειστήρια τους οδηγούσαν στην Αστυνομία. Θύματα αυτής της τακτικής έπεσαν καθηγητές, αξιωματικοί αλλά και δικαστές! Τόση ήταν η μανία των χαρτοπαικτών, ώστε μερικοί από αυτούς κατέβαιναν στον Πειραιά, νοίκιαζαν μικρά ιστιοφόρα και χαρτόπαιζαν ανενόχλητοι λέγοντες « έλα Μπαϊρακτάρη να μας πιάσεις αν μπορείς…»
΄Ένα πρωϊνό, ο Μπαϊρακτάρης, δέχτηκε την επίσκεψη μιας γυναίκας που με κλάματα του αφηγήθηκε το κατάντημα του χαρτοπαίκτη συζύγου της, που έχασε στα χαρτιά όλες τις οικονομίες τους! Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Την εξωθούσε πιεστικά να πάει με άνδρες, έναντι αμοιβής, για να… κερδίσει, όπως της έλεγε, τα χαμένα!
Ο Μπαϊρακτάρης την κοίταξε καλά στα μάτια και τη ρώτησε αν έχουν παιδιά. Εκείνη απάντησε αρνητικά. « Τον αγαπάς; Θέλεις να ζήσεις και να δυστυχείς μ’ αυτόν τον χαρτοπαίκτη;» Η γυναίκα χαμήλωσε το βλέμμα της και απάντησε αρνητικά. Τότε με περισσότερη αποφασιστικότητα της λέει: « Είσαι νέα κοπέλα, μην σκλαβώνεις τα χρόνια σου μ’ έναν χαρτοπαίκτη, που με το θράσος που έχει, θα σε παίξει στα χαρτιά!... Παράτα τον, είναι γομάρι!..» Το μεσημέρι αστυνομικοί οδήγησαν τον χαρτοπαίκτη σύζυγο στον Μπαϊρακτάρη και γεύτηκε ραπίσματα από τας στιβαράς του χείρας! ( πολύ βαρύ χέρι είχε ο άνθρωπος…) Κι έγραψε τότε ο Γεώργιος Σουρής για τον «άρρωστο» χαρτοπαίκτη: « Δεν τούμεινε άλλη καταντιά, / μονάχα η γυναίκα του τού μένει,/ αλλά και πριν την χάσει στα χαρτιά, / την έχει ο κακόμοιρος χαμένη…»
Την εμφάνιση τους εκείνο το διάστημα, κάνουν και οι… χαρτορίχτρες, κυρίως σε σπίτια πλουσίων για να τους… πουν το μέλλον τους. Λέγεται, ότι κάποιοι σύμβουλοι του τότε πρωθυπουργού Θόδωρου Δηλιγιάννη, του συνέστησαν σε μια κρίσιμη στιγμή, να δεχτεί τη Μαριώ, μια πολύ γνωστή την εποχή εκείνη χαρτορίχτρα, να του πει, αν ο πόλεμος που ετοίμαζε με τους Τούρκους θα ήταν νικηφόρος…
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, ο Μπαϊρακτάρης έκανε κάτι το πρωτοφανές! ΄Εξω από τα καφενεία και κυρίως σε σπίτια αριστοκρατών που συνήθιζαν να χαρτοπαίζουν, έβαλε αστυνομικούς να τα παρακολουθούν και να τα φρουρούν. «Οπουδήποτε και να κατέφευγον για να παίξουν-έγραψε τότε ο δημοσιογράφος Ηλίας Βουτιερίδης- τους ανακάλυπτε και τους συνελάμβανε…»
Η αρχή για τη δίωξη της χαρτοπαιξίας έγινε μετά από καταγγελία στον τότε αστυνομικό διευθυντή Δημήτρη Μπαϊρακτάρη, για την ύπαρξη ενός «χαρτοπαικτείου» στου Μακρυγιάννη. Εκεί σε ιδιαίτερο διαμέρισμα ενός καφενείου, στρατιωτικοί και αστυνομικοί έπαιζαν κρυφά ως τη χαραυγή και άδειαζαν τα πορτοφόλια τους… ΄Ηλθαν μάλιστα και τα δημοσιεύματα του Τύπου των ημερών εκείνων: «Χαρτοπαίζουν διηνεκώς υπό τας όψεις της Αστυνομίας, ήτις επιτρέπει τοιαύτην ασχημίαν δίδουσα ούτω λαβήν εις πάντα να κάμη πικρά σχόλια εις βάρος του διευθύνοντος την Αστυνομίαν».
Αυτό το άρθρο, αλλά και άλλες καταγγελίες στην Αστυνομία, έγιναν η αιτία να λάβει ο Μπαϊρακτάρης σκληρά μέτρα κατά της χαρτοπαιξίας, στην οποία ήταν μπλεγμένοι και αστυφύλακες. Πρώτα κάλεσε τους αστυνομικούς και τους προειδοποίησε ότι όσοι χαρτοπαίζουν θα αποταχθούν το Σώμα, ενώ το ίδιο βράδυ, με μία ομάδα, κατέβηκε στην οδό Αιόλου, έσπασε τις πόρτες γνωστού ξενοδοχείου, συνέλαβε τους χαρτοπαίκτες και τον ιδιοκτήτη, κατάσχεσε τις τράπουλες και τα τραπέζια όπου έπαιζαν.
Κάποια γυναίκα καθηγητού έδωσε μια εβδομάδα μετά την πληροφορία στον Μπαϊρακτάρη, ότι στο καφενείο του Κακούση, εκεί όπου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Διονυσίου στο Κολωνάκι, άνθρωποι της καλής κοινωνίας χαρτοπαίζουν! Με μία κουστωδία ευζώνων, εισβάλει στην αίθουσα. Ένας από τους χαρτοπαίκτες σπεύδει να σβήσει την μικρή λάμπα, άλλος μάζεψε από το τραπέζι τα χρήματα και ένας τρίτος πέταξε το μαγκάλι με τη στάχτη πάνω στους εφορμήσαντες αστυνομικούς! Όλοι οι χαρτοπαίκτες, που κατείχαν υψηλά αξιώματα, συνελήφθησαν!
΄Οπου χαρτοπαίγνιον λοιπόν, οι αστυνομικοί έσπαζαν τις πόρτες συνελάμβαναν τους παίκτες και με τα πειστήρια τους οδηγούσαν στην Αστυνομία. Θύματα αυτής της τακτικής έπεσαν καθηγητές, αξιωματικοί αλλά και δικαστές! Τόση ήταν η μανία των χαρτοπαικτών, ώστε μερικοί από αυτούς κατέβαιναν στον Πειραιά, νοίκιαζαν μικρά ιστιοφόρα και χαρτόπαιζαν ανενόχλητοι λέγοντες « έλα Μπαϊρακτάρη να μας πιάσεις αν μπορείς…»
΄Ένα πρωϊνό, ο Μπαϊρακτάρης, δέχτηκε την επίσκεψη μιας γυναίκας που με κλάματα του αφηγήθηκε το κατάντημα του χαρτοπαίκτη συζύγου της, που έχασε στα χαρτιά όλες τις οικονομίες τους! Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Την εξωθούσε πιεστικά να πάει με άνδρες, έναντι αμοιβής, για να… κερδίσει, όπως της έλεγε, τα χαμένα!
Ο Μπαϊρακτάρης την κοίταξε καλά στα μάτια και τη ρώτησε αν έχουν παιδιά. Εκείνη απάντησε αρνητικά. « Τον αγαπάς; Θέλεις να ζήσεις και να δυστυχείς μ’ αυτόν τον χαρτοπαίκτη;» Η γυναίκα χαμήλωσε το βλέμμα της και απάντησε αρνητικά. Τότε με περισσότερη αποφασιστικότητα της λέει: « Είσαι νέα κοπέλα, μην σκλαβώνεις τα χρόνια σου μ’ έναν χαρτοπαίκτη, που με το θράσος που έχει, θα σε παίξει στα χαρτιά!... Παράτα τον, είναι γομάρι!..» Το μεσημέρι αστυνομικοί οδήγησαν τον χαρτοπαίκτη σύζυγο στον Μπαϊρακτάρη και γεύτηκε ραπίσματα από τας στιβαράς του χείρας! ( πολύ βαρύ χέρι είχε ο άνθρωπος…) Κι έγραψε τότε ο Γεώργιος Σουρής για τον «άρρωστο» χαρτοπαίκτη: « Δεν τούμεινε άλλη καταντιά, / μονάχα η γυναίκα του τού μένει,/ αλλά και πριν την χάσει στα χαρτιά, / την έχει ο κακόμοιρος χαμένη…»
Την εμφάνιση τους εκείνο το διάστημα, κάνουν και οι… χαρτορίχτρες, κυρίως σε σπίτια πλουσίων για να τους… πουν το μέλλον τους. Λέγεται, ότι κάποιοι σύμβουλοι του τότε πρωθυπουργού Θόδωρου Δηλιγιάννη, του συνέστησαν σε μια κρίσιμη στιγμή, να δεχτεί τη Μαριώ, μια πολύ γνωστή την εποχή εκείνη χαρτορίχτρα, να του πει, αν ο πόλεμος που ετοίμαζε με τους Τούρκους θα ήταν νικηφόρος…
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, ο Μπαϊρακτάρης έκανε κάτι το πρωτοφανές! ΄Εξω από τα καφενεία και κυρίως σε σπίτια αριστοκρατών που συνήθιζαν να χαρτοπαίζουν, έβαλε αστυνομικούς να τα παρακολουθούν και να τα φρουρούν. «Οπουδήποτε και να κατέφευγον για να παίξουν-έγραψε τότε ο δημοσιογράφος Ηλίας Βουτιερίδης- τους ανακάλυπτε και τους συνελάμβανε…»